Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Γνωστοποίηση της υπ'αριθ. 289/2024 απόφασης του Δ’ Τμήματος του ΣΤΕ, η οποία δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213): Κατάπτωση παραβόλου προδικαστικής προσφυγής σε περίπτωση παραίτησης. Άρ. 363 παρ. 5 περ. γ ν. 4412/2016. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και ακυρώσεως. Αντίθεση με οδηγία 89/665/ΕΟΚ και άρ. 47 ΧΘΔΕΕ.

 ΣτΕ 289/2024 Δ΄ Τμ. 7μ.

Πρόεδρος : Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής : Ουρανία Νικολαράκου, Πάρεδρος

Πιλοτική δίκη. Παράβολο προδικαστικής προσφυγής. Πρακτικό Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. περί κατάπτωσης του παραβόλου σε περίπτωση παραίτησης από την προδικαστική προσφυγή μετά την πάροδο δέκα ημερών από την κατάθεση αυτής κατ’ άρθρο 363 παρ. 5 περ. γ ν. 4412/2016. Εκτελεστή διοικητική πράξη. Κατ’ αυτής ασκείται το ένδικο βοήθημα της αίτησης αναστολής εκτελέσεως και ακυρώσεως του άρθρου 372 ν. 4412/2016. Αντίθεση της ρύθμισης του άρθρου 363 παρ. 5 περ. γ ν. 4412/2016 με τις διατάξεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ και του άρθρου 47 ΧΘΔΕΕ.


Το πρακτικό που συντάσσεται από την Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. σε περίπτωση υποβολής παραίτησης από προδικαστική προσφυγή, κατά το μέρος που με αυτό διατάσσεται η επιστροφή ή η κατάπτωση του κατατεθέντος για την προδικαστική προσφυγή παραβόλου, έχει τον χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Για την παροχή δικαστικής προστασίας κατά της πράξεως αυτής εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του άρθρου 372 του ν. 4412/2016, με τις οποίες προβλέπεται ότι κατά των αποφάσεων της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. ασκείται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως και ακυρώσεως.
Ο επίμαχος διαγωνισμός δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και, συνεπώς, η ένδικη διαφορά δεν καταλαμβάνεται ευθέως από τις διατάξεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ. Δεδομένου, όμως, ότι οι διατάξεις του Βιβλίου ΙV του ν. 4412/2016 εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 345 παρ. 1 του νόμου, ενιαίως σε όλες τις διαφορές από την ανάθεση συμβάσεων εκτιμώμενης αξίας άνω των 60.000 ευρώ [και ήδη, μετά την τροποποίηση του άρθρου 345 με το άρθρο 134 του ν. 4782/2021, άνω του χρηματικού ορίου για την απευθείας ανάθεση] και, επομένως, ο εθνικός νομοθέτης, κατά την προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς τις διατάξεις της δικονομικής οδηγίας, επέλεξε να εναρμονίσει τη ρύθμιση των περιπτώσεων που δεν καταλαμβάνονται από την ως άνω οδηγία, με τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, χάριν της διασφάλισης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, πρέπει σε κάθε περίπτωση να ελέγχεται το συμβατό των ρυθμίσεων του νόμου με τις διατάξεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ και του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ.
Η ρύθμιση του άρθρου 363 παρ. 5 περ. γ ν. 4412/2016, με την οποία θεσπίζεται συγκεκριμένο χρονικό όριο σχετικά με την υποβολή παραίτησης από την προδικαστική προσφυγή (δέκα ημέρες από την κατάθεση της προσφυγής), ως προϋπόθεση προκειμένου να επιστραφεί στον προσφεύγοντα το ποσό του παραβόλου, περιορίζει τη δυνατότητα επιστροφής του ποσού αυτού σε βαθμό πέραν του αναγκαίου, επαγόμενη για τον προσφεύγοντα την οριστική απώλεια του καταβληθέντος ποσού σε περίπτωση υποβολής παραίτησης σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς η δυσμενής αυτή έννομη συνέπεια να συνδέεται αναγκαίως με την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Τούτο δε εφ΄ όσον δεν προκύπτει ότι ο καθορισμός του ανωτέρω χρονικού ορίου συνδέεται με εκτιμήσεις σχετικές με τη λειτουργία του παραβόλου ως μέσου αποτροπής άσκησης προδήλως αβάσιμων ή καταχρηστικών προσφυγών. Συνεπώς, η ανωτέρω ρύθμιση δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ και του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Γνωστοποίηση της υπ'αριθ.211/2024 απόφασης της Ολομέλειας του ΣΤΕ: Επίλυση ζητημάτων σχετικά με α) τη συμπλήρωση ελλείψεων των δικαιολογητικών κατακύρωσης κατά τη διαγωνιστική διαδικασία και β) την εφαρμογή του άρθρου 43 του ν. 4782/2021 και στις εκκρεμείς διαγωνιστικές διαδικασίες

 

Πρόεδρος: Ευ. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος της Επικρατείας

 ΣτΕ Ολ 211/2024

Επίλυση ζητημάτων, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, σχετικά με α) τη συμπλήρωση από τον προσωρινό ανάδοχο ελλείψεων των δικαιολογητικών κατακύρωσης κατά τη διαγωνιστική διαδικασία και β) την εφαρμογή του άρθρου 43 του ν. 4782/2021 και στις εκκρεμείς διαγωνιστικές διαδικασίες.

 

Η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 2 του ν. 4412/2016, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 43 του ν. 4782/2021, ερμηνευόμενη ως θέτουσα μεν, κατ’ αρχήν, ως διαδικαστική προϋπόθεση για τον αποκλεισμό προσωρινού αναδόχου, την προηγούμενη υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής (ή του αναθέτοντος φορέα) να τον καλέσει να προσκομίσει εντός τασσόμενης προθεσμίας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά κατακύρωσης που παρέλειψε να προσκομίσει εντός της αρχικώς ταχθείσας προθεσμίας ή να συμπληρώσει ελλείψεις των υποβληθέντων δικαιολογητικών, χωρίς όμως να στερεί από την αναθέτουσα αρχή την αρμοδιότητα να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, αν, υπό το πρίσμα των ειδικών όρων που περιέχει η διακήρυξη, με την υποβολή των ελλιπών ή ελλειπόντων δικαιολογητικών τροποποιείται ανεπιτρέπτως το περιεχόμενο της προσφοράς, δεν παραβιάζει τις αρχές που εφαρμόζονται στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων, οι οποίες διατυπώνονται στο άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, και στις οποίες συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας και, επομένως, δεν αντίκειται στην Οδηγία αυτή ούτε στο Σύνταγμα ή σε άλλες διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος. Η νεότερη  αυτή διάταξη ισχύει μεν από 1.6.2021, ερμηνευόμενη, όμως, ενόψει του σκοπού της, ήτοι της αποφυγής αδικαιολόγητων αποκλεισμών των οικονομικών φορέων από τις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, καθώς και του διαδικαστικού της χαρακτήρα, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς διαγωνιστικές διαδικασίες που προκηρύχθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή (1.6.2021), αν και ο ν. 4782/2021 δεν περιλαμβάνει ρητή νομοθετική διάταξη για το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω, ενόψει της ανωτέρω ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 43 του ν. 4782/2021, ως εφαρμοζόμενης και επί εκκρεμών διαγωνιστικών διαδικασιών, δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 22 του ν. 4903/2022, για την επίλυση του ζητήματος αυτού, η δε εξέταση της συμβατότητας της αναδρομικότητας της τελευταίας αυτής διάταξης προς το ενωσιακό δίκαιο και της συμφωνίας αυτής προς το Σύνταγμα αποβαίνει, εν προκειμένω, αλυσιτελής.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της 148/2024 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, στο πλαίσιο «δίκης-Πιλότου», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’213): Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος (άρ. 31 ν. 3986/11, όπως ισχύει) είναι συνταγματική.

 

ΣτΕ Ολ 148/2024

Πρόεδρος: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Εισηγητής: Ευσταθία Σκούρα, Σύμβουλος Επικρατείας

 

Συνταγματικό το τέλος επιτηδεύματος

 

Με την 148/2024 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε επί πρότυπης δίκης, κρίθηκε ότι η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, όπως ισχύει, παραμένει σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι εν όψει των χαρακτηριστικών του τέλους επιτηδεύματος [χαμηλό ύψος (650 ευρώ ετησίως), πρόβλεψη εξαιρέσεων στον νόμο και μαχητός χαρακτήρας του τεκμηρίου, ώστε να απαλλάσσονται οι φορολογούμενοι για τους οποίους προκύπτει ότι δεν έχει πράγματι κτηθεί το αντίστοιχο εισόδημα], η επιβολή του δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 25 παρ. 1 εδαφ. δ και 78 του Συντάγματος, τις αρχές της καθολικότητας και της ισότητας του φόρου, την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.  

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Διαδικασία άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) – Γνωστοποίηση της από 6-3-2024 πράξης της Προέδρου του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ, ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 47-49

ΑΘΗΝΑ 105-64

ΤΜΗΜΑ Δ'

---------------

Αριθ. καταθέσεως: E510/2024       Βοηθός Εισηγητής: Παππά Κυριακή

Εθνικός Αριθμός Υπόθεσης : 2023000648

 

Η Πρόεδρος του Δ' Τμήματος

του Συμβουλίου της Επικρατείας

 

α) Το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και τα άρθρα 14 παρ. 5, 20 και 21 του π.δ. 18/1989,

β) την από 20/2/2024 αίτηση ακυρώσεως του του Q.R. του P. κατά του Υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου και κατά της από 20/9/2022, και με αριθμ. πρωτ. 2022/16061 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης.

και γ) την επί της ανωτέρω αίτησης απόφαση ΑΔ18/2024 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατυπώνεται το εξής προδικαστικό ερώτημα : «1. Ο – προβλεπόμενος στην παρ. 3 του άρθρου 10 του ν.4251/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4825/2021 – τρόπος επίδοσης της απορριπτικής ή ανακλητικής πράξης και το δημιουργούμενο τεκμήριο επίδοσής της στον ενδιαφερόμενο πολίτη τρίτης χώρας, μετά την παρέλευση 48 ωρών από την αποστολή της σ’ αυτόν με μήνυμα απλού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, χωρίς την πρόβλεψη συστήματος, το οποίο διασφαλίζει την εξακρίβωση του ακριβούς χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή, η παραλαβή και η πρόσβαση στο περιεχόμενο του ηλεκτρονικώς κοινοποιούμενου εγγράφου, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος; Τούτο δε ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία δεν αμφισβητείται μεν η αποστολή του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τη διοικητική αρχή, πλην όμως υποστηρίζεται ότι το μήνυμα αυτό ταξινομήθηκε αυτομάτως ως μήνυμα ανεπιθύμητης αλληλογραφίας και για τον λόγο αυτό δεν αναγνώστηκε εντός του ως άνω τεκμαιρόμενου χρονικού διαστήματος των 48 ωρών. 2. Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 3 της Υ.Α. 374365/9.11.2021 τρόπος κοινοποίησης ειδοποιήσεων στους πολίτες τρίτων χωρών για ζητήματα που αφορούν την πορεία της αίτησής τους με απλό μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας: α) Τηρεί τις προϋποθέσεις που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 4251/2014, η οποία ρητώς ορίζει ότι ο καθορισμός της δυνατότητας ηλεκτρονικής επικοινωνίας των πολιτών τρίτων χωρών με τις αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να γίνεται «σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και τις διαθέσιμες, κατά περίπτωση, τεχνικές δυνατότητες», ενώ η παρ. 4 του άρθρου 29 του – ήδη ισχύοντος κατά τον χρόνο δημοσίευσης της Υ.Α. 374365/9.11.2021 – ν. 4727/2020 περί Ψηφιακής Διακυβέρνησης προβλέπει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση δημοσίου εγγράφου με χρήση ΤΠΕ διενεργείται μέσω συστήματος, το οποίο επιτρέπει την εξακρίβωση του ακριβούς χρόνου, κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή, παραλαβή και πρόσβαση στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, συνάγεται δε τεκμήριο πρόσβασης στο περιεχόμενο του εγγράφου δέκα ημέρες από την επίδοση ή κοινοποίηση αυτού, εκτός εάν ο αποδέκτης αποδείξει τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση στο περιεχόμενο του εγγράφου και β) Επιτυγχάνει να εξεύρει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στο θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των πολιτών τρίτων χωρών, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (ιδίως σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, κατά την οποία αποδεικνύεται η μακρόχρονη διαμονή του αιτούντος στη χώρα), και στο δημόσιο συμφέρον για ταχεία, ευχερή και χαμηλού κόστους επικοινωνία με τους ενδιαφερόμενους πολίτες τρίτων χωρών. Αμφότερα τα ανωτέρω ερωτήματα διατυπώνονται, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι, από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει αφενός εάν ελήφθησαν υπόψη, κατά τη θέσπιση της διαδικασίας ηλεκτρονικής επικοινωνίας ως αποκλειστικής, τυχόν ειδικά χαρακτηριστικά της ενδιαφερόμενης πληθυσμιακής ομάδας, ως προς το επίπεδο ψηφιακού γραμματισμού της,  αφετέρου ότι υπήρξε, εν προκειμένω, οποιαδήποτε ενημέρωση του αιτούντος για την υποχρεωτικότητα και τους εγγενείς κινδύνους αυτού του τρόπου επικοινωνίας».

Εισάγει το ανωτέρω προδικαστικό ερώτημα προς συζήτηση ενώπιον της Επταμελούς Συνθέσεως λόγω σπουδαιότητας.

Ορίζει δικάσιμο την 11η Ιουνίου 2024, ημέρα Τρίτη ώρα 9:30 π.μ. και εισηγητή την Πάρεδρο Χάιδω Ευαγγελίου.

Παραγγέλλει να ανακοινωθεί στον εισηγητή η δικογραφία και να κοινοποιηθούν αντίγραφα της παρούσας πράξεως στους : 1. ΥΠ. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ & ΑΣΥΛΟΥ με την παράκληση να διαβιβάσει τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη δικάσιμο στον εισηγητή απευθείας όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα και 2. στον δικηγόρο Χαλκιδικής Ιωάννη Ν. Ράλλη-Καδαλά (ΑΜ 196 Δ.Σ. Χαλκιδικής), ως πληρεξούσιο του ως άνω αιτούντος.

Παραγγέλει τη δημοσίευση της πράξης αυτής στις ημερήσιες εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΣΤΙΑ» και την ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η πράξη αυτή συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθενται το ίδιο ζήτημα.

 

 

Αθήνα, 6/3/2024

 

Η Πρόεδρος                                              Η Γραμματέας

 

Σπ. Χρυσικοπούλου                                    Φ. Παπαδοπούλου

 

 

Κοινοποίηση:

1) Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (προκειμένου να μεριμνήσει για τη γνωστοποίηση της πράξης αυτής στα Διοικητικά Δικαστήρια της Χώρας)

2) Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ. 4/1-3-2024 ΠΡΑΞΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ Ν.3900/2010

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΠΡΑΞΗ 4/2024

της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010

 

Η Επιτροπή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο Ιωάννη Γράβαρη και την Αντιπρόεδρο του καθ’ ύλην αρμόδιου Τμήματος Μαρίνα-Ελένη  Κωνσταντινίδου.

 

αφού έλαβε υπ’ όψιν:

 

α) το άρθρο 1 του ν. 3900/2010,

β) την από 21.2.2024 (ΠΑ5/21.2.2024) αίτηση της ανώνυμης εταιρείας «ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ-ΜΑΡΜΑΡΑ ΓΡΑΝΙΤΕΣ-ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.» κ.λπ. (συν. 10), με την οποία ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου  Αθηνών αγωγή  αυτών (με αριθμό κατάθεσης ΑΓ896/30.12.2021), το αίτημα της οποίας είναι η αναγνώριση της υποχρεώσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού να καταβάλει σε κάθε μία από τις αιτούσες, ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του κράτους σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, ποσά που αντιστοιχούν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 21 του ν. 1767/1988 και των κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού εκδοθεισών κοινών υπουργικών αποφάσεων οικονομική ενίσχυση για τα έτη 2016-2019 παρεχόμενη από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού για την κάλυψη ποσοστού του καταβληθέντος κόστους μισθοδοσίας επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε παραμεθόριες περιοχές, η οποία καταργήθηκε αναδρομικά από 1.1.2016 με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4706/2020. Οι αιτούσες ζητούν επίσης με την ανωτέρω αγωγή τους την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της αναδρομικής κατάργησης της προαναφερομένης οικονομικής ενισχύσεως. Με την υπό κρίση  αίτηση προβάλλεται ότι με την ανωτέρω αγωγή τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, το οποίο έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, της συμβατότητας του άρθρου 87 παρ. 1 του ν. 4706/2020, με το οποίο καταργήθηκαν από 1.1.2016 το άρθρο 21 του ν. 1767/1988 καθώς και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησή του, προς το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και την συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα των αιτουσών, προς το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση λήψης μέτρων προαγωγής της οικονομίας των παραμεθόριων περιοχών, και προς τα άρθρα 43 παρ. 2 και 44 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τα άρθρα 26, 73 επ. και 95 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς των αιτουσών, αναδρομικής κύρωσης με την ως άνω νομοθετική διάταξη της ακυρωθείσας με την υπ’ αριθμ. 205/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ` αριθμ. 13311/273/21.3.2016 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και των Αναπληρωτών Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, με την οποία είχαν καταργηθεί οι κοινές υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 1767/1988. Προβάλλεται δε περαιτέρω ότι το ζήτημα αυτό έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων δεδομένου ότι αφορά όλες τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές βιοτεχνικού χαρακτήρα, ξενοδοχειακές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στις παραμεθόριες περιοχές των νομών Ξάνθης, Ροδόπης, `Εβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου, Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων,  Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών, Δράμας, Καβάλας, καθώς και των επαρχιών Καλαμάτας και Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας, και οι οποίες στερούνται αναδρομικά την παροχή της οικονομικής ενίσχυσης του άρθρου 21 του ν. 1767/1988.

γ) το γεγονός ότι για την αίτηση αυτή έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 653443914954 0819 0005 και 653509968954 0819 0080 κωδικοί ηλεκτρονικού παραβόλου).

 

αποφασίζει

 

Την αποδοχή του ανωτέρω αιτήματος, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010.

δ ι α τ ά σ σ ε ι

 

1. Να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η με αριθμό κατάθεσης ΑΓ896/30.12.2021 αγωγή, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών,

2. Να αποδοθεί στις αιτούσες το κατατεθέν για την υποβολή της παρούσας αίτησης παράβολο, και

3. Να δημοσιευθεί η πράξη αυτή στις ημερήσιες εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΣΤΙΑ»  και να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Η παρούσα πράξη συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτημα.

 

Αθήνα, 1 Μαρτίου 2024

 

Ευαγγελία Νίκα                 Ιωάννης Γράβαρης        Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου

 

Κοινοποίηση:

1) Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (προκειμένου να μεριμνήσει για την γνωστοποίηση της πράξεως στα Διοικητικά Δικαστήρια της Χώρας).

2) Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ. 3/1-3-2024 ΠΡΑΞΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ Ν.3900/2010

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΠΡΑΞΗ 3/2024

της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010

 

H Επιτροπή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο Ιωάννη Γράβαρη και την Αντιπρόεδρο του καθ’ ύλην αρμόδιου Τμήματος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, 

 

αφού έλαβε υπ΄ όψιν:

 

α) το άρθρο 1 του ν. 3900/2010,

β) την από 6.2.2024 αίτηση (ΠΑ 4/6.2.2024) του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΑΚΜΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ Α.Ε.», με την οποία ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η με αριθμό κατάθεσης ΑΚ342/2023 αίτηση ακυρώσεως, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείο Αθηνών. Με την ανωτέρω αίτηση ακυρώσεως, η οποία έχει ασκηθεί από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών», και στη δίκη έχει ασκήσει παρέμβαση το αιτούν ν.π.ι.δ. (αρ. καταθέσεως Διοικητικού Εφετείου Αθηνών: Π77/6.2.2024) ζητείται η ακύρωση της 82218/Κ4/5.2.2023 πράξης του Προϊσταμένου του Αυτοτελούς Τμήματος Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (Α.Τ.Ε.Ε.Ν.) του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με την οποία αναγνωρίσθηκε η επαγγελματική ισοδυναμία του πτυχίου BSc in Physiotherapy από το Πανεπιστήμιο Queen Margaret της Σκωτίας σε συνεργασία με το Μητροπολιτικό Κολλέγιο. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι με την αίτηση ακυρώσεως του «Πανελληνίου Συλλόγου Φυσικοθεραπευτών» τίθενται νομικά ζητήματα που αφορούν στο εάν α. η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παρ. 3 του π.δ. 38/2010 (Α΄ 78) διαδικασία αναγνωρίσεως της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να εφαρμοσθεί σε νομοθετικώς ρυθμιζόμενα επαγγέλματα και β. η εφαρμογή της διαδικασίας αυτής σε κατόχους τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης ιδρυμάτων τρίτης χώρας, η οποία δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αντίθετη προς το άρθρο 16 του Συντάγματος, ζητήματα τα οποία έχουν συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων και συγκεκριμένα σε όσους επιθυμούν να ασκήσουν νομοθετικώς ρυθμιζόμενα επαγγέλματα κατόπιν αναγνωρίσεως της επαγγελματικής ισοδυναμίας του τίτλου τους, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι τα επαγγέλματα αυτά εξαιρούνται από την ως άνω διαδικασία και περαιτέρω, στους κατόχους τίτλων σπουδών που χορηγούνται από ιδρύματα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης τρίτης χώρας, σε περίπτωση που κριθεί η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του π.δ. 38/2010 αντίθετη στο άρθρο 16 του Συντάγματος.

γ) το γεγονός ότι για την αίτηση αυτή έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 648724441954 0805 0055 και 648650620954 0805 0058 κωδικοί πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου).

 

αποφασίζει

 

Την αποδοχή του ανωτέρω αιτήματος, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010.

 

δ ι α τ ά σ σ ε ι

 

1. Να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η με αριθμό κατάθεσης ΑΚ342/2023 αίτηση ακυρώσεως, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείο Αθηνών.

2. Να αποδοθεί στο αιτούν το κατατεθέν για την υποβολή της παρούσας αιτήσεως παράβολο.

3. Να δημοσιευθεί η πράξη αυτή στις ημερήσιες εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΣΤΙΑ» και να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Η παρούσα πράξη συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτημα.

 

Αθήνα,  1 Μαρτίου 2024

 

   

Ευαγγελία Νίκα                 Ιωάννης Γράβαρης        Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου

 

 

Κοινοποίηση:

1) Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (προκειμένου να μεριμνήσει για την γνωστοποίηση της πράξεως στα Διοικητικά Δικαστήρια της Χώρας).

2) Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Γνωστοποίηση απόφασης ΣτΕ Α΄ 7μ. 2194/2023.

 ΣτΕ Α΄ 7μ. 2194/2023 

 Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος  

 Εισηγήτρια: Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος 

 I. Κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρ. 113  ΚΔΔ νομιμοποιείται να παρέμβει προσθέτως σε εκκρεμή ουσιαστική δίκη για να υποστηρίξει ορισμένο διάδικο το πρόσωπο για το οποίο η θετική  υπέρ του διαδίκου αυτού έκβαση της δίκης συνεπάγεται άμεσα ευνοϊκές έννομες συνέπειες σε συγκεκριμένα δικαιώματα ή υποχρεώσεις του προσώπου που παρεμβαίνει. Συνεπώς, προκειμένου περί σωματείου, μόνο το υπαγορευόμενο από τους καταστατικούς σκοπούς του ενδιαφέρον για την υπόθεση ή τα συμφέροντα των μελών του δεν αρκεί, καταρχήν, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των τελευταίων. Ειδικώς όμως στο πλαίσιο της κατ’ άρθρ. 1 του ν. 3900/2010 πιλοτικής δίκης, στην οποία τίθενται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, παραδεκτώς ασκείται η κατ’ άρθρ. 113 του ΚΔΔ πρόσθετη παρέμβαση από σωματείο προς υποστήριξη αγωγής μελών του, με την οποία εγείρονται αξιώσεις συνδεόμενες με ασφαλιστικά δικαιώματά τους, εφόσον το παρεμβαίνον σωματείο έχει ως σκοπό την προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων. Συνεπώς, το σωματείο που έχει ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στην παρούσα πιλοτική δίκη χωρίς να ισχυρίζεται ούτε να αποδεικνύει ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας δίκη, στην οποία τίθεται ένα ή περισσότερα από τα ζητήματα της παρούσας δίκης κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 1 του ν. 3900/2010, παραδεκτώς παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ  των εναγόντων  μελών του κατ’ επίκληση του καταστατικού σκοπού του, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών του.

 

II. Από τα άρθρ. 1, 2 και 3 του Καταστατικού του αλληλοβοηθητικού σωματείου με την επωνυμία Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (ΤΥΠΑΤΕ), 1, 4, 5, 6, 9 και 11 του Κανονισμού με τον οποίο συνεστήθη ο Ειδικός Λογαριασμός Βοηθημάτων Μελών του ΤΥΠΑΤΕ, 1, 8, 10 και 17 του Κανονισμού με τον οποίο συνεστήθη ο Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών (ΕΛΕΜ) του ΤΥΠΑΤΕ, 25 και 27 του Καταστατικού του νπδδ με την επωνυμία Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας (ΤΣΠ-ΑΤΕ) και 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρ. 12 του ν. 1405/1983, 10 ν. 1902/1990 και 2 παρ. 4 του ν. 2084/1992, συνάγεται ότι ο ΕΛΕΜ λειτουργεί ως φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, με βάση το διανεμητικό σύστημα και καθ’ υποκατάσταση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) και εν συνεχεία του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), αντιμετωπιζόμενος από τον νομοθέτη ως ομόλογος προς τους δημόσιους ασφαλιστικούς φορείς. Περαιτέρω, από τα άρθρα  58 παρ. 1 του ν. 3371/2005 και 38 παρ. 2 του ν. 3522/2006 συνάγεται ότι οι ασφαλισμένοι του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ, οι οποίοι είχαν προσληφθεί σε πιστωτικό ίδρυμα μέχρι 31.12.2004, καθώς και οι  συνταξιούχοι του πιο πάνω Ταμείου κατέστησαν από την 1η.1.2007 ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι, αντιστοίχως, του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι δε υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τους επικουρικούς ασφαλιστικούς φορείς των υπαλλήλων τους μετατράπηκαν από υποχρεώσεις προς κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών αυτών φορέων σε υποχρεώσεις προς καταβολή εισφορών στους εν λόγω φορείς, είτε ως ποσοστό επί των αποδοχών είτε ως εφάπαξ ποσό καταβαλλόμενο σε δόσεις, το ύψος των οποίων καθορίστηκε κατόπιν ειδικής οικονομικής μελέτης. Σύμφωνα με τα άρθρα 61 του ν. 3371/2005 και 3 του π.δ. 209/2006, οι πρώην ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΤΥΠΑΤΕ - ΕΛΕΜ, μετά την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ, συνέχισαν να διέπονται από τις διατάξεις του Κανονισμού του ΕΛΕΜ, που ίσχυαν κατά τον χρόνο της υπαγωγής τους στο ΕΤΑΤ, και δικαιούνταν επικουρική σύνταξη με βάση τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό αυτό προϋποθέσεις, το δε ΕΤΑΤ, ως ιδιόμορφος δημόσιος φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ανέλαβε τη διεκπεραίωση των ασφαλιστικών υποθέσεων των προσώπων αυτών, εισπράττοντας τις εισφορές και καταβάλλοντας τις παροχές, που προβλέπονταν κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή των καταστατικών διατάξεων του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ. Ακολούθως, σύμφωνα με τα άρθρ. 47 παρ. 1 του ν. 4052/2012 και 84 παρ. 1 και 2 του ν. 4387/2016 και με δεδομένη τη μη κατάρτιση των προβλεπόμενων στις διατάξεις αυτές Κανονισμών Ασφάλισης και Παροχών του ΕΤΕΑ και του ΕΤΕΑΕΠ, αντιστοίχως, τα άρθρα 10, 15 και 17  του Κανονισμού ΕΛΕΜ, με τα οποία ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την καταβολή της επικούρησης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ που κατέστησαν ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΕΤΕΑ και στη συνέχεια του ΕΤΕΑΕΠ, συνέχισαν να διέπουν τα πρόσωπα αυτά.

 III. Από τη φραστική διατύπωση του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, το οποίο αναφέρεται μόνο στον χρόνο της (οικονομικής) επιβάρυνσης του ειδικού λογαριασμού και όχι στην «απώλεια» ή την «λήξη» του δικαιώματος των συνταξιούχων στην επικούρηση και το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ,  συνάγεται ότι με το άρθρο 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ δεν θεσπίζεται επικουρική σύνταξη περιορισμένης διάρκειας που ισούται με τη χρονική διάρκεια καταβολής εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου προς τον ΕΛΕΜ, αλλά ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της χρηματοδότησης της συνταξιοδοτικής παροχής που χορηγούνταν στα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΕΛΕΜ πρόσωπα, με κατανομή της συνταξιοδοτικής δαπάνης των προσώπων αυτών μεταξύ, αφενός, του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ΕΛΕΜ που συσσωρευόταν από τις εισφορές εργοδότη (ΑΤΕ) και εργαζομένων και τους λοιπούς πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Κανονισμού και, αφετέρου, της αυτοτελούς χρηματοδότησης της ΑΤΕ, η οποία καταβαλλόταν κατ’ ουσίαν ως πρόσθετη εν ευρεία εννοία εργοδοτική εισφορά, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση της καταβολής της συνταξιοδοτικής παροχής του ΕΛΕΜ καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιζόμενου κινδύνου, σύμφωνα άλλωστε και με το άρθρο 26 της υπ’ αριθμ. 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, κυρωθείσας με τον ν. 3251/1955. Εξάλλου, η κατάργηση του Οργανισμού της ΑΤΕ με το άρθρ. 29 παρ. 2 του μεταγενέστερου ν. 4141/2013 δεν ασκεί επιρροή στο κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, στο οποίο έχει ενσωματωθεί το περιεχόμενο του άρθρου 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ,  όπως  είχε κατά τον χρόνο της παραπομπής, και το οποίο, έχοντας αυτοτελή ύπαρξη, παραμένει αμετάβλητο. Συνεπώς, το εναγόμενο παρανόμως έπαυσε να τους καταβάλει επικουρική σύνταξη, κατ’  επίκληση του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, το οποίο έχοντας την προεκτεθείσα έννοια δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη.

 

 

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Γνωστοποίηση της απόφασης του ΣτΕ Ολ 2325/2023: Ζητήματα ν. 4412/2016: (Α) Το ΕΕΕΣ λειτουργεί ως προκαταρκτική μόνο απόδειξη και όχι ως οριστική απόδειξη. (Β) Aποδεικτικά μέσα συμμόρφωσης με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας - Πιστοποιητικά σύμφωνα με κανονισμό 765/2008.

 ΣτΕ 2325/2023 Ολομ

Πρόεδρος: Ευ. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας

 

Επιλύονται ζητήματα του νόμου 4412/2016, κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010: (Α) Το ΕΕΕΣ λειτουργεί στο στάδιο υποβολής της προσφοράς ως προκαταρκτική μόνο απόδειξη και όχι ως οριστική απόδειξη. (Β) Οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να προσκομίζουν, ως αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της συμμόρφωσής τους με τα απαιτούμενα πρότυπα-συστήματα διασφάλισης ποιότητας, πιστοποιητικά εκδιδόμενα από φορείς διαπιστευμένους σύμφωνα με τον κανονισμό 765/2008. 

 (Α) Κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2014/24 και του ν. 4412/2016: Ο έλεγχος της συνδρομής ή μη λόγων αποκλεισμού και της πλήρωσης των προϋποθέσεων συμμετοχής των διαγωνιζομένων λαμβάνει χώρα σε τρία χρονικά στάδια της διαγωνιστικής διαδικασίας: (α) κατά τον χρόνο υποβολής των προσφορών, ως προς όλους τους διαγωνιζόμενους οικονομικούς φορείς με τον έλεγχο  του ΕΕΕΣ που έχουν υποβάλει, (β) κατά την ανακήρυξη του προσωρινού αναδόχου, μόνο ως προς τον προσφέροντα στον οποίο πρόκειται να γίνει η κατακύρωση [τον προσωρινό ανάδοχο] με τον έλεγχο των δικαιολογητικών που αποδεικνύουν την μη συνδρομή λόγων αποκλεισμού και την πλήρωση των κριτηρίων επιλογής, τόσο στο αρχικό στάδιο υποβολής της προσφοράς του όσο και κατά τον μεταγενέστερο χρόνο της ανακήρυξης αυτού σε προσωρινό ανάδοχο, και (γ) κατά την κατακύρωση και τη σύναψη της σύμβασης μόνο ως προς τον οριστικό ανάδοχο. Το ΕΕΕΣ και τα έγγραφα και πιστοποιητικά εν γένει, με βάση τα οποία πραγματοποιείται ο έλεγχος, έχουν ως περίοδο αναφοράς τα ανωτέρω χρονικά σημεία, προκειμένου οι αναθέτουσες αρχές να διαθέτουν επικαιροποιημένη πληροφόρηση. Συνακόλουθα, ως προς τους λόγους αποκλεισμού και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία, ο προσωρινός ανάδοχος, κατόπιν της πρόσκλησης που του απευθύνεται σύμφωνα με το άρθρο 103 του ν. 4412/2016, πρέπει να προσκομίσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 του ν. 4412/2016 αποδεικτικά μέσα, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις τόσο κατά το χρονικό σημείο υποβολής της προσφοράς όσο και κατά τον χρόνο ανάδειξης αυτού σε προσωρινό ανάδοχο. Το ΕΕΕΣ λειτουργεί στο στάδιο υποβολής της προσφοράς ως προκαταρκτική μόνο απόδειξη προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη. Ο διαγωνιζόμενος όμως που ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος έχει υποχρέωση να προσκομίσει, στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο, αποδεικτικά στοιχεία για την συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων, τα οποία ανάγονται αφενός στον χρόνο υποβολής της προσφοράς του και αφετέρου στον χρόνο ανακήρυξής του σε προσωρινό ανάδοχο.

 Κατά τις διατάξεις των άρθρων 284 και 309 του ν. 4412/2016: Στους αναθέτοντες φορείς παρέχεται η δυνατότητα να απαιτούν από τους διαγωνιζόμενους οικονομικούς φορείς την υποβολή πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ως αποδεικτικό μέσο για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων και των προσφερομένων εκ μέρους τους υπηρεσιών προς τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τα κριτήρια ανάθεσης της διακήρυξης ή τους όρους εκτέλεσης της υπό ανάθεση σύμβασης. Προς διασφάλιση του αναγκαίου βαθμού αξιοπιστίας και διαφάνειας της λειτουργίας τους, οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκδίδουν τα πιστοποιητικά αυτά απαιτείται να είναι διαπιστευμένοι [βλ. άρθρα 284 παρ. 1 και 309 παρ. 1 ν. 4412/2016 και τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας]· κατά τους ρητούς δε ορισμούς του άρθρου 284 του ν. 4412/2016, ο οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης πρέπει να είναι διαπιστευμένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 765/2008. Όταν ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης ζητά διαπίστευση, την ζητά, κατ’ αρχήν, από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης του κράτους-μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αξιολόγησης, υπό την επιφύλαξη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 7 του κανονισμού για τη “διασυνοριακή διαπίστευση”, και δεν επιτρέπεται ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λάβει διαπίστευση από εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος οργανισμό, προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητά του στο έδαφος της Ένωσης, ακόμη και όταν ο οργανισμός διαπίστευσης του τρίτου κράτους διαθέτει πιστοποίηση περί του ότι πληροί τα διεθνή πρότυπα για την άσκηση της δραστηριότητας διαπίστευσης και έχει προβεί σε σύναψη συμφωνιών περί αμοιβαίας αναγνώρισης στο πλαίσιο διεθνών φορέων οι οποίοι έχουν τον χαρακτήρα ένωσης προσώπων. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις για τη διαπίστευση ισχύουν, για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, και για τους οργανισμούς οι οποίοι εκδίδουν πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τη συμμόρφωση των διαγωνιζόμενων οικονομικών φορέων με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 309 του ν. 4412/2016 το οποίο απαιτεί πιστοποίηση από διαπιστευμένους οργανισμούς, καίτοι το άρθρο αυτό δεν παραπέμπει ρητώς στον κανονισμό 765/2008. Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να προσκομίζουν, ως αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της συμμόρφωσής τους με τα απαιτούμενα πρότυπα-συστήματα διασφάλισης ποιότητας, πιστοποιητικά εκδιδόμενα από φορείς διαπιστευμένους σύμφωνα με τον κανονισμό 765/2008. 

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης των αποφάσεων 1527-9/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας - Πρότυπη δίκη. Περικοπές αποδοχών των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας. Αντισυνταγματικότητα των διατάξεων της περ. 22 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.

 ΣτΕ Ολομ. 1527-9/2023

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Β. Ραφτοπούλου, Σύμβουλος

Πρότυπη δίκη. Αντίθεση των διατάξεων της περ. 22 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που θεσπίζουν περικοπές αποδοχών των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας προς τις διατάξεις των άρθρων16 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος.


Ο νομοθέτης δύναται σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης να θεσπίζει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των απασχολούμενων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (πρβλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 2192-2196/2014, 668/2012, Ολομ.). Επί πλέον δε όρια στην εξουσία του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού (ΣτΕ 479-81/2018, 4741/2014 Ολομ., απόφαση 88/2013, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ).
Με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ελευθερία της επιστημονικής σκέψης και έρευνας ως ατομικό δικαίωμα του επιστήμονα ερευνητή, με την καθιέρωση υποχρέωσης του Κράτους για ανάπτυξη, ενίσχυση και προαγωγή της ερευνητικής εργασίας από οποιονδήποτε φορέα και αν διεξάγεται (ΣτΕ1374/1997, 2137/1995, 1043/1989, 4126/1980) και λήψη των αναγκαίων μέτρων προς θωράκισή της έναντι των τρίτων. Εγγύηση δε για την εξασφάλιση της ελεύθερης ανάπτυξης της επιστήμης και της έρευνας αποτελεί η πρόβλεψη από τον νομοθέτη ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης προς διασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των επιστημόνων ερευνητών. Η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση που επεφύλαξε ο κοινός νομοθέτης στους ερευνητές, ανάλογη με εκείνη των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος και για τους ερευνητές, όπως και για τους πανεπιστημιακούς, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους, της αποστολής τους και των αυξημένων προσόντων τους, υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ακώλυτη άσκηση του ερευνητικού τους έργου, δηλαδή αποδοχών ειδικώς προβλεπομένων γι’ αυτούς, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς τη σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος, που να τους επιτρέπει να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους, λαμβανομένων βεβαίως υπ' όψιν των εκάστοτε οικονομικών δυνατοτήτων του Κράτους. Εξάλλου η προσέλκυση νέου υψηλού επιπέδου επιστημονικού δυναμικού ερευνητικής δραστηριότητας αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Κράτους.

Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια». Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1 καταργήθηκαν από 1.1.2013 όλα τα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ με την περίπτωση 22 τροποποιήθηκε το άρθρο 38 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις (πέραν των προβλεπόμενων στους ν. 3833/2010, 3845/2010, 3896/2011, 4002/2011) στις αποδοχές των ερευνητών.

Ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε έλεγχο ορίων εκ μέρους του δικαστή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4741, 3404, 3406, 3177, 2192-2196/2014, 668/2012, ΣτΕ 1031/2015, 1372-1373/2012, 2672/2009 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 19.4.2007, Eskelinen κατά Φιλανδίας, απόφαση της 20.3.2012, Panfile κατά Ρουμανίας, ΣτΕ Ολομέλεια 2192-6, 3177, 3404, 3406/2014 πρβλ. και ΣτΕ 3616, 3502, 3151/2008), εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του προσφεύγοντος (ΣτΕ Ολομέλεια 668 και 1283/2012). Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται θέσπισε την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Μολονότι καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε, συλλήβδην, ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εκλήφθηκε ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργών και υπαλλήλων (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 479-481/2018, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Κατά συνέπεια, επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στους βασικούς μισθούς των ερευνητών, επί τη βάσει του βασικού μισθού του Ερευνητή Δ΄, καθώς και στα ποσοστά αναπλήρωσης των βασικών μισθών των ερευνητών άλλων βαθμίδων, αλλά και στα επιδόματα των περιπτώσεων β, γ και ε του άρθρου 38 παρ. 3 του ν. 3205/2003, κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου. Τα δικαστήρια δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του νομοθέτη να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπ’ όψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ερευνητών, η οποία απορρέει από το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας, υπό τη δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρέωσης του νομοθέτη να μη μεταχειρίζεται με όμοιο τρόπο άνισες καταστάσεις. Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (περίπτωση 22, υποπαράγραφος Γ.1, παράγραφος Γ, άρθρου πρώτου ν. 4093/2012) στο μισθολόγιο των ερευνητών, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα αμέσως ανωτέρω στοιχεία. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των ερευνητών παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Κατά συνέπεια, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ερευνητών, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και τις προηγούμενες μειώσεις που επιβλήθηκαν διαδοχικά επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών, καθώς και άλλες μειώσεις του εισοδήματός τους με άλλα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσης υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι οι διατάξεις της περίπτωσης 22 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις των αποδοχών των ερευνητών καθώς και οι διατάξεις της 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και στην απορρέουσα από αυτό αρχή της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Αντίθετη μειοψηφία.

Χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας ο χρόνος δημοσίευσης των αποφάσεων. Αναδρομικότητα για τους ενάγοντες και τους ασκήσαντες ένδικα βοηθήματα ή μέσα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων.

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της απόφασης 1537/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας - Η πριμοδότηση διακριθέντων αθλητών για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και ορθολογικής οργάνωσης της εκπαίδευσης. Οι πανελλήνιοι αγώνες δεν είναι ήσσονος σημασίας.

ΣτΕ Ολ 1537/2023

Πρόεδρος: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Σταυρούλα Κτιστάκη, Σύμβουλος

ΣτΕ Ολ 1537/2023: Η πριμοδότηση διακριθέντων αθλητών για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και ορθολογικής οργάνωσης της εκπαίδευσης. Οι πανελλήνιοι αγώνες δεν είναι ήσσονος σημασίας.


Με την 1537/2023 απόφαση της Ολομέλειας επιλύθηκε προδικαστικό ερώτημα, υποβληθέν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στο πλαίσιο εκδίκασης αιτήσεως ακυρώσεως κατά της Φ.253/111357/Α5/27.8.2020 αποφάσεως της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων υπό τον τίτλο «Κύρωση πινάκων εισαγομένων στα Τμήματα/Εισαγωγικές Κατευθύνσεις και στις Σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021 των υποψηφίων οι οποίοι συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις των Γενικών Λυκείων 2020 με το Νέο σύστημα εισαγωγής του ν. 4186/2013 (ΦΕΚ 193 Α′), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει». Η ακύρωση της ως άνω αποφάσεως εζητείτο κατά το μέρος που εισήχθησαν στις Ιατρικές Σχολές της χώρας, κατά παράλειψη της αιτούσας, υποψήφιοι με την κατηγορία των διακριθέντων αθλητών, και συγκεκριμένα: α) υποψήφιοι που εισήχθησαν, λόγω πολύ υψηλών αθλητικών διακρίσεων, χωρίς συμμετοχή στις πανελλαδικές εξετάσεις, καθ’ υπέρβαση του αριθμού των εισακτέων και χωρίς ποσοτικό περιορισμό (εδάφιο α′ της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999) και β) υποψήφιοι που εισήχθησαν σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) του αριθμού των εισακτέων, κατόπιν συμμετοχής στις πανελλαδικές εξετάσεις και προσαυξήσεως της βαθμολογίας τους λόγω αθλητικών διακρίσεων (εδάφιο δ′ της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999).
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε ότι η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 75 του ν. 4589/2019 (και τη διατήρηση των τροποποιήσεων και με τις επακολουθήσασες διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4726/2020), δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ), καθώς και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχόμενης εκπαιδεύσεως (άρθρο 16 Σ), σε συνδυασμό και με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού. Τούτο διότι με την ανωτέρω ρύθμιση: α) για την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε σχολή της προτιμήσεώς του, απαιτείται πλέον αυτός να συγκεντρώνει, μετά την προσαύξηση από τις αθλητικές διακρίσεις, αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 100% των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στην ίδια σχολή κατά το ίδιο ακαδημαϊκό έτος, αντί του αντίστοιχου ποσοστού 90% που προβλεπόταν υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, ήτοι με τη ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπεται πλέον εισαγωγή αθλητή σε σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συνολικό αριθμό μορίων, μετά την -συνταγματική καταρχήν- προσαύξηση λόγω των αθλητικών διακρίσεων, μικρότερο από τον αριθμό των μορίων που έλαβε ο τελευταίος εισαχθείς στην ίδια σχολή και β) επαναφέρεται το ποσοστό των εισακτέων για την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή διακριθέντων αθλητών στα Α.Ε.Ι. σε 3%, το οποίο ίσχυε πριν την τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 με το άρθρο 17 του ν. 4429/2016 και το οποίο δεν παρίσταται αυθαίρετο.
Επίσης, κρίθηκε ότι η πριμοδότηση των διακρινόμενων σε πανελλήνιους αγώνες όλων των κατηγοριών αθλητών δεν αντίκειται στις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές αρχές. Τούτο διότι το προβλεπόμενο στον νόμο πλέγμα προϋποθέσεων για την αναγνώριση διακρίσεως στους πανελλήνιους αγώνες όλων των κατηγοριών παρέχει επαρκή εχέγγυα ως προς την ποιοτική στάθμη των αγώνων αυτών, δεδομένου ότι απαιτείται εκ του νόμου συμπλεκτικώς: α) η διάκριση να αφορά άθλημα ή αγώνισμα που καλλιεργείται από αναγνωρισμένη ομοσπονδία, β) η συμμετοχή ελάχιστου αριθμού (6) σωματείων για τα ομαδικά αθλήματα, γ) η συμμετοχή ελάχιστου αριθμού (8) αθλητών, προερχόμενων από τον ως άνω αριθμό των σωματείων, για τα ατομικά αθλήματα και δ) στα ομαδικά αθλήματα ο διακριθείς αθλητής πρέπει να έχει συμμετοχή τουλάχιστον στο 50% των αγώνων της διοργανώσεως, ενώ παραλλήλως, ο συνολικός αριθμός των συμμετασχόντων αθλητών της ομάδας του πρέπει να μην υπερβαίνει το 20% του αριθμού των αθλητών που δικαιούνται, βάσει των κανονισμών του αθλήματος, να συμμετάσχουν στη διοργάνωση.
Τέλος, το Δικαστήριο απέσχε της απαντήσεως στα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα. Και τούτο διότι στην παραπεμπτική απόφαση δεν εξηγείται τεκμηριωμένα, αλλ’ ούτε και παρίσταται πρόδηλο, ότι από τις μνημονευόμενες διατάξεις και τους προβαλλόμενους λόγους της αιτήσεως ακυρώσεως δημιουργείται, όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρο 1 του ν. 3900/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012), «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος» με «συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων».

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της απόφασης 1531/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας - Διακοπή παραγραφής με επίδοση αγωγής στο Δημόσιο από τον ενάγοντα (αρ.75 παρ.2 ΚΔΔ, αρ.19 ν.3900/2010). Έλλειψη της επίδοσης αυτής αναπληρώνεται από την επίδοση της γραμματείας του δικαστηρίου (αρ. 128 ΚΔΔ).

 ΣτΕ Ολ 1531/2023

Πρόεδρος: Ε.Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος

ΣτΕ Ολ 1531/2023: Προδικαστικό ερώτημα Διοικ. Πρωτ. Χανίων. Αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Διακοπή της παραγραφής της αξίωσης με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο Δημόσιο με επιμέλεια του ενάγοντος, κατ’ άρ. 75 παρ.2 του ΚΔΔ (άρ. 19 ν.3900/2010). Η ανωτέρω διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρ.143 περ. α’ του ν. 4270/2014. Παράλειψη επίδοσης της αγωγής από τον ενάγοντα δύναται να αναπληρωθεί με την επίδοση της αγωγής από τη γραμματεία του δικαστηρίου, κατ’ άρ.128 παρ.1 του ΚΔΔ, οπότε η διακοπή της παραγραφής δύναται να επέλθει με την επίδοση αυτή.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3900/2010, προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να ρυθμίσει κατά τρόπο ειδικό, στην περίπτωση άσκησης αγωγής, την επέλευση της διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου στο χρονικό σημείο της επίδοσής της στο εναγόμενο με επιμέλεια του ενάγοντος. Η επίμαχη διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρθρου 143 περ. α΄ του ν.4270/2014 (περί δημοσίου λογιστικού), η οποία ορίζει γενικώς ως λόγο διακοπής της παραγραφής την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο. Εξάλλου, η υποχρέωση για τη διενέργεια των προβλεπόμενων στο άρθρο 128 του ΚΔΔ επιδόσεων από τη γραμματεία του δικαστηρίου εξακολουθεί να ισχύει ως προς την αγωγή και μετά την τροποποίηση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΔΔ. Σε περίπτωση, πάντως, κατά την οποία ο ενάγων παραλείψει να επιδώσει την αγωγή στο εναγόμενο και η αγωγή επιδοθεί στο τελευταίο με τη φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου, εξασφαλίζεται η γνώση του εναγομένου για την άσκηση της αγωγής και το περιεχόμενο αυτής, απαίτηση δε για την εκ νέου επίδοση της αγωγής με επιμέλεια του ενάγοντος θα αποτελούσε περιττή τυπολατρία. Κατ’ ακολουθίαν, με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο με τη φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου αναπληρώνεται η έλλειψη επίδοσης της αγωγής από τον ενάγοντα και, συνεπώς, επέρχεται διακοπή της παραγραφής της ένδικης αξίωσης, αν τυχόν η επίδοση αυτή έχει διενεργηθεί πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Σε κάθε περίπτωση, δεν θεσπίζεται υποχρέωση της γραμματείας του δικαστηρίου να προβεί στην επίδοση αυτή πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, προκειμένου να διακοπεί η παραγραφή της ένδικης αξίωσης, καθώς τούτο επαφίεται στην πρωτοβουλία και ευθύνη του ενάγοντος.