Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

(Προσφυγή υπ’αρ. 45830/08)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Υπόθεση και λοιποί
Κατά
Ελλάδας
(Προσφυγή υπ’αρ. 45830/08)
Απόφαση
Στρασβούργο, 11 Ιουλίου 2013
Η απόφαση αυτή είναι οριστική. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές ως προς την μορφή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
1
Χ.Μ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
Στην υπόθεση και λοιποί κατά Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο
Τμήμα), συνεδριάζοντας σε Επιτροπή αποτελούμενη από τους:
Elisabth Steiner, Πρόεδρο,
Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Ksenija Turkovic, Δικαστές,
Και με τον André Wampach, Αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο στις 18 Ιουνίου 2013,
Εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση προέκυψε μετά από την προσφυγή υπ’αρ. 45830/08 που
ασκήσανε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας εβδομήντα εννέα έλληνες
υπήκοοι («οι προσφεύγοντες») στις 16 Σεπτεμβρίου 2008 σύμφωνα με το
άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).
2. Τους προσφεύγοντες εκπροσωπούσε η δικηγόρος Αθηνών κ. Α.
Γιαννοπούλου. Την Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσώπησαν
οι πληρεξούσιοί της, η κ. Δεδούση, Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του
κράτους και ο κ. Χ.Πουλάκος, δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους.
3. Στις 22 Ιουνίου 2010 η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
2
Χ.Μ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
4. Οι εκατόν εξήντα εννέα προσφεύγοντες είναι αγροφύλακες ή
κληρονόμοι αγροφυλάκων. Ως αγροφύλακες, οι δικαιοπάροχοι των
κληρονόμων και οι υπόλοιποι προσφεύγοντες («οι ενδιαφερόμενοι») είχαν
το καθεστώς των τοπικών δημοσίων υπαλλήλων και υπαγόντουσαν στο
Υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
5. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, οι ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν στο
Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με αγωγή αποζημίωσης κατά του
Δημοσίου. Ζητούσαν το ποσό των 475 € περίπου καθένας τους ως επίδομα
επί του μισθού τους.
6. Στις 30 Ιουνίου 1998, το Διοικητικό Πρωτοδικείο με προδικαστική
απόφαση ανέβαλε την εξέταση της υπόθεσης έως ότου προσκομίσουν οι
ενδιαφερόμενοι τα έγγραφα που έλειπαν από τον φάκελό τους. Η νέα
εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 19 Φεβρουαρίου 1999.
7. Στις 30 Ιουνίου 1999, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε
δεκτό το αίτημά τους (απόφαση υπ’αρ. 2570/1999) και επιδίκασε στον
καθένα τους το ποσό των 475 ευρώ.
8. Στις 10 Φεβρουαρίου 2000 το Δημόσιο άσκησε έφεση.
9. Στις 25 Μαΐου 2005, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την έφεση και
επιβεβαίωσε την εφεσιβληθείσα απόφαση (απόφαση 6330/2005).
10. Στις 4 Οκτωβρίου 2005, το Δημόσιο άσκησε αναίρεση. Στις 30
Μαΐου 2008, το Έκτο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι,
σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία, δεν μπορούσε να εξετάσει την
υπόθεση, αφού το Δημόσιο δεν είχε προσθέσει στην αναίρεσή του θετική
γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Συμβούλιο της
Επικρατείας διέταξε την παραπομπή της υπόθεσης στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών για να αρχειοθετηθεί (απόφαση 310/2008).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
3
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
11. Τα ποσά που επιδικάσθηκαν, καταβλήθηκαν στους προσφεύγοντες
μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
12. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 34 της Σύμβασης ορίζει ότι
«Τo Δικαστήριo μπoρεί να επιληφθεί της εξέτασης πρoσφυγής πoυ
υπoβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπo, (…), πoυ ισχυρίζεται ότι είvαι
θύμα παραβίασης, από έvα από τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη, τωv
δικαιωμάτωv πoυ αvαγvωρίζovται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκoλλά της.»
Έτσι, συνάγεται ότι για να πληρεί τις προϋποθέσεις που τίθενται από την
διάταξη αυτή, κάθε προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι
τον αφορά προσωπικά η παραβίαση ή οι παραβιάσεις της Σύμβασης που
επικαλείται. Έτσι, η έννοια του θύματος πρέπει, κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται
αυτόνομα και ανεξάρτητα από εθνικές έννοιες όπως αυτές που αφορούν το
έννομο συμφέρον ή τη νομιμοποίηση του ενδιαφερομένου (βλ. ιδίως Sanles
Sanles κατά Ισπανίας, (απόφ.) αρ. 483555/99, CEDH 2000-XI).
13. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί επανειλημμένως άτομα που είναι κατά
κάποιο τρόπο συγγενείς να υπεισέρχονται στην θέση του προσφεύγοντος
που έχει διεξάγει όλη την εθνική διαδικασία και πέθανε αφού κατέθεσε
προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου (X κατά Γαλλίας, απόφαση της 31ης
Μαρτίου 1992, σειρά Α, αρ. 234-C, σελ. 89, §26, Dalban κατά Ρουμανίας
[GC], αρ. 28114/95, §39, CEDH 1999-VI, Malhous κατά Τσεχικής
Δημοκρατίας, (αποφ.), αρ. 33071/96, CEDH 2000-XII).
14. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης υποθέσεις όπου το θύμα απεβίωσε
κατά την διάρκεια της εθνικής διαδικασίας και πριν την άσκηση της
προσφυγής. Σε τέτοιες υποθέσεις το Δικαστήριο εξετάζει εάν οι συγγενείς ή
οι κληρονόμοι του αποθανόντος μπορούν οι ίδιοι να ισχυριστούν ότι είναι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
θύματα της επικαλούμενης παραβίασης (Fairfield και λοιποί κατά
Ηνωμένου Βασιλείου (αποφ.), αρ. 24790/04, CEDH 2005-VI, Γεωργία
Μακρή και άλλοι κατά Ελλάδας, (αποφ.), αρ. 5977/03, 24 Μαρτίου 2005).
15. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι κληρονόμοι του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 5,6), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 22, 23), του προσφεύγοντες
υπ’αρ. 24,25,26,27), του προσφεύγων υπ’αρ. 59),
του (προσφεύγων υπ’αρ. 76), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 88, 89, 90, 91), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 92, 93, 94), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 97, 98, 99, 100, 101), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 106, 107, 108), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 121, 122, 123, 124), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 128, 129, 130, 131, 132), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 137, 138, 139, 140), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 149, 150, 151, 152), και του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 164, 165, 166) δεν αποδεικνύουν ότι
συμμετείχαν στο όνομά τους στην εθνική διαδικασία που αποτελεί το
αντικείμενο της παρούσας προσφυγής ούτε ότι παρενέβησαν ως κληρονόμοι
στην διαδικασία μετά τον θάνατο των δικαιοπαρόχων τους.
16. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο αποφασίζει να κηρύξει την
προσφυγή απαράδεκτη ως προς τους προσφεύγοντες υπ’αρ. 5, 6, 22, 23, 24,
25, 26, 27, 59, 76, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 97, 98, 99, 100, 101, 106, 107,
108, 121, 122, 123, 124, 128, 129, 130, 131, 132, 137, 138, 139, 140, 149,
150, 151, 152, 164, 165, 166.
Β. Η εξέταση του νέου κριτηρίου του παραδεκτού
17. Στις παρατηρήσεις της η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσφυγή θα
πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του νέου κριτηρίου που
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
5
Χ.Μ.
Δ.Ν.
Β.Δ.
Σ.Π.
Θ.Π. Κ.Σ.
Α.Σ.
Α.Σ.
Σ.Σ.
Σ.Τ.
Γ.Τ.
Χ.Τ.
Π.Φ.
Θ.Χ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
προβλέπεται από το άρθρο 35§3 (β) της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με
το Πρωτόκολλο αρ. 14, σύμφωνα με το οποίο, το Δικαστήριο μπορεί να
κηρύξει απαράδεκτη μια προσφυγή εφόσον «ο προσφεύγων δεν έχει
υποστεί σημαντική ζημία, εκτός εάν η τήρηση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά
της απαιτούν εξέταση της προσφυγής εις βάθος και υπό τον όρο να μην
απορριφθεί για τον λόγο αυτό καμία υπόθεση που δεν έχει εξεταστεί
δεόντως από ένα εθνικό δικαστήριο».
18. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η αρχή «de minimis non curat
praetor » δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Ως προς αυτό
υποστηρίζουν ότι δεδομένης της προσωπικής τους κατάστασης και της
οικονομικής κατάστασης της χώρας, το ποσό των 475 ευρώ που
διακυβεύεται δεν είναι αμελητέο.
19. Το Δικαστήριο δέχεται ότι η διάταξη που θεσπίστηκε με το
Πρωτόκολο υπ’αρ. 14 προβλέπει νέο όρο παραδεκτού σε συνδυασμό με δύο
ρήτρες διασφάλισης. Σύμφωνα με το άρθρο 35§3 (β), το Δικαστήριο θα
πρέπει να ελέγξει εάν οι προσφεύγοντες υπέστησαν «σημαντική ζημία» και,
σε αρνητική περίπτωση, να ελέγξουν αν δεν ισχύει καμία από τις δύο
ρήτρες διασφάλισης.
20. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το οικονομικό διακύβευμα της
διαφοράς ήταν σχετικά χαμηλό, και ότι κανένα στοιχείο του φακέλου δεν
δείχνει ότι οι προσφεύγοντες βρίσκονταν σε τέτοια οικονομική κατάσταση
που η έκβαση της διαφοράς να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην προσωπική
τους ζωή. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος (
κατά Ελλάδας, (déc.), αρ. 52036/09, 20 Σεπτεμβρίου 2011), το Δικαστήριο
θεωρεί ότι το ποσό αυτό από οικονομικής άποψης είναι ικανό να θέσει σε
εφαρμογή το νέο κριτήριο του παραδεκτού. Ωστόσο, υπό το φως της
ερμηνευτικής νομολογίας περί της δεύτερης ρήτρας διασφάλισης (Dudek c.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
6
Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
Allemagne, (déc.), αρ. 12977/09 και λοιποί, 23 Νοεμβρίου 2010), και
λαμβάνοντας υπόψη την απουσία στο εθνικό δίκαιο κατά την εποχή των
πραγματικών περιστατικών, προσφυγής που να δίνει την δυνατότητα στους
προσφεύγοντες να παραπονεθούν για την διάρκεια της διαδικασίας, το
Δικαστήριο θεωρεί ότι η υπόθεση δεν εξετάστηκε δεόντως από το εθνικό
δικαστήριο.
21. Επειδή το νέο κριτήριο παραδεκτού του άρθρου 35 της Σύμβασης
εφαρμόζεται μόνον όταν οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του συντρέχουν
σωρευτικά, το Δικαστήριο συνάγει ότι η ένσταση λόγω απουσίας
σημαντικής ζημίας πρέπει να απορριφθεί.
22. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, επίσης, ότι η προσφυγή δεν είναι
προδήλως αβάσιμη, υπό την έννοια του άρθρου 35§3 της Σύμβασης. Κρίνει
επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο απαραδέκτου. Επομένως, θα
πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
6§ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
23. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας
παραβίασε την αρχή της «λογικής προθεσμίας» όπως αυτή προβλέπεται στο
άρθρο 6§1 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς τoυ δικασθή (…) εvτός λoγικής
πρoθεσμίας υπό δικαστηρίoυ, (…) τo oπoίov θα απoφασίση (…) επί τωv
αμφισβητήσεωv επί τωv δικαιωμάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ αστικής φύσεως
(…)»
24. Η υπό κρίση περίοδος άρχισε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 με την
προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και έληξε στις 30 Μαΐου
2008 με την υπ’αρ. 310/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
7
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
Επομένως διήρκεσε έντεκα έτη και οκτώ μήνες περίπου για τρεις βαθμούς
δικαιοδοσίας.
Α. Ως προς το παραδεκτό
25. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
26. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα δικαστήρια αποφάσισαν εντός
προθεσμίας που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μη λογική, λαμβανομένων
υπόψη του αριθμού των σταδίων της διαδικασίας και του πολύπλοκου
χαρακτήρα της υπόθεσης. Επικαλείται την αναβολή της υπόθεσης ενώπιον
του Διοικητικού Πρωτοδικείου για να μπορέσουν να προσκομίσουν οι
προσφεύγοντες τα συμπληρωματικά έγγραφα. Επικαλείται επίσης το ότι το
Έκτο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έπρεπε να αναστείλει την
εξέταση της υπόθεσης περιμένοντας να αποφανθεί η Ολομέλεια, η οποία
επιλήφθηκε του θέματος επ’ ευκαιρία άλλης υπόθεσης, επί καθοριστικού
θέματος. Η Κυβέρνηση επικαλείται τέλος το ότι οι προσφεύγοντες δεν
παραστάθηκαν στην δικάσιμο ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθηνών.
27. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την θέση της Κυβέρνησης
υποστηρίζοντας ότι το ότι δεν παρευρέθηκαν στις δικασίμους δεν μειώνει
την υλική και ηθική ζημία που υπέστησαν λόγω της διάρκειας της
διαδικασίας.
28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λογικός χαρακτήρας της διάρκειας
μιας διαδικασίας κρίνεται σύμφωνα με τις πραγματικά περιστατικά της υπό
κρίση υπόθεσης και με βάση κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
8
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
του, και ιδίως τον περίπλοκο χαρακτήρα της υπόθεσης, την συμπεριφορά
του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών, καθώς και το διακύβευμα της
διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender
κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, §43, CEDH 2000-VII).
29. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως υποθέσεις που
εγείρουν θέματα παρόμοια με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης και διαπίστωσε
την παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης (βλ. προαναφερθείσα
Frydlender ).
30. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το
Διοικητικό Εφετείο χρειάστηκε περίπου πέντε έτη και τρεις μήνες για να
αποφασίσει για την έφεση του Δημοσίου (από τις 10 Φεβρουαρίου 2005 ως
τις 25 Μαΐου 2005). Εξάλλου, ακόμα και εάν μέρος της διάρκειας της
επίδικης διαδικασίας μπορεί να εξηγηθεί από τεχνικής άποψης από τις
καθυστερήσεις που επικαλείται η Κυβέρνηση, το Δικαστήριο δηλώνει και
πάλι ότι το Κράτος δεν αποδεσμεύτηκε από την υποχρέωση που έχει
σύμφωνα με το άρθρο 6 να οργανώσει το δικαϊκό του σύστημα έτσι ώστε τα
δικαστήρια να μπορούν να εγγυηθούν στον καθένα το δικαίωμα του να
πετύχει οριστική απόφαση επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως εντός λογικής προθεσμίας (βλ.
μεταξύ πολλών άλλων, Duclos c. France, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου
1996, Recueil des arrêts et décisions 1996-VI, p. 2181, §55 και
Comingersoll S.A. c. Portugal [GC], αρ. 35382/97, §24, CEDH 2000-IV).
31. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το
Δικαστήριο θεωρεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση η διάρκεια της επίδικης
διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση της
«λογικής προθεσμίας».
32. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
9
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
33. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται επίσης για το ότι στην Ελλάδα
δεν υπάρχει καμία πραγματική προσφυγή για να παραπονεθούν για την
υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας. Επικαλούνται το άρθρο 13 της
Σύμβασης, το οποίο είναι διατυπωμένο ως εξής:
«Παv πρόσωπov τoυ oπoίoυ τα αvαγvωριζόμεvα εv τη παρoύση
Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαv, έχει τo δικαίωμα
πραγματικής πρoσφυγής εvώπιov εθvικής αρχής, έστω και άv η
παραβίασις διεπράχθη υπό πρoσώπωv εvεργoύvτωv εv τη εκτελέσει τωv
δημoσίωv καθηκόvτωv τoυ.»
Α. Ως προς το παραδεκτό
34. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
35. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 13 εγγυάται μια
πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής που να επιτρέπει στον
ενδιαφερόμενο να παραπονεθεί για την παραβίαση της υποχρέωσης που
προβλέπεται από το άρθρο 6 §1 ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων εντός
λογικής προθεσμίας (βλ. Kudla κατά Πολωνίας [GC], αρ. 30210/96, §156,
CEDH 2000-XI).
36. Εξάλλου το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η
ελληνική έννομη τάξη δεν προσέφερε στους ενδιαφερομένους πραγματική
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
10
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
προσφυγή υπό την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης που να τους
επιτρέπει να παραπονεθούν για την διάρκεια της διαδικασίας (Κόντη-
Αρβανίτη κατά Ελλάδας, αρ. 53401/99, §§29-30, 10 Απριλίου 2003 και
Τσουκαλάς κατά Ελλάδας, αρ. 12286/08, §§37-43, 22 Ιουλίου 2010).
37. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι στις 12 Μαρτίου 2012 δημοσιεύθηκε
ο Νόμος υπ’ αρ. 4055/2012 περί «Δίκαιης δίκης και εύλογης διάρκειας
αυτής», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2012. Τα άρθρα 53 και
επόμενα του νόμου αυτού καθιερώνουν μια νέα προσφυγή που επιτρέπει
στους ενδιαφερομένους να παραπονεθούν για την διάρκεια κάθε βαθμίδας
της διοικητικής δίκης εντός εξάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία της
δημοσίευσης της σχετικής απόφασης. Ωστόσο το Δικαστήριο παρατηρεί ότι
ο νόμος αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, δεν προβλέπει μια τέτοια
προσφυγή για τις υποθέσεις που έχουν ήδη ολοκληρωθεί έξι μήνες πριν την
έναρξη ισχύος του.
38. Στην υπό κρίση υπόθεση, η διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 30
Μαΐου 2008, δηλαδή πάνω από έξι μήνες πριν την έναρξη ισχύος του
Νόμου υπ’αρ. 4055/2012. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης λόγω της απουσίας στο εθνικό
δίκαιο, κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών, προσφυγής που θα
είχε επιτρέψει στους προσφεύγοντες να δουν την υπόθεσή τους να
εκδικάζεται εντός λογικής προθεσμίας, υπό την έννοια του άρθρου 6 §1 της
Σύμβασης.
IV. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
39. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης,
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή τωv Πρωτoκόλλωv της,
και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συμβαλλόμεvoυ Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά μόvo
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
11
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ατελή εξάλειψη τωv συνεπειών της παραβίασης αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov
είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη ικαvoπoίηση.»
Α. Ζημία
40. Οι προσφεύγοντες ζητούν το ποσό των 6.000€ καθένας για την
ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της διάρκειας της διαδικασίας.
41. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό και
αδικαιολόγητο και καλεί το Δικαστήριο να το απορρίψει.
42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει κρίνει επανειλημμένως
απαράδεκτες προσφυγές που αφορούν την διάρκεια της εθνικής
διαδικασίας, λόγω της απουσίας εύλογης αναλογικότητας ανάμεσα στο
διακύβευμα της επίδικης εθνικής διαδικασίας και στο διακύβευμα που
εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ιδίως ότι εξακολουθούν να
είναι εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου πολλές προσφυγές που εγείρουν
σημαντικά προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Jenik κατά Αυστρίας,
αρ. 37794/07, 11568/08, 23036/08, 23044/08, 23047/08, 23053/08,
23054/08 και 48865/08, §65, 20 Νοεμβρίου 2012, Dudek κατά Γερμανίας,
αρ. 12977/09, 15856/09, 15892/09, 16119/09, 23 Νοεμβρίου 2010 και Bock
κατά Γερμανίας, αρ. 22051/07, 19 Ιανουαρίου 2010). Έκρινε ιδίως, σ’αυτές
τις αποφάσεις περί απαραδέκτου, ότι οι προσφεύγοντες με την εντατική
χρήση των δικαστικών διαδικασιών που έφτανε μέχρι την προσφυγή
ενώπιον Διεθνούς Δικαστηρίου, συνέβαλαν ιδίως στην συμφόρηση των
εθνικών δικαστηρίων. Εξάλλου στην υπόθεση Αθανασιάσης και 40 άλλοι
κατά Ελλάδας, (αρ. 34339/02, §27, 28 Απριλίου 2005), συμπέρανε ότι η
διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση, αφού
διαπίστωσε ότι μια διαδικαστική παράλειψη των προσφευγόντων στο
στάδιο της έφεσης στέρησε την διαφορά από οποιοδήποτε διακύβευμα που
θα μπορούσε να έχει αυτή για τους προσφεύγοντες.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
12
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
43. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ποσό που
ζητούσαν αρχικά οι ενδιαφερόμενοι ανερχόταν σε 475€. Το ποσό αυτό,
πράγματι επιδικάστηκε από την απόφαση υπ’ αρ. 2570/1999 του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και καταβλήθηκε στους προσφεύγοντες
μετά από την απόρριψη της έφεσης του Δημοσίου από το Διοικητικό
Εφετείου και της αναίρεσης του Δημοσίου από το Συμβούλιο της
Επικρατείας (βλ. ανωτέρω παράγραφοι 9-11). Παρόλα αυτά, οι
προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Δικαστήριο με προσφυγή θεμελιωμένη
αποκλειστικά, υπό τις δύο πλευρές αυτής, στην διάρκεια της διαδικασίας,
θέμα επί του οποίου έχει αποφανθεί επανειλημμένως το Δικαστήριο και
μάλιστα έναντι του καθ’ ου η προσφυγή Κράτους. Επίσης, είναι προφανές
ότι το ποσό που ζητούν οι προσφεύγοντες δεν τελεί σε αναλογία με το ποσό
που επιδικάστηκε κατά την εθνική διαδικασία (προαναφερθείσα απόφαση
Jenik, §65). Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η διαπίστωση της
παραβίασης των άρθρων 6 §1 και 13 στην υπό κρίση υπόθεση αποτελεί
επαρκή δίκαιη ικανοποίηση (Αθανασιάσης και 40 άλλοι κατά Ελλάδας,
προαναφερθείσα απόφαση §27).
Β. Έξοδα και Δικαστική δαπάνη
44. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης 6.000€ καθένας για έξοδα και
δικαστική δαπάνη ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων και ενώπιον του
Δικαστηρίου. Προσκομίζουν φωτοτυπία ενός τιμολογίου που εκδόθηκε στο
όνομα του Χρήστου Μπακιρτζίδη, υπογεγραμμένο από την Δικηγόρο τους
και στο οποίο αναφέρεται το ποσό των 6.940,84€.
45. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό και
αδικαιολόγητο και καλεί το Δικαστήριο να το απορρίψει.
46. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής
δαπάνης σύμφωνα με το άρθρο 41 προϋποθέτει ότι αυτά έχουν αποδειχθεί
ως πραγματικά, αναγκαία και επίσης εύλογα ως προς το ύψος τους
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
13
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
(προαναφερθείσα κατά Ελλάδας, §54). Επιπλέον, δεν μπορούν να
εισπραχθούν παρά μόνο εάν αναφέρονται στην διαπιστωθείσα παραβίαση
( κατά Γερμανίας [GC], αρ. 30943/96, §105, CEDH 2003-VIII).
΄Εχοντας υπόψη τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Δικαστήριο και
τη νομολογία του, κρίνει εύλογο να επιδικάσει από κοινού στους
προσφεύγοντες 500€ για την αιτία αυτή, συν κάθε ποσό που μπορεί να
οφείλεται από πλευράς τους ως φόρος.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
47. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόζει να υπολογισθούν οι τόκοι
υπερημερίας επί του επιτοκίου της διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
1. Κηρύσσει την προσφυγή απαράδεκτη για τους προσφεύγοντες υπ’
αρ. 5, 6, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 59, 76, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 97, 98, 99,
100, 101, 106, 107, 108, 121, 122, 123, 124, 128, 129, 130, 131, 132, 137,
138, 139, 140, 149, 150, 151, 152, 164, 165, 166.
2. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή ως προς τους υπόλοιπους 124
προσφεύγοντες
3. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης
4. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης
5. Αποφαίνεται ότι η ίδια διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί επαρκή
δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ενδεχομένως οι
προσφεύγοντες
6. Αποφαίνεται ότι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
14
Ι.
S.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
α) το καθ’ου η προσφυγή Κράτος πρέπει να καταβάλει, εντός τριών
μηνών, από κοινού στους προσφεύγοντες 500 € (πεντακόσια ευρώ), συν
κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται από τους προσφεύγοντες ως φόρος, για
έξοδα και δικαστική δαπάνη
β) ότι από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή,
τα ποσά αυτά θα αυξάνονται με απλό τόκο με επιτόκιο ίσο προς το ισχύον
κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις
ποσοστιαίες μονάδες
Συντάχτηκε στα γαλλικά και στην συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις
11 Ιουλίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§2 και 3 του Κανονισμού.
André Wampach Elisabeth Steiner
Γραμματέας Πρόεδρος
(υπογραφές)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
15
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
9.
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.
34.
35.
36.
37.
38.
39.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
16
Χ.Μ. κλπ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
40.
41.
42.
43.
44.
45.
46.
47.
48.
49.
50.
51.
52.
53.
54.
55.
56.
57.
58.
59.
60.
61.
62.
63.
64.
65.
66.
67.
68.
69.
70.
71.
72.
73.
74.
75.
76.
77.
78.
79.
80.
81.
82.
83.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
17
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
84.
85.
86.
87.
88.
89.
90.
91.
92.
93.
94.
95.
96.
97.
98.
99.
100.
101.
102.
103.
104.
105.
106.
107.
108.
109.
110.
111.
112.
113.
114.
115.
116.
117.
118.
119.
120.
121.
122.
123.
124.
125.
126.
127.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
18
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
128.
129.
130.
131.
132.
133.
134.
135.
136.
137.
138.
139.
140.
141.
142.
143.
144.
145.
146.
147.
148.
149.
150.
151.
152.
153.
154.
155.
156.
157.
158.
159.
160.
161.
162.
163.
164.
165.
166.
167.
168.
169.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
19
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
20
Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο έγγραφο
Η μεταφράστρια
Μαρία Καραμπάτσα

(Προσφυγή υπ’αρ. 45823/08)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Υπόθεση και λοιποί
Κατά
Ελλάδας
(Προσφυγή υπ’αρ. 45823/08)
Απόφαση
Στρασβούργο, 18 Απριλίου 2013
Η απόφαση αυτή θα γίνει οριστική υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 §2
της Σύμβασης. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές ως προς την μορφή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
1
Ι.Α.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
Στην υπόθεση και λοιποί κατά Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα),
που συνεδρίασε σε Τμήμα με την ακόλουθη σύνθεση:
Elisabeth Berro-Lefèvre, Πρόεδρο,
Elisabeth Steiner,
Khanlar Hajiyev,
Mirjana Lazarova Trajkovska,
Julia Laffranque,
Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Erik Møse, Δικαστές
Και με την σύμπραξη του Søren Nielsen, Γραμματέα Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο, στις 26 Μαρτίου 2013,
Εξέδωσε την παρούσα απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. H υπόθεση προέκυψε μετά από προσφυγή (αρ. 45823/08) που
άσκησαν κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας εβδομήντα οκτώ Έλληνες
υπήκοοι, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στο παράρτημα («οι
προσφεύγοντες») οι οποίοι προσέφυγαν στο Δικαστήριο στις 16
Σεπτεμβρίου 2008 σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών («η
Σύμβαση»).
2. Οι προσφεύγοντες εκπροσωπούνται από την κα Α.Γιαννοπούλου,
Δικηγόρο Αθηνών. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση»)
εκπροσωπείται από τις πληρεξουσίους της, την κα Γ.Παπαδάκη, Πάρεδρο
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και την κα Μ. Γερμάνη, Δικαστική
αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
3. Στις 18 Ιουνίου 2010 η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
2
Ι.Α.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
4. Η Κυβέρνηση αντιτίθεται στην εκδίκαση της προσφυγής από
Επιτροπή. Το Δικαστήριο εξέτασε την ένσταση τη Κυβέρνησης και την
απορρίπτει.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Ι. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ
ΥΠΟΘΕΣΗΣ
5. Οι προσφεύγοντες είναι αγροφύλακες ή κληρονόμοι αγροφυλάκων
(οι υπ’ αρ. 27, 28, 29, 32, 33, 34, 64, 65, 66, 76, 77). Ως αγροφύλακες, οι
δικαιοπάροχοι των κληρονόμων και οι υπόλοιποι προσφεύγοντες («οι
ενδιαφερόμενοι») είχαν το καθεστώς των τοπικών δημοσίων υπαλλήλων
και υπαγόντουσαν στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
6. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, οι ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν στο
Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με αγωγή αποζημίωσης κατά του
Δημοσίου. Ζητούσαν το ποσό των 554,65 € καθένα ως επίδομα επί του
μισθού τους.
7. Στις 30 Ιουνίου 1998, το Διοικητικό Πρωτοδικείο με προδικαστική
απόφαση ανέβαλε την εξέταση της υπόθεσης έως ότου προσκομίσουν οι
ενδιαφερόμενοι τα έγγραφα που έλειπαν από τον φάκελό τους. Η νέα
εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 8 Φεβρουαρίου 1999.
8. Στις 30 Ιουλίου 1999, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε
το αίτημά τους (απόφαση υπ’ αρ. 3090/1999).
9. Στις 4 Ιουνίου 2000, οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν έφεση.
10. Στις 31 Αυγούστου 2004, το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτή την
έφεσή τους και ακύρωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση (απόφαση υπ’ αρ.
10053/2004). Επιδίκασε σε καθένα από τους προσφεύγοντες το ποσό των
554,65 €, ποσό που τους καταβλήθηκε μετά από την απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. κατωτέρω παρ. 12).
11. Στις 14 Ιουνίου 2005, το Δημόσιο άσκησε αναίρεση.
12. Στις 26 Φεβρουαρίου 2009 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε,
ότι σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία δεν μπορούσε να εκδικάσει την
υπόθεση επειδή το Δημόσιο δεν είχε συνοδεύσει την άσκηση αναίρεσης με
θετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Συμβούλιο
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
3
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
της Επικρατείας διέταξε την παραπομπή της υπόθεσης στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών για να αρχειοθετηθεί (απόφαση υπ’ αρ. 191/2009).
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
A. Η ιδιότητα ορισμένων προσφευγόντων ως «θύματος»
13. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Ελευθερία Δημητρίου και οι
κληρονόμοι του Ιωάννη Κωνσταντάκη (προσφεύγοντες υπ’ αρ 27, 28, 29),
του Δήμου Λιάλιου (προσφεύγοντες υπ’αρ. 32, 33, 34), του Παναγιώτη
Τούντα (προσφεύγοντες υπ’αρ. 64, 65, 66) και του Χαράλαμπου
Φουντουκίδη (προσφεύγοντες υπ’αρ. 76 και 77) δεν συμμετείχαν ποτέ στην
επίδικη διαδικασία. Ειδικότερα, όσον αφορά τους κληρονόμους των κων
Κωνσταντάκη, Λιάλιου, Τούντα, Φουντουκίδη, η Κυβέρνηση θεωρεί ότι
δεν προσκομίζουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν την ιδιότητά τους
ως κληρονόμων. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι προαναφερθέντες δεν
έχουν την ιδιότητα του «θύματος» και επομένως η προσφυγή πρέπει να
κριθεί απαράδεκτη ως προς αυτούς.
14. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 34 της Σύμβασης ορίζει ότι
«Τo Δικαστήριo μπoρεί vα επιληφθεί της εξέτασης πρoσφυγής πoυ
υπoβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπo, (…), πoυ ισχυρίζεται ότι είvαι
θύμα παραβίασης, από έvα από τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη, τωv
δικαιωμάτωv πoυ αvαγvωρίζovται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκoλλά της.»
Έτσι, συνάγεται ότι για να πληρεί τις προϋποθέσεις που τίθενται από την
διάταξη αυτή, κάθε ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει
ότι τον αφορά προσωπικά η παραβίαση ή οι παραβιάσεις της Σύμβασης που
επικαλείται. Έτσι, η έννοια του θύματος πρέπει, κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται
αυτόνομα και ανεξάρτητα από εθνικές έννοιες όπως αυτές που αφορούν το
έννομο συμφέρον ή τη νομιμοποίηση του ενδιαφερομένου (βλ. ιδίως Sanles
Sanles κατά Ισπανίας, (απόφ.) αρ. 483555/99, CEDH 2000-XI).
15. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί επανειλημμένως άτομα που είναι κατά
κάποιο τρόπο συγγενείς να υπεισέρχονται στην θέση του προσφεύγοντος
που έχει διεξάγει όλη την εθνική διαδικασία και πέθανε αφού κατέθεσε
προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου (X κατά Γαλλίας, απόφαση της 31ης
Μαρτίου 1992, σειρά Α, αρ. 234-C, σελ. 89, §26, Dalban κατά Ρουμανίας
[GC], αρ. 28114/95, §39, CEDH 1999-VI, Malhous κατά Τσεχικής
Δημοκρατίας, (αποφ.), αρ. 33071/96, CEDH 2000-XII).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
16. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης υποθέσεις όπου το θύμα απεβίωσε
κατά την διάρκεια της εθνικής διαδικασίας και πριν την άσκηση της
προσφυγής. Σε τέτοιες υποθέσεις το Δικαστήριο εξετάζει εάν οι συγγενείς ή
οι κληρονόμοι του αποθανόντος μπορούν οι ίδιοι να ισχυριστούν ότι είναι
θύματα της επικαλούμενης παραβίασης (Fairfield και λοιποί κατά
Ηνωμένου Βασιλείου (αποφ.), αρ. 24790/04, CEDH 2005-VI, Γεωργία
Μακρή και άλλοι κατά Ελλάδας, (αποφ.), αρ. 5977/03, 24 Μαρτίου 2005).
17. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ότι το όνομα Ελευθερία
Δημητρίου αναφέρεται στις εθνικές αποφάσεις στην αρσενική του εκδοχή,
δηλαδή ως Ελευθέριος Δημητρίου. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, μετά από
πληροφορίες που προσκόμισε η δικηγόρος των προσφευγόντων, ότι
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και ότι το όνομα της προσφεύγουσας στις
εθνικές αποφάσεις ήταν εσφαλμένο.
18. Αντίθετα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι κληρονόμοι των των
Κωνσταντάκη, Λιάλιου, Τούντα, Φουντουκίδη οι οποίοι απεβίωσαν κατά
την διάρκεια της διαδικασίας, δεν συμμετείχαν ιδίω ονόματι στην εθνική
διαδικασία που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και δεν
παρενέβησαν στην διαδικασία μετά τον θάνατο των δικαιοπαρόχων τους,
επομένως δεν κατέστησαν διάδικοι ως κληρονόμοι.
19. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφασίζει να κάνει δεκτή την
ένσταση της Κυβέρνησης ως προς τους κληρονόμους των Κωνσταντάκη,
Λιάλιου, Τούντα, Φουντουκίδη (προσφεύγοντες υπ’ αρ. 27, 28, 29, 32, 33,
34, 64, 65, 66, 76 και 77) και να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη ως
προς αυτούς.
Β. Εξάμηνη προθεσμία
20. Η Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση ως προς την μη τήρηση της
εξάμηνης προθεσμίας. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, η οριστική
απόφαση είναι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου της 31ης Αυγούστου
2004 ενώ θεωρεί ότι η αίτηση αναίρεσης είναι σαν να μην υποβλήθηκε
ποτέ. Υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αφού υποβλήθηκε σε
προθεσμία μεγαλύτερη των έξι μηνών από την απόφαση αυτή. Για την
Κυβέρνηση, οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι από την στιγμή
που το Δημόσιο δεν συνόδευσε την αίτηση αναίρεσης με θετική
γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την
εθνική νομοθεσία, η αίτηση αυτή ήταν καταδικασμένη να μην γίνει δεκτή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
5
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
21. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την θέση της Κυβέρνησης.
Υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να ληφθεί ως σημείο έναρξης της εξάμηνης
προθεσμίας η απόφαση υπ’ αρ. 191/2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας
αφού η πληρωμή των ποσών που τους επιδικάστηκε έγινε μόνον μετά την
απόφαση αυτή.
22. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 35§1 της
Σύμβασης δεν μπορεί να επιληφθεί μιας υπόθεσης παρά αφού έχουν
εξαντληθεί τα εθνικά ένδικα μέσα και εντός προθεσμίας έξι μηνών από την
ημερομηνία της τελεσίδικης εθνικής απόφασης. Μόνον τα τακτικά και
πραγματικά ένδικα μέσα μπορούν να ληφθούν υπόψη αφού οι
προσφεύγοντες δεν μπορούν να αναβάλουν την αυστηρή προθεσμία που
επιβάλλει η Σύμβασης προσπαθώντας να καταθέσουν προσφυγές
παράκαιρες ή καταχρηστικές σε αρχές ή θεσμούς που δεν έχουν την
απαραίτητη εξουσία ή αρμοδιότητα για να επιδικάσουν, με βάση την
Σύμβαση, πραγματική αποκατάσταση ως προς την σχετική αιτίαση (Fernie
κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αποφ.), αρ. 14881/04, 5 Ιανουαρίου 2006).
23. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην υπό κρίση υπόθεση το Δημόσιο
είναι αυτό που άσκησε την αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αναίρεση
θεωρώντας ότι το Δημόσιο είχε παραλείψει να λάβει προηγουμένως θετική
γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους όπως το απαιτεί η
εθνική νομοθεσία. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αίτηση αναίρεσης
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι τακτικό ένδικο μέσο του
διοικητικού δικαίου και κάθε διάδικος μπορεί να κάνει χρήση αυτού εάν το
επιθυμεί. Επομένως, δεν μπορούμε να προσάψουμε στους προσφεύγοντες
το ότι περίμεναν το τέλος της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας πριν να προσφύγουν στο Δικαστήριο.
24. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της
Κυβέρνησης. Διαπιστώνει επίσης ότι η προσφυγή δεν είναι αβάσιμη υπό
την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 της Σύμβασης καθώς και ότι δεν
αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο απαραδέκτου. Επομένως πρέπει να
κηρυχθεί παραδεκτή.
ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
6§ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
6
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
25. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας
παραβίασε την αρχή της «λογικής προθεσμίας» όπως αυτή προβλέπεται στο
άρθρο 6§1 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς τoυ δικασθή (…) εvτός λoγικής
πρoθεσμίας υπό δικαστηρίoυ, (…) τo oπoίov θα απoφασίση (…) επί τωv
αμφισβητήσεωv επί τωv δικαιωμάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ αστικής φύσεως
(…)»
26. Η υπό κρίση περίοδος άρχισε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 με την
προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και έληξε στις 26
Φεβρουαρίου 2009 με την υπ’αρ. 191/2009 απόφαση τους Συμβουλίου της
Επικρατείας. Επομένως διήρκεσε δώδεκα έτη και πέντε μήνες περίπου για
τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
Α. Ως προς το παραδεκτό
27. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λογικός χαρακτήρας της διάρκειας
μιας διαδικασίας κρίνεται σύμφωνα με τις πραγματικά περιστατικά της υπό
κρίση υπόθεσης και με βάση κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία
του, και ιδίως τον περίπλοκο χαρακτήρα της υπόθεσης, την συμπεριφορά
του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών, καθώς και το διακύβευμα της
διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender
κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, §43, CEDH 2000-VII).
29. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως υποθέσεις που
εγείρουν θέματα παρόμοια με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης και διαπίστωσε
την παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης (βλ. προαναφερθείσα
Frydlender ).
30. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι χρειάστηκαν
περίπου τέσσερα έτη και τρεις μήνες στο Διοικητικό Εφετείο για να
αποφανθεί επί της έφεσης των προσφευγόντων (από τις 4 Ιουνίου 2000 ως
τις 31 Αυγούστου 2004) και το Συμβούλιο της Επικρατείας χρειάστηκε τρία
έτη και οκτώ μήνες περίπου για να αποφανθεί ως προς την εγκυρότητα της
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
7
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
αναίρεσης του Δημοσίου (από τις 14 Ιουνίου 2005 ως τις 26 Φεβρουαρίου
2009). Η Κυβέρνηση δεν προσκομίζει καμία έγκυρη εξήγηση για τις
προθεσμίες αυτές.
31. Έχοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο
θεωρεί ότι η διάρκεια της επίδικης διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν
ανταποκρίνεται στην απαίτηση της «λογικής προθεσμίας».
32. Επομένως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1.
ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
33. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται επίσης για το ότι στην Ελλάδα
δεν υπάρχει καμία πραγματική προσφυγή για να παραπονεθούν για την
υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας. Επικαλούνται το άρθρο 13 της
Σύμβασης, το οποίο είναι διατυπωμένο ως εξής:
«Παv πρόσωπov τoυ oπoίoυ τα αvαγvωριζόμεvα εv τη παρoύση Συμβάσει
δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαv, έχει τo δικαίωμα πραγματικής
πρoσφυγής εvώπιov εθvικής αρχής, έστω και άv η παραβίασις διεπράχθη
υπό πρoσώπωv εvεργoύvτωv εv τη εκτελέσει τωv δημoσίωv καθηκόvτωv
τoυ.»
Α. Ως προς το παραδεκτό
34. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
35. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 13 εγγυάται μια
πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής που να επιτρέπει στον
ενδιαφερόμενο να παραπονεθεί για την παραβίαση της υποχρέωσης που
προβλέπεται από το άρθρο 6 §1 ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων εντός
λογικής προθεσμίας (βλ. Kudla κατά Πολωνίας [GC], αρ. 30210/96, §156,
CEDH 2000-XI).
36. Εξάλλου το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η
ελληνική έννομη τάξη δεν προσέφερε στους ενδιαφερομένους πραγματική
προσφυγή υπό την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης που να τους
επιτρέπει να παραπονεθούν για την διάρκεια της διαδικασίας (Κόντη-
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
8
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
Αρβανίτη κατά Ελλάδας, αρ. 53401/99, §§29-30, 10 Απριλίου 2003 και
Τσουκαλάς κατά Ελλάδας, αρ. 12286/08, §§37-43, 22 Ιουλίου 2010).
37. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι στις 12 Μαρτίου 2012 δημοσιεύθηκε
ο Νόμος υπ’ αρ. 4055/2012 περί «Δίκαιης δίκης και εύλογης διάρκειας
αυτής», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2012. Τα άρθρα 53 και
επόμενα του νόμου αυτού καθιερώνουν μια νέα προσφυγή που επιτρέπει
στους ενδιαφερομένους να παραπονεθούν για την διάρκεια κάθε βαθμίδας
της διοικητικής δίκης εντός εξάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία της
δημοσίευσης της σχετικής απόφασης. Ωστόσο το Δικαστήριο παρατηρεί ότι
ο νόμος αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, δεν προβλέπει μια τέτοια
προσφυγή για τις υποθέσεις που έχουν ήδη ολοκληρωθεί έξι μήνες πριν την
έναρξη ισχύος του.
38. Στην υπό κρίση υπόθεση, η δίκη ολοκληρώθηκε στις 26
Φεβρουαρίου 2009, δηλαδή πάνω από έξι μήνες πριν την έναρξη ισχύος του
Νόμου υπ’αρ. 4055/2012. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης λόγω της απουσίας στο εθνικό
δίκαιο, κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών, προσφυγής που θα
είχε επιτρέψει στους προσφεύγοντες να δουν την υπόθεσή τους να
εκδικάζεται εντός λογικής προθεσμίας, υπό την έννοια του άρθρου 6 §1 της
Σύμβασης.
IV. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
39. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης,
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή τωv Πρωτoκόλλωv της,
και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συμβαλλόμεvoυ Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά μόvo
ατελή εξάλειψη τωv συνεπειών της παραβίασης αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov
είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη ικαvoπoίηση.»
Α. Ζημία
40. Οι προσφεύγοντες ζητούν καθένας το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ
(6.000€) για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της μεγάλης διάρκειας
της διαδικασίας.
41. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα αιτούμενα ποσά είναι υπερβολικά
και ότι η διαπίστωση της παραβίασης θα αποτελούσε επαρκή δίκαιη
ικανοποίηση.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
9
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει κρίνει επανειλημμένως
απαράδεκτες προσφυγές που αφορούν την διάρκεια της εθνικής
διαδικασίας, λόγω της απουσίας εύλογης αναλογικότητας ανάμεσα στο
διακύβευμα της επίδικης εθνικής διαδικασίας και στο διακύβευμα που
εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ιδίως ότι εξακολουθούν να
είναι εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου πολλές προσφυγές που εγείρουν
σημαντικά προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Jenik κατά Αυστρίας,
αρ. 37794/07, 11568/08, 23036/08, 23044/08, 23047/08, 23053/08,
23054/08 και 48865/08, §65, 20 Νοεμβρίου 2012, Dudek κατά Γερμανίας,
αρ. 12977/09, 15856/09, 15892/09, 16119/09, 23 Νοεμβρίου 2010 και Bock
κατά Γερμανίας, αρ. 22051/07, 19 Ιανουαρίου 2010). Έκρινε ιδίως, σ’αυτές
τις αποφάσεις περί απαραδέκτου, ότι οι προσφεύγοντες με την εντατική
χρήση των δικαστικών διαδικασιών που έφτανε μέχρι την προσφυγή
ενώπιον Διεθνούς Δικαστηρίου, συνέβαλαν ιδίως στην συμφόρηση των
εθνικών δικαστηρίων. Εξάλλου στην υπόθεση Αθανασιάσης και 40 άλλοι
κατά Ελλάδας, (αρ. 34339/02, §27, 28 Απριλίου 2005), συμπέρανε ότι η
διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση, αφού
διαπίστωσε ότι μια διαδικαστική παράλειψη των προσφευγόντων στο
στάδιο της έφεσης στέρησε την διαφορά από οποιοδήποτε διακύβευμα που
θα μπορούσε να έχει αυτή για τους προσφεύγοντες.
43. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ποσό που
ζητήθηκε αρχικά από τους προσφεύγοντες ήταν 554,65 €, και ότι το ποσό
αυτό επιδικάστηκε πράγματι από την απόφαση υπ’αρ. 10053/2004 του
Διοικητικού Εφετείου, και καταβλήθηκε στους προσφεύγοντες μετά την
απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας της αναίρεσης του Δημοσίου
(βλ. ανωτέρω παρ. 10). Παρόλα αυτά, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο
Δικαστήριο με προσφυγή η οποία ήταν αποκλειστικά θεμελιωμένη, ως προς
δύο πλευρές, στην διάρκεια της διαδικασίας, ένα θέμα επί του οποίου έχει
επανειλημμένως αποφανθεί το Δικαστήριο, και ως προς το καθ’ ου η
προσφυγή Κράτος. Επίσης είναι προφανές ότι το ποσό που ζητούν οι
προσφεύγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου λόγω ηθικής βλάβης δεν είναι
ανάλογο προς το ποσό που επιδικάστηκε από την εθνική διαδικασία
(προαναφερθείσα απόφαση Jenik, §65). Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί
ότι η διαπίστωση της παραβίασης των άρθρων 6§1 και 13 αποτελεί επαρκή
δίκαιη ικανοποίηση (προαναφερθείσα Αθανασιάδης και 40 άλλοι, §27).
Β. Έξοδα και Δικαστική δαπάνη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
10
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
44. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης 6.000€ καθένας για έξοδα και
δικαστική δαπάνη ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων και ενώπιον του
Δικαστηρίου. Προσκομίζουν φωτοτυπία ενός τιμολογίου που εκδόθηκε στο
όνομα του Ιωάννη Αναστασιάδη, υπογεγραμμένο από την Δικηγόρο τους
και στο οποίο αναφέρεται το ποσό των 4.770,42€.
45. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό και
αδικαιολόγητο και καλεί το Δικαστήριο να το απορρίψει.
46. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής
δαπάνης σύμφωνα με το άρθρο 41 προϋποθέτει ότι αυτά έχουν αποδειχθεί
ως πραγματικά, αναγκαία και επίσης εύλογα ως προς το ύψος τους (
προαναφερθείσα Ιατρίδης κατά Ελλάδας, §54). Επιπλέον, δεν μπορούν να
εισπραχθούν παρά μόνο εάν αναφέρονται στην διαπιστωθείσα παραβίαση
(Sahin κατά Γερμανίας [GC], αρ. 30943/96, §105, CEDH 2003-VIII).
΄Εχοντας υπόψη τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Δικαστήριο και
τη νομολογία του κρίνει εύλογο να επιδικάσει από κοινού στους
προσφεύγοντες 500€ για την αιτία αυτή, συν κάθε ποσό που μπορεί να
οφείλεται από πλευράς τους ως φόρος.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
47. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόζει να υπολογισθούν οι τόκοι
υπερημερίας επί του επιτοκίου της διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
1. Κηρύσσει την προσφυγή απαράδεκτη για τους προσφεύγοντες υπ’
αρ. 27, 28, 29, 32, 33, 34, 64, 65, 66, 76, 77
2. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή ως προς τους υπόλοιπους 67
προσφεύγοντες
3. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης
4. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης
5. Αποφαίνεται ότι η ίδια διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί επαρκή
δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ενδεχομένως οι
προσφεύγοντες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
11
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
6. Αποφαίνεται ότι
α) το καθ’ου η προσφυγή Κράτος πρέπει να καταβάλει, εντός τριών
μηνών, από κοινού στους προσφεύγοντες 500 € (πεντακόσια ευρώ), συν
κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται από τους προσφεύγοντες ως φόρος
β) ότι από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή,
τα ποσά αυτά θα αυξάνονται με απλό τόκο με επιτόκιο ίσο προς το ισχύον
κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις
ποσοστιαίες μονάδες
Συντάχτηκε στα γαλλικά και στην συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις
18 Απριλίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§2 και 3 του Κανονισμού.
Søren Nielsen Isabelle Berro-Lefèvre
Γραμματέας Πρόεδρος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
12
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
13
I.A. και λοιποί
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
14
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
15
Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο έγγραφο
Η μεταφράστρια
Μαρία Καραμπάτσα

(Προσφυγή αριθ. 35332/05)

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ
κατά ΕΛΛΑΔΑΣ
(Προσφυγή αριθ. 35332/05)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
21 Φεβρουαρίου 2008
Η παρούσα απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα με τους όρους που
προβλέπονται από το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποστεί τυπικές
διορθώσεις.
-Ακριβές αντίγραφο.
Στρασβούργο, 21.02.2008
(υπογραφή)
S. NIELSEN – Γραμματέας Τμήματος
Στην υπόθεση κατά
Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (πρώτο τμήμα),
συνεδριάζοντας σε τμήμα αποτελούμενο από τους:
Λουκή Λουκαΐδη, πρόεδρο,
Χρήστο Ροζάκη,
Nina Vajić,
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
Khanlar Hajiyev,
Dean Spielmann,
Sverre Erik Jebens,
Giorgio Malinverni, δικαστές,
και τον Søren Nielsen, γραμματέα τμήματος.
Αφού διασκέφθηκε σε συμβούλιο στις 31 Ιανουαρίου 2008,
Εκδίδει την πιο κάτω απόφαση, η οποία ελήφθη την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση έχει εισαχθεί με μία προσφυγή (αριθ. 35332/05) στρεφόμενη
κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας από μία ελληνική εταιρία που εδρεύει στον Άγιο
Νικόλαο στην Κρήτη, την « » («η
προσφεύγουσα εταιρία»), η οποία προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 13
Σεπτεμβρίου 2005 δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την προστασία των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).
2. Η προσφεύγουσα εταιρία εκπροσωπείται από τους κυρίους Κώστα και
Ιωάννη Χορομίδη, δικηγόρους του συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Η Ελληνική
Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπείται από τους απεσταλμένους του
αντιπροσώπου της, κύριο K. Γεωργιάδη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους, και κυρία Μ. Παπίδα, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους.
3. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται, υπό το πρίσμα του άρθρου 6 § 1
της Σύμβασης, για τη διάρκεια της επίδικης διαδικασίας και, υπό το πρίσμα του
άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1, για παραβίαση του δικαιώματός της για σεβασμό
της περιουσίας της.
4. Στις 27 Νοεμβρίου 2006, το Δικαστήριο αποφάσισε να κοινοποιήσει την
προσφυγή στην Κυβέρνηση. Επικαλούμενο τις διατάξεις του άρθρου 29 § 3 της
Σύμβασης, αποφάσισε να εξετάσει συγχρόνως το παραδεκτό και το βάσιμο της
υπόθεσης.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Α. Η γένεση της υπόθεσης
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
5. Η προσφεύγουσα εταιρία ιδρύθηκε το 1972 με σκοπό την παροχή
ποιοτικών τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Το 1972, 1973 και 1974, απέκτησε
διαδοχικά μία έκταση περίπου δεκαέξι εκταρίων κείμενη στην Κρήτη, στη χερσόνησο
της Σπιναλόγκα και στην περιοχή της Ελούντα, με σκοπό την κατασκευή ενός
ξενοδοχειακού συγκροτήματος.
6. Το 1973, η προσφεύγουσα εταιρία υπέβαλε στον Ελληνικό Οργανισμό
Τουρισμού («ΕΟΤ») ένα σχέδιο ανέγερσης ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος
χωρητικότητας 606 κλινών επί του προαναφερόμενου οικοπέδου. Στις 12 Νοεμβρίου
1973, με την πράξη αριθ. 551898/1973, ο ΕΟΤ ενέκρινε το εν λόγω σχέδιο.
Β. Η λήψη περιοριστικών μέτρων για την οικοδόμηση του επίμαχου
οικοπέδου
7. Κατά την περίοδο αγοράς του οικοπέδου, η ανέγερση ενός ξενοδοχειακού
συγκροτήματος δεν απαγορευόταν από την εφαρμοστέα νομοθεσία. Οι όροι δόμησης
για την επίμαχη έκταση καθορίζονταν από το άρθρο 5 § 1 του προεδρικού
διατάγματος της 23 Οκτωβρίου 1928 «για τους όρους δόμησης κτιρίων σε περιοχές
εντός ή εκτός της αστικής ζώνης». Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η οικοδόμηση
κτιρίων σε οικόπεδα εκτός αστικής ζώνης επιτρεπόταν υπό τον όρο ότι η επιφάνεια
του οικοπέδου υπερέβαινε τα 4.000 τμ και ότι το ανεγειρόμενο κτίριο δεν υπερέβαινε
το 10% της επιφάνειας του οικοπέδου. Το 1970, δυνάμει απόφασης του υφυπουργού
παρά την Προεδρεία της Κυβερνήσεως, η περιοχή της Ελούντα χαρακτηρίστηκε
«τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Το 1976, με υπουργική απόφαση, η
χερσόνησος της Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε «αρχαιολογικός χώρος». Δεν επήλθε
κανένας συγκεκριμένος περιορισμός ως προς την οικοδομησιμότητα των οικοπέδων
που βρίσκονταν στην περιοχή της Ελούντα δυνάμει των πιο πάνω αναφερόμενων
αποφάσεων.
8. Το 1976, η προσφεύγουσα εταιρία υπέβαλε στην 14η Εφορεία κλασσικών
αρχαιοτήτων το τελικό σχέδιο για την ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος
χωρητικότητας 612 κλινών επί του επίμαχου οικοπέδου. Στις 28 Ιανουαρίου 1977, το
υπουργείο Πολιτισμού έκανε δεκτή την εν λόγω αίτηση προβαίνοντας ωστόσο σε
κάποιους περιορισμούς: περιόρισε τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου σε 350 κλίνες
και επέβαλε επίσης τροποποιήσεις ως προς το μέγιστο ύψος του προβλεπόμενου
οικοδομήματος. Η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι η τροποποίηση του
σχεδίου ανέγερσης, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου,
ανέτρεψε τα οικονομικά δεδομένα της επένδυσης και επέβαλε de facto την εκπόνηση
ενός νέου σχεδίου.
9. Στις 21 Ιουνίου 1984, ο υπουργός Πολιτισμού απέρριψε την αίτηση της
προσφεύγουσας εταιρίας για την ανέγερση του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, αφού
έκρινε ότι το προς οικοδόμηση οικόπεδο βρισκόταν σε μία περιοχή που είχε κηρυχθεί
αρχαιολογικός χώρος και τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ειδικότερα, ο υπουργός
Πολιτισμού έκρινε ότι κοντά στο επίμαχο οικόπεδο βρισκόταν μία παλαιοχριστιανική
βασιλική, η οποία είχε χαρακτηρισθεί ιστορικό μνημείο και στην οποία η δημιουργία
ξενοδοχείου θα προκαλούσε σημαντικές βλάβες (πράξη αριθ. 1153/21.6.1984).
10. Στις 28 Ιουνίου 1984, ο υπουργός Πολιτισμού κήρυξε την περιοχή «ζώνη
Α – απόλυτης προστασίας», ήτοι μία ζώνη όπου απαγορεύεται πλήρως η δόμηση,
όποια κι αν είναι η φύση της (πράξη αριθ. 1213/28.6.1984).
11. Στις 30 Ιουνίου 1986, η Αρχαιολογική Υπηρεσία επικύρωσε την
απαγόρευση οποιασδήποτε ανέγερσης οικοδομής επί της ιδιοκτησίας της
προσφεύγουσας εταιρίας.
12. Η προσφεύγουσα εταιρία ματαίως προέβη στη συνέχεια σε διάφορες
ενέργειες ενώπιον των αρμοδίων αρχών προκειμένου να ανανεωθεί η αρχική
οικοδομική άδεια για ξενοδοχειακό συγκρότημα 350 κλινών.
Γ. Οι αιτήσεις απαλλοτρίωσης και η προσφυγή στο Συμβούλιο της
Επικρατείας
13. Στις 2 Μαρτίου 1993, η προσφεύγουσα εταιρία απηύθυνε αίτηση στον
υπουργό Πολιτισμού με την οποία ζητούσε την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της
υποστηρίζοντας ότι το βάρος που επέβαλε η πλήρης απαγόρευση δόμησης είχε
καταστήσει de facto ανίσχυρο το δικαίωμα ιδιοκτησίας της.
14. Το υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε τη γνωμοδότηση της 14ης Εφορείας
κλασσικών αρχαιοτήτων και της 13ης Εφορείας βυζαντινών και μεταβυζαντινών
αρχαιοτήτων οι οποίες προέβησαν σε επιτόπια αυτοψία. Οι εισηγήσεις που
συνέταξαν οι πιο πάνω αναφερόμενες υπηρεσίες βεβαίωσαν την απουσία
αρχαιοτήτων στην επιφάνεια του οικοπέδου καθώς και την ύπαρξη μία
παλαιοχριστιανικής εκκλησίας σε απόσταση 200 μέτρων από το πλησιέστερο όριο
του οικοπέδου. Οι εισηγήσεις πρότειναν τη μη απαλλοτρίωση του επίμαχου
οικοπέδου.
15. Στις 3 Αυγούστου 1998, η προσφεύγουσα εταιρία απηύθυνε προς τους
υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομικών μία νέα αίτηση απαλλοτρίωσης. Καθώς η
διοίκηση δεν απάντησε στην προσφεύγουσα εταιρία εντός της προβλεπόμενης
προθεσμίας, εκείνη κατέθεσε, στις 28 Νοεμβρίου 1998, ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, μία αίτηση ακύρωσης κατά της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να
προβεί στην απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της. Η προσφεύγουσα εταιρία
υποστήριζε μεταξύ άλλων ότι η άρνηση της διοίκησης να προβεί στην απαλλοτρίωση
του επίμαχου οικοπέδου έθιγε το δικαίωμά της για προστασία της περιουσίας της,
όπως αυτό καθιερώνεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος και 1 του Πρωτοκόλλου
αριθ.1 της Σύμβασης. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα εταιρία υποστήριζε ότι το
επίμαχο οικόπεδο ήταν οικοδομήσιμο σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την
περίοδο της απόκτησής του. Πρόσθετε ότι η προοδευτική επιβολή περιορισμών που
κατέληξαν στη ολοκληρωτική μη οικοδομησιμότητα της ιδιοκτησίας της
αποδείχθηκε πως ήταν ένα υπερβολικό βάρος το οποίο επέφερε την πλήρη υποτίμηση
της αξίας της ιδιοκτησίας της. Για την προσφεύγουσα εταιρία, η εν λόγω
συμπεριφορά της διοίκησης ισοδυναμούσε με μία de facto απαλλοτρίωση σε άμεση
αντίφαση με το δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας.
16. Στις 30 Αυγούστου 2001, η προσφεύγουσα εταιρία κατέθεσε πρόσθετους
λόγους ακύρωσης, δυνατότητα την οποία προβλέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
17. Μετά από πολλές αναβολές λόγω αλλαγής εισηγητή και αρμοδίου
τμήματος για την εξέταση της υπόθεσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε
την αίτηση ακύρωσης στις 30 Μαρτίου 2005. Ειδικότερα, το ανώτατο διοικητικό
δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση υποχρεούται να απαλλοτριώνει ένα οικόπεδο μόνο
στις περιπτώσεις που οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί επί αυτού συνεπάγονται την
μερική ή ολική μη δυνατότητα εκμετάλλευσής του κατά τον προορισμό του. Ωστόσο,
στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε ότι το επίδικο
οικόπεδο βρισκόταν εκτός αστικής ζώνης και ότι, συνεπώς, προοριζόταν
αποκλειστικά λόγω της φύσης του για γεωργική, πτηνοτροφική, δασοπονική
εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε
ότι εν προκειμένω κανένας μερικός ή απόλυτος περιορισμός δεν είχε θίξει την
επίμαχη ιδιοκτησία και ότι η επίδικη κατάσταση δεν ισοδυναμούσε με απαλλοτρίωση
(απόφαση αριθ. 982/2005).
ΙΙ. ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ
Α. Το Σύνταγμα
18. Τα εφαρμοστέα άρθρα του Συντάγματος έχουν ως εξής:
Άρθρο 17
«1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα
όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του
γενικού συμφέροντος.
2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια
ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο
νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού έχει προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να
ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο
της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της
αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της
αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής
συζήτησης στο δικαστήριο
(...)»
Άρθρο 24
1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί
υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το
Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά
μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την
προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου
συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού
των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την εθνική
οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το
δημόσιο συμφέρον.
2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η
πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά
περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους,
με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών
και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.
Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες
της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του
Κράτους.
3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί
πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν
υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των
εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και
χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες
για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως
νόμος ορίζει.
4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που
χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της
σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή
τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά
ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής.
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην
αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. Οι ελεύθερες
εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται για τη
δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες
της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.
6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία
προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την
πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας,
καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.
Ερμηνευτική δήλωση:
Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών
με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί
με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της
αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα
(δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική
έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση,
υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.
19. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η διοίκηση
υποχρεούται να αποζημιώνει τον ιδιοκτήτη ενός οικοπέδου, όταν μέτρα που
στοχεύουν στην προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος περιορίζουν
σημαντικά, με μερικό ή απόλυτο τρόπο, τη χρήση της εν λόγω ιδιοκτησίας βάσει του
προορισμού της (αποφάσεις αριθ. 2876/2004 και 3000/2005).
Β. Ο Εισαγωγικός Νόμος του αστικού κώδικα
20. Τα άρθρα 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα έχουν
ως εξής:
Άρθρο 105
«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την
άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται
σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση
διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το
δημόσιο ευθύνεται είς ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη
των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.»
Άρθρο 106
«Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την
ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται
στην υπηρεσία τους.»
21. Η διάταξη αυτή καθιερώνει την έννοια της ειδικής αδικοπραξίας δημοσίου
δικαίου, θεσπίζοντας μία εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου. Αυτή η ευθύνη είναι
αποτέλεσμα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων. Οι συγκεκριμένες πράξεις μπορούν
να είναι, όχι μόνον νομικές, αλλά και υλικές πράξεις της διοίκησης,
συμπεριλαμβανομένων και των καταρχήν μη εκτελεστών πράξεων (Κυριακόπουλος,
Σχόλια του Αστικού Κώδικα, άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού
Κώδικα, αριθ. 23 – Φίλιος, Δίκαιο των συμβάσεων, ειδικό μέρος, τόμος 6, ποινική
ευθύνη 1977, παρ. 48 Β 112 – Ε. Σπηλιωτόπουλος, Διοικητικό Δίκαιο, τρίτη έκδοση,
παρ. 217 – Απόφαση αριθ. 535/1971 του Αρείου Πάγου, Νομικό Βήμα 19, σελ. 1414
– Απόφαση αριθ. 492/1967 του Αρείου Πάγου, Νομικό Βήμα 16, σελ. 75). Το
παραδεκτό της αγωγής αποζημίωσης τελεί υπό μία προϋπόθεση: την παράνομη φύση
της πράξης ή της παράλειψης.
Γ. Το προεδρικό διάταγμα της 23 Οκτωβρίου 1928 «για τους όρους
δόμησης κτιρίων σε περιοχές εντός ή εκτός της αστικής ζώνης»
22. Το άρθρο 5 § 1 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος προβλέπει:
«Η οικοδόμηση εκτός αστικών ζωνών επιτρέπεται μόνο σε οικόπεδα
επιφάνειας τουλάχιστον 4.000 τμ και υπό την προϋπόθεση ότι το
ανεγειρόμενο ακίνητο δεν κατέχει περισσότερο από 10% της συνολικής
επιφάνειας του οικοπέδου (…)»
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
23. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται για τη διάρκεια της διαδικασίας
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία ολοκληρώθηκε με την απόφασή
του αριθ. 982/2005. Επικαλείται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, τα εφαρμοστέα
τμήματα του οποίου έχουν ως εξής:
«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή (…) εντός
λογικής προθεσμίας υπό (…) δικαστηρίου (…), το οποίον θα αποφασίση (…)
επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής
φύσεως (…)»
24. Η Κυβέρνηση αντικρούει τη θέση αυτή. Υποστηρίζει ειδικότερα ότι η
υπόθεση ήταν πολύπλοκη και ότι οι καθυστερήσεις στη συνέχιση της διαδικασίας
οφείλονταν στην αλλαγή των εισηγητών και αρμοδίων τμημάτων εντός του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η προσφεύγουσα εταιρία
κατέθεσε δικόγραφο το οποίο περιελάμβανε νέους λόγους ακύρωσης, κάτι που
οδήγησε σε επιβράδυνση της διαδικασίας.
25. Η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι η υπόθεση δεν παρουσίαζε
καμία ιδιαίτερη πολυπλοκότητα και ότι η διάρκεια της επίδικης διαδικασίας ήταν
υπερβολική και ουδόλως αιτιολογημένη.
Α. Επί του παραδεκτού
26. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη με την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει
επιπλέον ότι αυτή δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου. Πρέπει
επομένως να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Επί της ουσίας
1. Η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη
27. Η επίδικη διαδικασία άρχισε στις 28 Νοεμβρίου 1998, με την κατάθεση
της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από την
προσφεύγουσα εταιρία και περατώθηκε στις 30 Μαρτίου 2005, ημερομηνία της
απόφασης αριθ. 982/2005 του εν λόγω δικαστηρίου. Η περίοδος που πρέπει να
ληφθεί υπόψη διήρκεσε επομένως έξι έτη και περισσότερο από τέσσερις μήνες για
έναν βαθμό δικαιοδοσίας.
2. Εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας
28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μίας
διαδικασίας εκτιμάται σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης και λαμβανομένων
υπόψη των κριτηρίων που έχουν καθιερωθεί από την νομολογία, και ειδικότερα την
πολυπλοκότητα της υπόθεσης, την συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των
αρμοδίων αρχών, καθώς και της σημασίας της διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους
(βλέπε, μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, § 43,
CEDH 2000-VII).
29. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει πολλές φορές υποθέσεις που εγείρουν
ζητήματα παρόμοια με εκείνα της προκείμενης υπόθεσης και έχει διαπιστώσει την
παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης (βλέπε Ελμαλιώτης και Κωνσταντινίδης
κατά Ελλάδας, αριθ. 28819/04, §§ 32-36, 25 Ιανουαρίου 2007).
30. Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο
θεωρεί ότι η Κυβέρνηση δεν εξέθεσε κανένα γεγονός ή επιχείρημα που να μπορεί να
οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην παρούσα περίπτωση. Ειδικότερα, το
Δικαστήριο επιβεβαιώνει καταρχήν ότι τα συμβαλλόμενα Κράτη έχουν την ευθύνη να
οργανώσουν το δικαστικό σύστημά τους κατά τρόπο ώστε τα δικαστήριά τους να
μπορούν να εξασφαλίσουν σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να επιτύχει μία τελεσίδικη
απόφαση επί των αμφισβητήσεων των σχετικών με τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις του αστικής φύσεως μέσα σε λογική προθεσμία (βλέπε Comingersoll
S.A. κατά Πορτογαλίας [GC], no. 35382/97, § 24, CEDH 2000-IV).
31. Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η κατάθεση από την εταιρία
ενός δικογράφου που περιελάμβανε πρόσθετους λόγους ακύρωσης, δυνατότητα που
προβλέπει το εθνικό δίκαιο, δεν μπορεί να καταλογιστεί στην εταιρία ως στοιχείο που
συνέβαλε στην επιβράδυνση της διαδικασίας. Αποτελεί κυρίως ευθύνη της
Κυβέρνησης να λάβει υπόψη τα διαδικαστικά μέσα που προσφέρονται στον
διοικούμενο στη διάρκεια κάθε δικαστικής διαδικασίας, προκειμένου να καθορίσει τα
διαστήματα μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων και να φροντίσει ώστε η επίδικη
διαδικασία να ολοκληρωθεί εντός λογικής προθεσμίας. Ενόψει των όσων
προηγούνται και του γεγονότος ότι η επίδικη διαδικασία δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη
πολυπλοκότητα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι εν προκειμένω η διάρκεια της επίδικης
διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση της «λογικής
προθεσμίας».
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
ΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΙΘ. 1
32. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται για την ολική στέρηση της
χρήσεως της περιουσίας της λόγω του χαρακτηρισμού του επίδικου οικοπέδου ως
«Ζώνη Α – απόλυτης προστασίας». Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι τόσο η συμπεριφορά
των διοικητικών αρχών όσο και η απόφαση αριθ. 982/2005 του Συμβουλίου της
Επικρατείας εκμηδένισαν την αξία της περιουσίας της, χωρίς να προβλεφθεί η
καταβολή κάποιας αποζημίωσης. Επικαλείται το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1
που έχει ως εξής:
«Έκαστο φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της
περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά
μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας και σύμφωνα με τους όρους που
προβλέπονται από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.
Οι προηγούμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα των Κρατών να
θεσπίζουν τους νόμους που κρίνουν απαραίτητους για να ρυθμίσουν τη χρήση
των αγαθών σύμφωνα με το γενικό συμφέρον και να εξασφαλίσουν την
πληρωμή των φόρων ή άλλων συνεισφορών ή των προστίμων.»
Α. Ισχυρισμοί των διαδίκων
1. Η Κυβέρνηση
33. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει καταρχήν το απαράδεκτο της αιτίασης αυτής
για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν άσκησε ενώπιον των διοικητικών
δικαστηρίων αγωγή αποζημίωσης στη βάση του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος
καθώς και των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την αγωγή στη βάση του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος,
η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει την αποζημίωση του
ενδιαφερομένου όταν μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος θίγουν την περιουσία
του. Σημειώνει ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας, η υποχρέωση αποζημίωσης απορρέει απευθείας από τη συνταγματική
διάταξη χωρίς να υφίσταται ανάγκη ψήφισης του εκτελεστικού νόμου στον οποίο
αναφέρεται το άρθρο 24 § 6. Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δημόσιο
υποχρεούται να αποζημιώνει τους ενδιαφερομένους σε περιπτώσεις όπου θίγεται
σημαντικά η χρήση της επίμαχης περιουσίας κατά τον προορισμό της. Επιπλέον, σε
ό,τι αφορά την αγωγή αποζημίωσης στη βάση των άρθρων 105 και 106 του
εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι διατάξεις
αυτές καθιερώνουν την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου η οποία αποτελεί
αποτέλεσμα παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου.
34. Επί της ουσίας, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε
επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας για σεβασμό της περιουσίας
της. Για την Κυβέρνηση, το επιβληθέν επί της επίμαχης ιδιοκτησίας βάρος
εξυπηρετούσε έναν νόμιμο σκοπό, εκείνον της προστασίας του πολιτιστικού
περιβάλλοντος. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίμαχο οικόπεδο
βρισκόταν εκτός της αστικής ζώνης και ως εκ τούτου προοριζόταν μόνο για
γεωργική, αμπελουργική ή δασοπονική εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού.
2. Η προσφεύγουσα εταιρία
35. Σε ό,τι αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Κυβέρνηση, η
προσφεύγουσα εταιρία ανταπαντά ότι η αιτίασή της ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας αφορούσε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και επιχειρήματα που θα
μπορούσαν να έχουν αποτελέσει αντικείμενο αγωγών είτε στη βάση του άρθρου 24 §
6 του Συντάγματος ή στη βάση των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του
αστικού κώδικα.
36. Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα εταιρία αντικρούει την ορθότητα του
κριτηρίου που εφάρμοσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο μέτρο που αυτό δε
λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το οικόπεδο ήταν οικοδομήσιμο κατά την περίοδο
απόκτησή του. Στο σημείο αυτό, η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι οι
περιορισμοί που επιβλήθηκαν σταδιακά επί του οικοπέδου της εκμηδένισαν πρακτικά
την αξία του, γεγονός που συνιστά, στην πραγματικότητα, μία de facto
απαλλοτρίωση.
Α. Επί του παραδεκτού
37. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η βάση του κανόνα της εξάντλησης των
εθνικών ενδίκων μέσων που διατυπώνεται στο άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης
συνίσταται στο ότι, πριν να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων
πρέπει να έχει δώσει στο υπεύθυνο Κράτος την δυνατότητα να επανορθώσει τις
επικαλούμενες παραβιάσεις με τα εθνικά μέσα, χρησιμοποιώντας τα δικαστικά
βοηθήματα που προσφέρονται από την εθνική νομοθεσία αρκεί αυτά να
αποδεικνύονται αποτελεσματικά και επαρκή (βλέπε, μεταξύ άλλων, την απόφαση
Fressoz et Roire κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 29183/95, § 37, CEDH 1999-I). Πράγματι,
το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης δεν προβλέπει παρά μόνον την εξάντληση των
ενδίκων μέσων που πράγματι σχετίζονται με τις επίδικες παραβιάσεις και είναι
διαθέσιμα και επαρκή. Πρέπει να υπάρχουν σε επαρκή βαθμό βεβαιότητος, όχι μόνον
στην θεωρία, αλλά και στην πράξη, άλλως στερούνται της απαιτούμενης
αποτελεσματικότητας και προσβασιμότητας. Το εναγόμενο Κράτος έχει την ευθύνη
να καταδείξει ότι οι απαιτήσεις αυτές εκπληρώνονται σωρευτικά (βλέπε, μεταξύ
άλλων, Dalia κατά Γαλλίας, απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 1998, Recueil des arrêts
et décisions 1997-I, σελ. 87, § 38). Τέλος, εκείνος ο οποίος άσκησε ένδικο μέσο από
τη φύση του ικανό να θεραπεύσει άμεσα –και όχι κατά έμμεσο τρόπο- την επίδικη
κατάσταση, δεν υποχρεούται να εξαντλήσει άλλα στα οποία είχε δικαίωμα αλλά των
οποίων η αποτελεσματικότητα θα ήταν αβέβαιη (Μανουσάκης και λοιποί κατά
Ελλάδας, απόφαση της 26 Σεπτεμβρίου 1996, Recueil 1996-IV, § 33).
38. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει, καταρχήν, ότι η προσφεύγουσα
εταιρία παραπονείται για τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν σταδιακά επί του
οικοπέδου της, κατάσταση η οποία οδήγησε σε πλήρη μη οικοδομησιμότητα αυτού
και έφθασε στο αποκορύφωμα με την απόρριψη της αίτησης ακύρωσής της με την
απόφαση αριθ. 982/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, παραπονείται
για το κριτήριο που εφάρμοσε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, σχετικά με τον
προορισμό χρήσης των οικοπέδων εκτός αστικής ζώνης, που το οδήγησε να
απορρίψει την αίτησή του. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της
Επικρατείας αποτελούσε την τελεσίδικη εθνική απόφαση, μέσα στα πλαίσια της
επίδικης διαδικασίας, χωρίς να προβλέπεται κανένα ένδικο μέσο κατά αυτής.
Συνεπώς, η προσφεύγουσα εταιρία δεν έπρεπε να εξαντλήσει κανένα πρόσθετο
ένδικο μέσο πριν υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου την παρούσα αιτίαση.
39. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αίτηση ακύρωσης της
προσφεύγουσας εταιρίας στρεφόταν κατά της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να
προβεί στην απαλλοτρίωση του επίμαχου οικοπέδου λόγω της πλήρους στέρησης της
χρήσεώς του. Μέσω της αίτησης αυτής, η προσφεύγουσα εταιρία προέβαλε ρητά
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την εικαζόμενη προσβολή του δικαιώματος
για προστασία της περιουσίας της. Συνεπώς, και σε κάθε περίπτωση, δεν θα
μπορούσαμε να απαιτήσουμε από εκείνη να χρησιμοποιήσει άλλα ένδικα μέσα.
40. Τέλος, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε πιο πάνω παράγραφο 19), το άρθρο 24 § 6 του
Συντάγματος μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση αποζημίωσης λόγω στέρησης της
χρήσεως μίας ιδιοκτησίας σε περίπτωση όπου υπάρχει ουσιώδης προσβολή της
χρήσης της επίμαχης ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της. Ωστόσο, η προσφεύγουσα
εταιρία παραπονείται ειδικότερα για το κριτήριο που εφάρμοσε το Συμβούλιο της
Επικρατείας και το οποίο αφορούσε τον προορισμό του δεσμευμένου οικοπέδου.
Συνεπώς, η άσκηση ενδίκου μέσου στη βάση του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος δε
θα ήταν αποτελεσματική με την έννοια του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης, αφού το
επιληφθέν δικαστήριο θα είχε εφαρμόσει το κριτήριο για το οποίο παραπονείται η
προσφεύγουσα εταιρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά το αίτημα
αποκατάστασης στη βάση των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του
αστικού κώδικα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα επιληφθέντα διοικητικά δικαστήρια
θα δεσμεύονταν όσον φορά τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης αποζημίωσης από το
κριτήριο που είχε προηγουμένως εφαρμόσει το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, ήτοι
ότι το δεσμευμένο οικόπεδο προοριζόταν σε κάθε περίπτωση για γεωργική,
αμπελουργική ή δασική εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού. Συνεπώς, δε θα
ήταν σύμφωνο προς το πνεύμα του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης να απαιτηθεί από
την προσφεύγουσα εταιρία να εισάγει ένα νέο κύκλο διαδικασιών ενώπιον των
εθνικών δικαστηρίων οι οποίες θα οδηγούσαν με βεβαιότητα στην εφαρμογή του
κριτηρίου που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
41. Ενόψει των όσων προηγούνται, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η
προσφεύγουσα εταιρία έκανε φυσιολογική χρήση των ενδίκων μέσων που είχε στη
διάθεσή της στο ελληνικό δίκαιο. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η ένσταση περί μη
εξάντλησης των εθνικών ενδίκων μέσων που προέβαλε η Κυβέρνηση. Επιπλέον, το
Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη με την
έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει επιπλέον ότι αυτή
δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί
παραδεκτή.
Β. Επί της ουσίας
42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, το άρθρο
1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1, το οποίο εγγυάται κατ’ουσία το δικαίωμα της
ιδιοκτησίας, περιέχει τρεις χωριστούς κανόνες: Ο πρώτος κανόνας, ο οποίος
διατυπώνεται στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου και είναι γενικής φύσεως,
θεσπίζει την αρχή του σεβασμού της ιδιοκτησίας. Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος
περιέχεται στη δεύτερη φράση του ίδιου εδαφίου, αφορά τη στέρηση της ιδιοκτησίας
και την υπάγει σε ορισμένους περιορισμούς. Ο τρίτος κανόνας, ο οποίος
διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν
την εξουσία, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζουν τη χρήση της περιουσίας κατά το γενικό
συμφέρον. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας, οι οποίοι αφορούν ειδικές περιπτώσεις
επέμβασης στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της
γενικής αρχής που καθιερώνει ο πρώτος κανόνας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Anheuser-
Busch Inc. κατά Πορτογαλίας [GC], αριθ. 73049/01, § 62, CEDH 2007-…).
43. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί τη θέση της
Κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία δεν υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα της
προσφεύγουσας εταιρίας να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία της. Ως προς τούτο,
πρέπει να σημειωθεί ότι τη στιγμή απόκτησης της επίμαχης ιδιοκτησίας, το εθνικό
δίκαιο αναγνώριζε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την οικοδομησιμότητά της (βλέπε
πιο πάνω παράγραφο 22). Επιπλέον, η διοίκηση αναγνώρισε κατόπιν ρητά στην
προσφεύγουσα εταιρία το δικαίωμα να κατασκευάσει ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα.:
το 1973, ο ΕΟΤ ενέκρινε, ως αρμόδια αρχή, το σχέδιο ανέγερσης ενός ξενοδοχειακού
συγκροτήματος που του είχε υποβάλει η προσφεύγουσα εταιρία. Επιπλέον, το 1977, ο
υπουργός πολιτισμού ενέκρινε το ίδιο σχέδιο, κάνοντας κάποιες τροποποιήσεις όσον
αφορά τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου και το ύψος των οικοδομημάτων.
44. Ωστόσο, η εκμετάλλευση του επίμαχου οικοπέδου παρακωλύθηκε στη
συνέχεια με διάφορες διοικητικές πράξεις: στις 21 Ιουνίου 1984, ο υπουργός
Περιβάλλοντος απέρριψε το αίτημα για οικοδομική άδεια για το επίμαχο οικόπεδο.
Στις 28 Ιουνίου 1984, ο υπουργός Περιβάλλοντος χαρακτήρισε την περιοχή όπου
βρισκόταν το επίδικο οικόπεδο ως «ζώνη Α – απόλυτης προστασίας», ήτοι μία ζώνη
όπου απαγορεύονται πλήρως η δόμηση και η εκμετάλλευση. Στις 30 Ιουνίου 1986, η
αρχαιολογική υπηρεσία επικύρωσε την απαγόρευση οποιασδήποτε δόμησης επί της
ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας εταιρίας. Κατόπιν της ολοκλήρωσης της διαδικασίας
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση αριθ. 982/2005,
διαδικασία η οποία ήταν κρίσιμη για την εκτίμηση της αναλογικότητας των
καταγγελλόμενων μέτρων, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η επέμβαση στο
δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία της ήταν
αιτιολογημένη υπό το πρίσμα της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1 του
Πρωτοκόλλου αριθ.1 (βλέπε Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων
Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. 35859/02, § 36, 13 Ιουλίου 2006).
45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει αφενός ότι, σε έναν τομέα τόσο πολύπλοκο
και δύσκολο όσο η χωροταξία, τα Συμβαλλόμενα Κράτη απολαμβάνουν μιας ευρείας
διακριτικής ευχέρειας προκειμένου να εφαρμόσουν την πολεοδομική πολιτική τους
(βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και
Θυμάτων Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας, § 37, Elia S.r.l. κατά Ιταλίας,
αριθ. 37710/97, § 77, CEDH 2001-IX). Εκτιμά λοιπόν ότι η επέμβαση στο δικαίωμα
της προσφεύγουσας εταιρίας για σεβασμό της περιουσίας της ανταποκρινόταν στις
απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος. Αφετέρου, ο νόμιμος σκοπός της προστασίας
της φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο σημαντικός κι αν είναι, δεν
απαλλάσσει το Δημόσιο από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους
ενδιαφερόμενους όταν η προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους είναι
υπερβολική. Είναι ως εκ τούτου ευθύνη του Δικαστηρίου να εξακριβώσει, στην
προκειμένη περίπτωση, αν τηρήθηκε η απαιτούμενη ισορροπία κατά τρόπο συμβατό
με το δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας για σεβασμό της περιουσίας της (βλέπε
Saliba κατά Μάλτας, αριθ. 4251/02, § 45, 8 Νοεμβρίου 2005 και πιο πάνω
αναφερόμενη απόφαση Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου
Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας, § 37).
46. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ζήτημα της νομιμότητας
των περιορισμών που επιβλήθηκαν στην επίδικη ιδιοκτησία εξετάσθηκε από το
Συμβούλιο της Επικρατείας μέσα στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας για την
ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να προβεί στην απαλλοτρίωση του
επίμαχου οικοπέδου. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο έκρινε στην απόφασή του
αριθ. 982/2005 ότι η πλήρης απαγόρευση δόμησης επί του επίδικου οικοπέδου δεν
έθιγε την προστασία της περιουσίας, διότι η επίδικη ιδιοκτησία βρισκόταν εκτός της
αστικής ζώνης. Σύμφωνα με το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, οποιαδήποτε έκταση
εκτός της αστικής ζώνης προορίζεται από τη φύση της αποκλειστικά για γεωργική,
πτηνοτροφική, δασοπονική εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού. Άλλως ειπείν,
το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ήταν αδύνατο η απαγόρευση δόμησης επί
του επίδικου οικοπέδου να θίγει το δικαίωμα για προστασία της ιδιοκτησίας, από τη
στιγμή που το εν λόγω οικόπεδο ήταν, σε κάθε περίπτωση και λόγω της φύσης του,
μη οικοδομήσιμο.
47. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο λόγος που προέβαλε το Συμβούλιο της
Επικρατείας για να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης της προσφεύγουσας εταιρίας
διακρίνεται για την ιδιαίτερη αυστηρότητά του: πράγματι, η εξομοίωση κάθε
οικοπέδου που βρίσκεται εκτός της αστικής ζώνης με ένα οικόπεδο που προορίζεται
για γεωργική, πτηνοτροφική, δασοπονική εκμετάλλευση ή για αναψυχή, εισάγει ένα
αμάχητο τεκμήριο το οποίο παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες κάθε οικοπέδου που δε
συμπεριλαμβάνεται στην αστική ζώνη. Ειδικότερα, η αναφορά στον «προορισμό»
ενός οικοπέδου, όρος αφ’εαυτού του ασαφής και απροσδιόριστος, δεν επιτρέπει στον
εθνικό δικαστή να λάβει υπόψη το δικαίωμα που μπορούσε, ενδεχομένως, να διέπει
in concreto την εκμετάλλευσή του πριν την επιβολή του επίδικου περιορισμού. Στις
περιπτώσεις όπου η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπει παρά μόνο τη γεωργική
εκμετάλλευσή του, «ο προορισμός» του οικοπέδου είναι, πράγματι, μόνο η γεωργία.
Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου το εφαρμοστέο δίκαιο προβλέπει ρητά την
οικοδομησιμότητα ενός οικοπέδου, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να παραγνωρίσει
το στοιχείο αυτό παραπέμποντας απλά στον «προορισμό» κάθε οικοπέδου κείμενου
εκτός της αστικής ζώνης.
48. Στην προκειμένη περίπτωση, από το φάκελο προκύπτει ότι ο προορισμός
της επίδικης ιδιοκτησίας δεν ήταν μόνο η γεωργική εκμετάλλευση. Ειδικότερα, η
απαγόρευση οποιασδήποτε δόμησης επί του επίμαχου οικοπέδου απορρέει από μία
ρύθμιση που παρεκκλίνει από τις διατάξεις του κοινού δικαίου για τους όρους
δόμησης οικοπέδων κείμενων εκτός της αστικής ζώνης. Πρέπει σε αυτό το σημείο να
επισημανθεί μία σχετική αντίφαση στη συμπεριφορά των εθνικών αρχών
προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος στην
προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, αν η επίδικη ιδιοκτησία ήταν ab initio μη
οικοδομήσιμη λόγω του προορισμού της για γεωργική εκμετάλλευση, όπως
υποδεικνύεται στην απόφαση αριθ. 982/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, δε θα
ήταν αναγκαίο οι εθνικές αρχές να επιβάλουν στην προσφεύγουσα εταιρία τη μη
οικοδομησιμότητά της. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η απαγόρευση
δόμησης ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς διοικητικών πράξεων που καθιστούσαν
ανίσχυρο το εν λόγω δικαίωμα το οποίο είχε αρχικά αναγνωρίσει το εθνικό δίκαιο.
49. Ενόψει των όσων προηγούνται, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, στην
προκειμένη περίπτωση, το κριτήριο που εφάρμοσε το Συμβούλιο της Επικρατείας
στην απόφασή του αριθ. 982/2005 καθώς και η επακόλουθη συμπεριφορά των
εθνικών αρχών διέρρηξαν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται, σε ό,τι
αφορά τις ρυθμίσεις σχετικά με τη χρήση της περιουσίας, μεταξύ του δημόσιου και
του ιδιωτικού συμφέροντος.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου του Πρωτοκόλλου αριθ.1.
ΙΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
50. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης:
«Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των
Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλομένου
Μέρους επιτρέπει την ατελή μόνον επανόρθωση των συνεπειών της
παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο επιδικάζει στον ζημιωθέντα διάδικο,
εφόσον συντρέχει λόγος, μία δίκαιη ικανοποίηση.»
51. Η προσφεύγουσα εταιρία αξιώνει για υλική ζημία 18.600.000 ευρώ ή
17.800.000 ευρώ για την υποτίμηση της αξίας της ιδιοκτησίας της και το ποσό των
12.792.620 ευρώ για τη στέρηση της χρήσεως του επίδικου οικοπέδου. Για ηθική
βλάβη, ζητεί το συνολικό ποσό των 70.000 ευρώ. Τέλος, ζητεί το ποσό των 27.000
ευρώ για έξοδα και δικαστική δαπάνη.
52. Η Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι αξιώσεις της προσφεύγουσας εταιρίας είναι
αβάσιμες και υπερβολικές. Υποστηρίζει ότι, εφόσον και στο μέτρο που το
Δικαστήριο διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, το
επιδικαστέο ποσό για ηθική βλάβη δεν μπορεί να υπερβεί τα 20.000 ευρώ. Επιπλέον,
σε ό,τι αφορά τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το
επιδικαστέο για την αιτία αυτή ποσό δεν μπορεί να υπερβεί τα 2.000 ευρώ.
53. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 δεν
είναι ώριμο. Συνεπώς επιφυλάσσεται να αποφανθεί επί αυτού και θα ορίσει την
περαιτέρω διαδικασία λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο να καταλήξουν η
Κυβέρνηση και η προσφεύγουσα εταιρία σε συμφωνία (άρθρο 75 § 1 του
κανονισμού).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ
1. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή.
2. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
3. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1
της Σύμβασης.
4. Αποφαίνεται ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 της Σύμβασης δεν
είναι ώριμο. Κατά συνέπεια,
α) επιφυλάσσεται ως προς αυτό εξ ολοκλήρου,
β) καλεί την Κυβέρνηση και την προσφεύγουσα εταιρία να του απευθύνουν
εγγράφως, εντός τριών μηνών, τις παρατηρήσεις τους πάνω στο ζήτημα αυτό
και ειδικότερα να του γνωστοποιήσουν οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία θα
μπορούσαν να καταλήξουν,
γ) επιφυλάσσεται για τη μεταγενέστερη διαδικασία και εντέλλεται στον
πρόεδρο του τμήματος την επιμέλεια να την καθορίσει εφόσον χρειαστεί.
Συντάχθηκε στη γαλλική γλώσσα και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως
στις 21 Φεβρουαρίου 2008 κατ’εφαρμογή του άρθρου 77 §§ 2 και 3 του κανονισμού.
(υπογραφή) (υπογραφή)
Søren NIELSEN Λουκής ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
Γραμματέας Πρόεδρος
Ακριβής μετάφραση του συνημμένου
εγγράφου από τα γαλλικά.
Αθηνά, 18 Μαρτίου 2008.
Ο μεταφραστής
Αλέξανδρος Πετρουτσόπουλος

(Προσφυγή αρ. 35332/05)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ
ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
(Προσφυγή αρ. 35332/05)
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Δίκαιη Ικανοποίηση)
Στρασβούργο 2 Δεκεμβρίου 2010
Η απόφαση αυτή θα γίνει οριστική σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 44
§2 της Σύμβασης. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές ως προς την μορφή
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
1
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
Στην υπόθεση
κατά Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του ανθρώπου (Πρώτο
Τμήμα) αφού συνεδρίασε με την ακόλουθη σύνθεση :
Nina Vajic, Πρόεδρο,
Χρήστο Ροζάκη,
Khanlar Hajiyev,
Dean Spielmann,
Sverre Erik Jebens,
Giorgio Malinverni,
Γεώργιο Νικολάου, Δικαστές
Και André Wampach, Αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος,
Και διασκέφθηκε σε συμβούλιο στις 9 Νοεμβρίου 2010,
Εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή :
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση προέκυψε μετά από προσφυή (αρ. 35332/05) που
κατέθεσε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας η ελληνική εταιρεία που έχει
την έδρα της στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης με την επωνυμία «
» («η προσφεύγουσα εταιρεία»)
και η οποία προσέφυγε στο Δικαστήριο στις 13 Σεπτεμβρίου 2005 με βάση
το άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
των Θεμελιωδών Ελευθεριών (« η Σύμβαση»).
2. Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008 («απόφαση επί της
ουσίας »), το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 6 §1
της Σύμβασης και 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Συγκεκριμένα, το
Δικαστήριο θεώρησε ότι το κριτήριο που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο της
Επικρατείας στην υπ’αρ. 982/2005 απόφασή του, καθώς και η συνακόλουθη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
2
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
συμπεριφορά των εθνικών αρχών, διέρρηξαν την σωστή ισορροπία που
πρέπει να υπάρχει σε θέματα ρύθμισης της χρήσης αγαθών, μεταξύ του
δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος (
, αρ. 35332/05, §49, 21 Φεβρουαρίου
2008).
3. Στηριζόμενη στο άρθρο 41 της Σύμβασης, η προσφεύγουσα εταιρεία
ζητούσε για την υλική βλάβη το ποσό των 17.800.000 € για την υποτίμηση
της ιδιοκτησίας της και το ποσό των 12.792.620 € για την στέρηση της
χρήσης του επίδικου οικοπέδου. Τέλος ζητούσε το ποσό των 27.000 € για
έξοδα και δικαστική δαπάνη.
4. Καθώς το θέμα της εφαρμογής του άρθρου 41 δεν ήταν έτοιμο για
κρίση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε και κάλεσε τα μέρη να του υποβάλουν
εγγράφως, εντός έξι μηνών, τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος και
ιδίως να του γνωρίσουν κάθε συμφωνία στην οποία θα μπορούσαν να
καταλήξουν (ibidem, §53 και σημείο 4 του διατακτικού).
5. Τόσο η προσφεύγουσα εταιρεία όσο και η Κυβέρνηση κατέθεσαν τις
παρατηρήσεις τους και απάντησαν διαδοχικά στις παρατηρήσεις του άλλου.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
6. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης,
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή τωv
Πρωτoκόλλωv της, και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συμβαλλόμεvoυ
Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά μόvo ατελή εξάλειψη τωv συvεπειώv της παραβίασης
αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη
ικαvoπoίηση.»
Α. Ζημία
1. Υλική ζημία
α) Θέση των μερών
i. Η προσφεύγουσα εταιρεία
7. Προκειμένου να στηρίξει τα αιτήματά της για δίκαιη ικανοποίηση, η
προσφεύγουσα εταιρεία υποστηρίζει ότι συστάθηκε στις αρχές της
δεκαετίας του εβδομήντα με σκοπό να προσφέρει ξενοδοχειακές υπηρεσίες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
3
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
υψηλής ποιότητας. Η προσφεύγουσα εταιρεία σημειώνει ότι η αγορά του
επίδικου οικοπέδου δεν είχε άλλο σκοπό εκτός από την τουριστική του
εκμετάλλευση. Υπογραμμίζει ότι την εποχή της αγοράς της επίδικης
ιδιοκτησίας, οι προϋποθέσεις οικοδόμησης επί της ανωτέρω έκτασης
διέπονταν από το άρθρο 5 § 1 του Διατάγματος της 23ης Οκτωβρίου 1928.
Σύμφωνα με την διάταξη αυτή επιτρεπόταν η ανέγερση οικοδομών σε
οικόπεδα εκτός σχεδίου πόλεως, με την προϋπόθεση ότι η έκταση του
οικοπέδου υπερέβαινε τις 4.000 τ.μ. και ότι η σχεδιαζόμενη οικοδομή δεν
θα υπερβαίνει το 10% της επιφάνειας του οικοπέδου. Εν ολίγοις, η
προσφεύγουσα εταιρεία υποστηρίζει ότι την εποχή της αγοράς του
οικοπέδου, της ήταν αδύνατο να προβλέψει ότι η ιδιοκτησία της θα
υφίστατο κάποια στιγμή τόσο δραστικούς περιορισμούς εκμετάλλευσης.
8. Η προσφεύγουσα εταιρεία προσκομίζει δύο εκθέσεις
πραγματογνωμοσύνης που συντάχτηκαν κατόπιν αίτησής της από τους
εμπειρογνώμονες σε θέματα ακινήτων « JBR Hellas » και « Axies-Lambert
Smith Hampton » αντίστοιχα και μια πραγματογνωμοσύνη που συντάχτηκε
κατόπιν αίτησής της από το Γραφείο « CB Richard Ellis-Axies » τον
Μάρτιο του 2010. Ζητά από το Δικαστήριο την καταβολή δύο ποσών λόγω
υλικής ζημίας : από την μία, ζητά την αποζημίωσή της για την ζημία που
αντιστοιχεί στην απώλειες αναμενόμενων εισοδημάτων, και από την άλλη
ζητά ένα ποσό για την απώλεια της αγοραίας αξίας της ιδιοκτησίας της
λόγω των διαδοχικών διοικητικών πράξεων που στην πράξη απαγόρευσαν
την δυνατότητα εκμετάλλευσής της.
9. Όσον αφορά την απώλεια εισοδημάτων, η προσφεύγουσα εταιρεία
υπολογίζει την ζημία που υπέστη εφαρμόζοντας μια συγκριτική μέθοδο με
βάση τα εισοδήματα που θα είχαν προκύψει κατά την σχετική περίοδο από
την εκμετάλλευσης του ξενοδοχειακού συγκροτήματος που θα χτιζόταν στο
επίδικο οικόπεδο. Η έκθεση που συνέταξε η JBR Hellas στηρίζεται στα
εισοδήματα που αποκομίζουν ξενοδοχεία που λειτουργούν στην περιοχή
της Ελούντας, κοντά στην επίδικη ιδιοκτησία. Θεωρεί ότι το διαφυγόν
κέρδος ανέρχεται σε 12.792.620 €.
10. Όσον αφορά την απώλεια της αγοραίας αξίας της ιδιοκτησίας της, η
προσφεύγουσα εταιρεία υποστηρίζει ότι αυτή απογυμνώθηκε από το
περιεχόμενό της χωρίς να της καταβληθεί καμία αποζημίωση. Σύμφωνα με
τις δύο εκθέσεις που συντάχτηκαν από το Γραφείο Εμπειρογνωμόνων σε
θέματα ακινήτων «Axies-Lambert Smith Hampton» η σημερινή αγοραία
αξία της επίδικης ιδιοκτησίας ανέρχεται σε 18.600.000 €. Η προσφεύγουσα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
εταιρεία σημειώνει ότι η εκτίμηση αυτή είναι αρκετά μετριοπαθής, αφού η
αξία του τετραγωνικού μέτρου, στην πραγματικότητα φτάνει τα 135 €
σήμερα, πράγμα που σημαίνει ότι η αξία του οικοπέδου της θα ανερχόταν
σε 21.600.000 €. Τέλος, σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη που
συνέταξε στο Μάρτιο του 2010 το Γραφείο « CB Richard Ellis-Axies », το
1986, ακριβώς πριν η Αρχαιολογική Υπηρεσία επιβεβαιώσει την
απαγόρευση κάθε οικοδομής στην ιδιοκτησία της προσφεύγουσας
εταιρείας, η αξία του οικοπέδου της ανερχόταν σε 416.400.000 δρχ. (ήτοι
περίπου 1.222.010 €).
ii Η Κυβέρνηση
11. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν μπορεί
να επικαλεστεί αξιώσεις για την υλική ζημία στηριζόμενη στο ότι της είναι
αδύνατο να κατασκευάσει ξενοδοχειακό συγκρότημα στο επίδικο οικόπεδο.
Υποστηρίζει ότι οι περιορισμοί στην δόμηση της ιδιοκτησίας είχαν
επιβληθεί ήδη πριν από το 1984, ημερομηνία κατά την οποία ο Υπουργός
Πολιτισμού χαρακτήρισε την περιοχή ως «Ζώνη Α-απόλυτης προστασίας».
Έτσι, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το 1970 η περιοχή της Ελούντας είχε
χαρακτηριστεί ως «τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» και το 1976 η
χερσόνησος της Σπιναλόγκα είχε χαρακτηριστεί ως «αρχαιολογικός χώρος».
Για την Κυβέρνηση, ήδη από το 1970, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν
μπορούσε να εκμεταλλευτεί το επίδικο οικόπεδο όπως ήθελε, αφού το
οικόπεδο αυτό υπόκειτο σε ειδικούς όρους δόμησης τους οποίους η
προσφεύγουσα εταιρεία ποτέ δεν πληρούσε.
12. Επίσης, η Κυβέρνηση σημειώνει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία
εξακολουθεί να είναι κυρία του επίδικου οικοπέδου και συνεπώς, το ποσό
που πρέπει να επιδικαστεί για την υλική ζημία που υπέστη δεν θα πρέπει να
αντανακλά ή να συνδέεται με την αγοραία αξία του επίδικου οικοπέδου.
Υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει κανένα δικαίωμα να αποζημιωθεί
για το ότι της είναι αδύνατο να κτίσει ξενοδοχειακό συγκρότημα στην
ιδιοκτησία της.
13. Σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε το
Γραφείο « American Apprausal », το 1986, ακριβώς πριν η Αρχαιολογική
Υπηρεσία επιβεβαιώσει την απαγόρευση οποιουδήποτε κτίσματος στην
ιδιοκτησία της προσφεύγουσας εταιρείας, η αξία αυτής ανερχόταν σε
36.880.000 δρχ. (περίπου 108.232 €). Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι το ποσό των
20.000 € είναι επαρκές και κατάλληλο για την επανόρθωση της ζημίας που
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
5
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
προέκυψε από την στέρηση του δικαιώματος οικοδόμησης στο επίδικο
οικόπεδο.
Β- Η κρίση του Δικαστηρίου
14. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η απόφαση που διαπιστώνει μια
παραβίαση επιφέρει για το καθ’ ου η προσφυγή κράτος την έννομη
υποχρέωση να θέσει τέλος στην παραβίαση και να εξαλείψει τις συνέπειες
έτσι ώστε να επαναφέρει κατά το δυνατόν την προηγούμενη κατάσταση
(Ιατρίδης κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], αρ. 31107/96, §32,
CEDH 2000-XI και Κατσαρός κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση), αρ.
51473/99, §17, 13 Νοεμβρίου 2003).
15. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να επιλέξουν
τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν για να συμμορφωθούν προς μια απόφαση
που διαπιστώνει μια παραβίαση. Αυτή η διακριτική ευχέρεια όσον αφορά
τους τρόπους εκτέλεσης μιας απόφασης μεταφράζει την ελευθερία επιλογής
με την οποία συνοδεύεται η πρωταρχική υποχρέωση που επιβάλλεται από
την Σύμβασης στα Συμβαλλόμενα Κράτη : να διασφαλίζεται ο σεβασμός
των προστατευόμενων δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Εάν η φύση της
παραβίασης επιτρέπει την αποκατάσταση εις το ακέραιο (restitution in
integrum) , εναπόκειται στο καθ’ου η προσφυγή Κράτος να την υλοποιήσει
και το Δικαστήριο δεν έχει ούτε την αρμοδιότητα ούτε την πρακτική
δυνατότητα να την επιτελέσει το ίδιο. Αντίθετα, αν το εθνικό δίκαιο δεν
επιτρέπει ή επιτρέπει ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης, το
άρθρο 41 εξουσιοδοτεί το Δικαστήριο να χορηγήσει, εφόσον συντρέχει
λόγος, στον ζημιωθέντα διάδικο την ικανοποίηση που θα κρίνει κατάλληλη
(Brumarescu κατά Ρουμανίας (δίκαιη ικανοποίηση), [GC], αρ. 28342/95,
§20, CEDH 2000-I).
16. Επίσης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μόνον οι ζημίες που
προκαλούνται από τις διαπιστωθείσες παραβιάσεις της Σύμβασης μπορούν
να οδηγήσουν στην επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης (Motais de Narbonne
κατά Γαλλίας) (δίκαιη ικανοποίηση), αρ. 48161/99, §19, 27 Μαϊου 2003).
17. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι
στην απόφασή του επί της ουσίας, εκφράστηκε με τους όρους αυτούς επί
της απόρριψης της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της σιωπηρής άρνησης
απαλλοτρίωσης, δεδομένου του ολικού μπλοκαρίσματος της ιδιοκτησίας
λόγω της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος : « (…) ο λόγος που
κράτησε το Συμβούλιο της Επικρατείας (,,,) διακρίνεται από την ιδιαίτερη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
6
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
αυστηρότητά του : πράγματι, το να εξομοιωθεί κάθε οικόπεδο που
βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως σε οικόπεδο που προορίζεται για αγροτική,
πτηνοτροφική, δασοκομική χρήση ή για διασκέδαση του κοινού εισάγει ένα
αμάχητο τεκμήριο που παραβλέπει τις ιδιαιτερότητες κάθε οικοπέδου που
δεν συμπεριλαμβάνεται στο σχέδιο πόλεως. Ειδικότερα, η αναφορά στον
«προορισμό» ενός οικοπέδου , όρο αόριστη αυτή καθεαυτή , δεν επιτρέπει
στον εθνικό δικαστή να λάβει υπόψη του το δίκαιο που διείπε, ενδεχομένως
in concreto την εκμετάλλευσή του πριν την επιβολή του επίδικου
περιορισμού. Στην περίπτωση που η σχετική νομοθεσία δεν προβλέπει παρά
την αγροτική εκμετάλλευσή του, ο «προορισμός» είναι πράγματι, μόνον η
γεωργία. Όμως, στις περιπτώσεις που το σχετικό δίκαιο προβλέπει ρητά την
δυνατότητα οικοδόμησης του οικοπέδου, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να
παραβλέψει το στοιχείο αυτό επικαλούμενος απλώς τον «προορισμό» κάθε
οικοπέδου που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως. Επομένως, το Δικαστήριο
συμπεραίνει ότι «στην υπό κρίση υπόθεση, η απαγόρευση οικοδόμησης
ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς διοικητικών πράξεων που καθιστούν άνευ
αντικειμένου το ενλόγω δικαίωμα που αρχικά αναγνωριζόταν από το εθνικό
δίκαιο» (προαναφερθείσα
, §§ 47-48).
18. Προκύπτει από τον συλλογισμό αυτό ότι προκειμένου να
χαρακτηρίσει την επίδικη παραβίαση το δικαστήριο στηρίχτηκε στο ότι
ήταν αδύνατο στην προσφεύγουσα εταιρεία να εκμεταλλευτεί την
ιδιοκτησία της και κατά μείζονα λόγο στην μη αποζημίωση από πλευράς
εθνικών δικαστηρίων ως προς το θέμα αυτό. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο
δεν συμπέρανε μια στέρηση, θεμιτή ή μη, της ιδιοκτησίας της. Συνεπώς,
στην υπό κρίση υπόθεση η φύση της παραβίασης που διαπιστώθηκε στην
απόφαση επί της ουσίας δεν του επιτρέπει να ξεκινήσει από την αρχή της
αποκατάστασης εις το ακέραιο (restitutio in integrum) : (Beyeler κατά
Ιταλίας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], αρ. 33202/96, §§20-21, 28 Μαΐου
2002), και συνεπώς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αποζημίωση μπορεί να
αποκαταστήσει την επικαλούμενη ζημία. Σημειώνει ότι η προσφεύγουσα
εταιρεία υπέστη εν προκειμένω ένα ριζικό περιορισμό στην δυνατότητά της
να νέμεται πλήρως την ιδιοκτησία της, σύμφωνα με τα δικαιώματα που της
είχε αναγνωρίσει η σχετική νομοθεσία κατά την στιγμή της αγοράς της
(βλέπε Housing Association of War Disabled et Victims of War opf Attica et
autres κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση), αρ. 35859/02, § 28, 27
Σεπτεμβρίου 2007). Κρίνει ότι το ολικό μπλοκάρισμα της ιδιοκτησίας της
προσφεύγουσας εταιρείας λόγω του προοδευτικού περιορισμού του
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
7
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
δικαιώματός της για οικοδόμηση, στην πραγαμτικότητα, περιόρισε σχεδόν
ολικά την δυνατότητά της να κάνει χρήση του δικαιώματός της στη
περιουσία. Σημειώνει στο σημείο αυτό ότι το επίδικο οικόπεδο είχε τύχει
ολικής απαγόρευσης της οικοδόμησης από τις 28 Ιουνίου 1984, ημερομηνία
κατά την οποία ο Υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε την περιοχή στην
οποία αυτό βρισκόταν ως «ζώνη Α –απόλυτης προστασίας», δηλαδή ζώνης
όπου απαγορευόταν απολύτως κάθε κτίσμα (βλ. προαναφερθείσα
, 10). Πρόκειται επομένως για ένα
στοιχείο που το Δικαστήριο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του στον
υπολογισμό της αποζημίωσης που θα πρέπει να επιδικαστεί λόγω της
υλικής ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα.
19. Μετά τους συλλογισμούς αυτούς το Δικαστήριο κρίνει ότι οι
περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης δεν επιτρέπουν ακριβή εκτίμηση
της υλικής ζημίας. Επειδή η παρούσα υπόθεση προέκυψε λόγω της σχεδόν
ολικής απώλειας της χρήσης της επίδικης ιδιοκτησίας από τις 20 Νοεμβρίου
1985, ημερομηνία κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο αναγνώρισε το
δικαίωμα ατομικής προσφυγής, μέχρι σήμερα, η ζημία παρουσιάζει εγγενώς
τυχηρό χαρακτήρα, πράγμα που καθιστά αδύνατο έναν ακριβή υπολογισμό
της αποζημίωσής. (Lallement κατά Γαλλίας, (δίκαιη ικανοποίηση), αρ.
46044/99, §16, 12 Ιουνίου 2003). Αυτό επιβεβαιώνεται και από την
απόκλιση που παρουσιάζουν οι μέθοδοι υπολογισμού που
χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό από τους διαδίκους η οποία είναι
πολύ μεγάλη (προαναφερθείσα Κατσαρός κατά Ελλάδας, (δίκαιη
ικανοποίηση), §21).
20. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω συλλογισμών και αποφαινόμενο με
δικαιοσύνη σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης, το Δικαστήριο κρίνει
εύλογο να επιδικάσει στην προσφεύγουσα εταιρεία το ποσό των 500.000 €
για τον λόγο αυτό, συν κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται ως φόρος.
2. Ηθική βλάβη
21. Η προσφεύγουσα εταιρεία ζητά το ποσό των 70.000 € για την ηθική
βλάβη που υπέστη λόγω της παραβίασης των άρθρων 6 §1 και 1 του
Πρώτου Πρωτοκόλλου.
22. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ποσό αυτό είναι υπερβολικό και ότι
οι διαπιστώσεις της παραβίασης αποτελούν επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για
την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της προσφεύγουσας εταιρείας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
8
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
23. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι διαπιστώσεις
της παραβίασης ων άρθρων 6 § 1 και 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
αποτελούν από μόνες τους επαρκή δίκαιη ικανοποίηση.
Β. Έξοδα και δαπάνες
24. Η προσφεύγουσα εταιρεία ζητά το ποσό των 31.840 €, για έξοδα
και δαπάνες στα οποία υποβλήθηκε προκειμένου να υπερασπιστεί τα
δικαιώματά της σύμφωνα με την Σύμβαση, ποσό που αναλύει ως εξής :
i 7.000 € για την διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Για το σκοπό αυτό προσκομίζει απόδειξη αμοιβής 1.173,90 €.
ii 22.095 € για τα έξοδα σχετικά με την σύνταξη των εκθέσεων
πραγματογνωμοσύνης, με την προσκόμιση τιμολογίων
iii 2.745 € για την διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να
προσκομίζει δικαιολογητικά.
25. Η Κυβέρνηση κρίνει ότι τα ποσά που ζητούνται είναι υπερβολικά
και ότι η σύνταξη των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης δεν ήταν
απαραίτητη. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, το ποσό που μπορεί να
επιδικαστεί για έξοδα και δικαστική δαπάνη δεν πρέπει να υπερβαίνει τις
2.000 €.
26. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής
δαπάνης σύμφωνα με το άρθρο 41 προϋποθέτει ότι αυτά αποδεικνύονται
πραγματικά, αναγκαία και επίσης, εύλογα ως προς το ύψος τους
(προαναφερθείσα Ιατρίδης κατά Ελλάδας, (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], §54).
Επίσης, η δικαστική δαπάνη δεν είναι εισπρακτέα παρά στο μέγεθος που
αναφέρεται στη διαπιστωθείσα παραβίαση (Van de Hurk κατά Ολλανδίας,
19 Απριλίου 1994, § 66, σειρά Α αρ. 288).
27. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης και
αποφαινόμενο με δικαιοσύνη σύμφωνα με το άρθρο 41, το Δικαστήριο
κρίνει εύλογο να επιδικάσει στην προσφεύγουσα εταιρεία το ποσό των
22.000 € συν κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται ως φόρος.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
28. Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να υπολογίσει το ύψος του τόκου
υπερημερίας σύμφωνα με το επιτόκιο υπερημερίας οριακού δανεισμού της
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
9
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
1. Αποφασίζει ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί αυτή
καθεαυτή επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της
προσφεύγουσας εταιρείας
2. Αποφασίζει
ότι το καθ’ου η προσφυγή Κράτος πρέπει να καταβάλει στην
προσφεύγουσα εταιρεία, εντός τριών μηνών από την ημέρα που η απόφαση
θα γίνει οριστική, σύμφωνα με το άρθρο 44 §2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα
ποσά :
i) 500.000 € (πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ) για την υλική ζημία
ii) 22.000 € (είκοσι δύο χιλιάδες ευρώ) για τα έξοδα και την
δικαστική δαπάνη
iii) κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται ως φόρος από τν
προσφεύγουσα επί των ανωτέρω ποσών
β) ότι από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή, τα
ποσά αυτά θα αυξάνονται με απλό τόκο με επιτόκιο ίσο προς το ισχύον κατ’
αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
4. Απορρίπτει την αίτηση δίκαιης ικανοποίησης για τα περαιτέρω.
Συντάχτηκε στα γαλλικά, στην συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 2
Δεκεμβρίου 2010, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού.
André Wampach Nina Vajic
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδρος
(υπογραφές)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
10
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 8640
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
11
Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο έγγραφο
Η μεταφράστρια
Μαρία Καραμπάτσα