Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Εφαρμογή του θεσμού του εισηγητή δικαστή




Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η   Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α                                 Αθήνα,   11 Ιανουαρίου 2017
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ                           Αρ. Πρωτ.: 148
ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Ταχ.   Δ/νση:  Λ. Ριανκούρ  85 Αθήνα
Τ.Θ. 160 98   Τ.Κ.115 03                                          ΠΡΟΣ:
FAX:              210-69.80.076                         Τους Προέδρους των Τριμελών Συμβουλίων
Τηλέφωνο:    210-69.62.368                        Διεύθυνσης και τους Διευθύνοντες
E-mail:  g-epitropia-d-d@otenet.gr             Προέδρους των Διοικητικών Δικαστηρίων
                                                                      της Χώρας.
                                                                    
                                                                      

ΘΕΜΑ: «Η εφαρμογή του θεσμού του εισηγητή δικαστή, που εισήχθη με το νόμο 4446/2016 και στις διοικητικές διαφορές της ουσίας».

Με το άρθρο 24 του πρόσφατου νόμου 4446/2016 (Α΄ 240) εισήχθη και στη διαδικασία εκδίκασης των διοικητικών διαφορών της ουσίας, ο θεσμός του εισηγητή δικαστή.
Ο θεσμός αυτός, παρά τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί από μερίδα συναδέλφων, πιστεύουμε ότι όχι απλώς θα επιταχύνει τις διαδικασίες, αλλά και θα διασφαλίσει καλύτερα και την ποιότητα στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί διαχρονική επιδίωξη όλων μας.

Ι

Ειδικότερα, ο θεσμός αυτός:

α) Επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό του διακυβεύματος της κάθε υπόθεσης. Αυτό ούτως ή άλλως ελέγχεται εκ των υστέρων ως κριτήριο που έχει θέσει το ΕΔΔΑ, ήδη με την απόφασή του König κατά Γερμανίας της 28ης Ιουνίου 1978 (§§99, 111), για την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου και τον υπολογισμό της δίκαιης ικανοποίησης, στο στάδιο δηλ. όπου επιβαρύνεται πια ο έλληνας πολίτης.

β) Αποκλείει τους νεκρούς χρόνους που δεν είναι ανεκτοί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τους χρόνους όπου μία υπόθεση παραμένει στη δικαστική υπηρεσία σε αδρανή κατάσταση, χωρίς κανείς να ασχολείται με αυτήν επί σειρά ετών (ΕΔΑΔ 6.4.2000, Thlimmenos κ. Ελλάδας §61), ακόμη και αν τελικώς θα έπρεπε να είχε παραπεμφθεί σε άλλο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας ή να είχε απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, ή να είχε διεκπεραιωθεί άμεσα μετά την αμετάκλητη επίλυση των νομικών της ζητημάτων κ.λπ., μέσω μίας διαδικασίας σε συμβούλιο, για την οποία θα αρκούσε ίσως και μία απλή πρώτη ματιά στο δικόγραφο ή την προσβαλλόμενη πράξη, χωρίς καμία περαιτέρω «άσκοπη» εργασία του εισηγητή. Η διαδικασία αυτή αποτελεί κατά κοινή ομολογία ένα θετικό μέτρο για όλους, καθώς επιτρέπει την επιτάχυνση και αποφορτίζει δικαστήρια και δικαστές από υποθέσεις για τις οποίες δεν είναι τελικά αναγκαία η εισαγωγή τους, με σημαντική συχνά καθυστέρηση, στην τακτική διαδικασία.

γ) Μεταφέρει ένα τμήμα του έργου του δικαστή, από την επεξεργασία του φακέλου μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και τη συγγραφή της απόφασης, στο στάδιο της διαχείρισης και της προετοιμασίας της, το οποίο δεν μπορεί να θεωρείται σήμερα ότι ξεφεύγει από το κύριο δικαιοδοτικό του καθήκον, όταν μάλιστα αποτελεί τον κανόνα σε όλα τα ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα, ενίοτε με πολύ πιο ουσιαστική συμμετοχή του δικαστή κατά την προδικασία (προκαταρκτικές ακροάσεις των διαδίκων κ.λπ.). Η συλλογή των κρίσιμων για την υπόθεση στοιχείων με την πλήρη αξιοποίηση του ανακριτικού συστήματος που ισχύει στη διοικητική δίκη, αφού προηγουμένως σε μία πρώτη φάση θα έχει επιβεβαιωθεί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου και το μη αναγκαίο εισαγωγής της υπόθεσης σε συμβούλιο για έναν από τους προαναφερθέντες λόγους, όπως και η επικοινωνία με τους διαδίκους, ώστε η συζήτηση της υπόθεσης να γίνεται σε βέλτιστο/ώριμο χρόνο και να οδηγεί στην έκδοση οριστικής απόφασης επί της διαφοράς, όταν μάλιστα πρόκειται για διαφορές ουσίας όπου συχνά το δικαίωμα που πλήττεται χρήζει άμεσης αποκατάστασης, αποτελούν ασφαλώς πλεονεκτήματα του νέου θεσμού. Εάν λειτουργήσει σωστά, θα δούμε μία δραστική συρρίκνωση των αναβολών, οι οποίες εξακολουθούν να χορηγούνται και δη επί δυσχερών και πολύπλοκων ιδίως υποθέσεων, για σπουδαίο ασφαλώς λόγο, ο οποίος θα έπρεπε στοιχειωδώς να καταγράφεται σε ένα πρακτικό, στοιχείο αναγκαίο προκειμένου να κριθεί στη συνέχεια το δικαιολογημένο ή μη της υπέρβασης του ευλόγου χρόνου, ή λόγω της μη προσκόμισης του διοικητικού φακέλου, με κίνδυνο να οδηγηθούμε στην περίπτωση αυτή σε υποχρεωτική συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 129 παρ. 4 Κ.Δ.Δ.) και σε περαιτέρω καθυστερήσεις εάν ο δικαστής δεν μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, όπως και έναν περιορισμό στην έκδοση προδικαστικών αποφάσεων (πόσες φορές άραγε δεν επιφυλάχθηκε το δικαστήριο σε αίτημα εξέτασης μαρτύρων;). Ο υπαρκτός κίνδυνος από τη λεγόμενη διαδοχική μεταχρέωση των υποθέσεων σε άλλους εισηγητές, η οποία πάντως αποτελεί φαινόμενο που ισχύει και σήμερα μέσω της ανακύκλωσης των αναβολών σε κρίσιμες μάλιστα υποθέσεις, ελαχιστοποιείται από τη στιγμή που η υπό προετοιμασία, στη δεύτερη αυτή φάση, υπόθεση, θα έχει ήδη προσδιοριστεί σε δικάσιμο, ιδίως όταν, με τη μείωση της εισροής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια λόγω των μέτρων που λήφθηκαν από το 2008 και μετά, υπάρχει βάσιμη προσδοκία ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα εκδικάζουμε τις πλέον πρόσφατες υποθέσεις.

δ) Σηματοδοτεί μία στροφή στο σεβασμό προς τους διαδίκους, οι οποίοι αποκτούν δυνατότητα επικοινωνίας με το δικαστήριο μέσω του οριζόμενου για την υπόθεσή τους εισηγητή δικαστή και ενημερώνονται για τους δικαστικούς χρόνους. Η εικόνα να έρχονται στο ακροατήριο διάδικοι, διότι κλητεύθηκαν το πρώτον προς τούτο από το δικαστήριο, προκειμένου να συζητήσουν την υπόθεσή τους και η υπόθεση να αναβάλλεται διότι ο γραμματέας δεν κλήτευσε νόμιμα τους λοιπούς διαδίκους, όταν μάλιστα ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο έχει πολλαπλασιαστεί λόγω των διαρκών οργανωτικών μεταβολών στο δημόσιο τομέα, ή διότι διαπιστώνεται ότι λείπει ένα κρίσιμο στοιχείο του φακέλου, ή διότι απλώς ζητείται η αναβολή από κάποιο άλλο διάδικο, χωρίς ούτε αυτοί, ούτε και το ίδιο το Δικαστήριο να είναι ενημερωμένοι, προκαλεί ευλόγως αντιδράσεις. Μέσω του εισηγητή, οι διάδικοι αυτοί, θα καλούνται, να θέσουν υπόψη του δικαστηρίου αλλά και των αντιδίκων τους, σε επίκαιρο χρόνο, τα ελλείποντα στοιχεία και να καλύψουν τυπικές παραλείψεις και πέραν των οριζομένων στο άρθρο 139Α Κ.Δ.Δ., ώστε να αποφεύγεται η επανάσκηση του ενδίκου βοηθήματος (άρ.70 Κ.Δ.Δ.).

ε) Ενισχύει την ασφάλεια δικαίου, διότι επιτρέπει στον εισηγητή, σε συνεργασία με τον διευθύνοντα ή τον πρόεδρο του τμήματός του, να εντοπίζει τυχόν συναφείς υποθέσεις, μη στηριζόμενος μόνον στις καταγραφές στις οποίες προβαίνει η γραμματεία επί του φακέλου της δικογραφίας, να ενημερώνεται για την κίνηση παρομοίων υποθέσεων στο δικαστήριο προς αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων, να καλεί τους δικαιούμενους σε παρέμβαση, ώστε να αποφεύγονται οι περιττές αναβολές, ή οι εκ των υστέρων ασκούμενες τριτανακοπές κατά της απόφασης, να παρακολουθεί τις τυχόν μεταβολές που υφίσταται η υπόθεση σε διοικητικό επίπεδο κατά το στάδιο της εκκρεμοδικίας ώστε να μην προκαλούνται αδιέξοδες καταστάσεις με την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, να συνδέει το κύριο ένδικο βοήθημα με την πορεία της αίτησης προσωρινής προστασίας κ.ο.κ.

Πέραν όμως των ανωτέρω, η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή και στις διαφορές ουσίας, στην ήπια μάλιστα εκδοχή του, δηλ. χωρίς κατά κανόνα τη σύνταξη σχετικής έκθεσης, σηματοδοτεί μία επιζητούμενη σύγκλιση των δικονομικών συστημάτων ακυρωτικής και ουσιαστικής δίκης, επιτρέποντας την άρση των αδικαιολόγητων πλέον αποκλίσεων μεταξύ των δύο διαδικασιών, επενεργώντας θετικά στην κατεύθυνση ενός ενοποιημένου δικονομικού πλαισίου, στη λογική της απλοποίησης και της σαφήνειας. Η σύγκλιση αυτή διευκολύνεται σήμερα με τον αντίστοιχο περιορισμό του ρόλου της εισήγησης στην ακυρωτική διαδικασία και πρέπει να ολοκληρωθεί με έναν ομοιόμορφο τρόπο προσδιορισμού των υποθέσεων. Μία τέτοια πρώτη προσέγγιση προτείναμε ήδη με το με αρ. πρωτ. 2750/6.10.2016 έγγραφό μας προς την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με αντικείμενο την επεξεργασία ρυθμίσεων για τη διοικητική δικαιοσύνη.

Παράλληλα, με την άμεση χρέωση της υπόθεσης σε εισηγητή δικαστή, μπορούμε να ανακτήσουμε τη δυνατότητα ενεργοποίησης της πρότυπης δίκης με πρωτοβουλία του δικαστηρίου και όχι με πρωτοβουλία οποιουδήποτε εκ των διαδίκων όπως προβλέπεται σήμερα. Μπορούμε, επίσης, να διεκδικήσουμε ενεργά τη συνδρομή των λεγόμενων βοηθών δικαστών, που υπάρχουν σε πολλές χώρες και έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμοι στην επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών. Με τη συνδρομή τους θα αποκλείσουμε παντελώς και κάθε πιθανότητα αρνητικών συνεπειών από τη μεταχρέωση των υποθέσεων σε άλλους εισηγητές. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη τεθεί από τη Γενική Επιτροπεία (σχετ. το 3262/17.11.2016 έγγραφό της) στην αρμόδια νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την αναμόρφωση των διατάξεων του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000), υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Ι. Γράβαρη και υπάρχει θετικότατη ανταπόκριση για την εισαγωγή στο άρθρο 18 του εν λόγω Κώδικα, ενός νέου κλάδου δικαστικών υπαλλήλων (Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου), πτυχιούχων νομικής, που δεν θα απασχολούνται με τα τρέχοντα γραμματειακά καθήκοντα, αλλά θα συνδράμουν κατά κυριολεξία το έργο των διευθυνόντων τα δικαστήρια και των δικαστών.

ΙΙ

Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις:

α) Άρθρο 20 π.δ. 18/1989 (Α΄ 8):

«Μετά την κατάθεση ενδίκου μέσου ο Πρόεδρος με πράξη του ορίζει εισηγητή ένα Σύμβουλο ή Πάρεδρο, καθώς και τη δικάσιμο η οποία σημειώνεται στο πινάκιο και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία στον εισηγητή. Με την ίδια πράξη ορίζεται επίσης ο βοηθός Εισηγητής του Συμβούλου και, αν συντρέχει περίπτωση και του Παρέδρου. Ο Πρόεδρος μπορεί οποτεδήποτε, ακόμη και προφορικώς, να αντικαταστήσει με άλλον τον εισηγητή σε περίπτωση κωλύματος».

β) Άρθρο 4 ν. 702/1977 (Α΄ 268):

«1. Ενώπιον των διοικητικών εφετείων, δικαζόντων κατά τον παρόντα νόμον επί αιτήσεων 
ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι αφορώσαι εις το ένδικον τούτο μέσον διατάξεις
 του Ν.Δ. 170/1973 "περί του Συμβουλίου της Επικρατείας",ως εκάστοτε ισχύουν με τας
 ακολούθους τροποποιήσεις: α. Όπου εν αυταίς αναφέρεται το Συμβούλιον της Επικρατείας,
 ο Πρόεδρος, τα μέλη ή η Γραμματεία αυτού νοείται το οικείον διοικητικόν εφετείον, 
ο Προέδρος αυτού, οι εφέται και η Γραμματεία αυτού. β)  Στα  διοικητικά  εφετεία 
 όπου  υπηρετούν περισσότεροι από ένας   πρόεδροι,  ο  προϊστάμενος  του  διοικητικού 
 εφετείου  κατανέμει  τις υποθέσεις  μεταξύ  των  τμημάτων. Ο πρόεδρος του τμήματος 
 με πράξη του ορίζει για κάθε υπόθεση εισηγητή έναν από τους εφέτες του τμήματός του 
 καθώς και τη δικάσιμο που σημειώνεται στο πινάκιο και παραγγέλλει  την  ανακοίνωση  
 της  δικογραφίας  στον  εισηγητη.  Ο πρόεδρος του τμήματος  μπορεί οποτεδήποτε,
 αν κωλύεται ο  εισηγητής  που  ορίστηκε,  να  τον  αντικαταστήσει με άλλον και προφορικώς».

 γ) Άρθρο 126Α παρ. 3 Κ.Δ.Δ.:

«3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διοίκησης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτούς δικαστής, με πράξη του στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, η οποία δεν κοινοποιείται στους διαδίκους, ορίζει το τμήμα ή το δικαστή για την κατά τις προηγούμενες παραγράφους εκδίκαση της υπόθεσης. Για τις υποθέσεις για τις οποίες έχει προσδιορισθεί δικάσιμος, η ως άνω αρμοδιότητα ανήκει στον πρόεδρο του οικείου τμήματος ο οποίος, με την ίδια πράξη, διατάζει και τη διαγραφή τους από το πινάκιο.».

δ) Άρθρο 127 παρ.1 και 2 Κ.Δ.Δ.:

Ορισμός δικασίμου - Εγγραφή στο πινάκιο
«1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής, που διευθύνει το δικαστήριο, με πράξη του πάνω στα κατά το προηγούμενο άρθρο δικόγραφα, ορίζει δικάσιμο. Ο ίδιος μπορεί, κατά τον ίδιο τρόπο, να ορίσει συντομότερη δικάσιμο από εκείνην που όρισε αρχικά είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου. Όσες από τις διαφορές της περίπτωσης β` της παραγράφου 2 του άρθρου 6, που υπάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του εφετείου, έχουν αντικείμενο που υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, προσδιορίζονται κατά προτεραιότητα εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Ως αντικείμενο της διαφοράς νοείται το ποσό της εισφοράς, φόρου, τέλους κλπ., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους. 2. Οι υποθέσεις που προσδιορίζονται για κάθε δικάσιμο καταχωρούνται, στο πινάκιο που προβλέπεται από το π.δ. 402/1983, όπως εκάστοτε ισχύει, το οποίο και τηρείται από τη γραμματεία».

ε) Σύμφωνα με τις νεώτερες διατάξεις:

ι) του άρθρου 24 του νόμου 4446/2016:

«1. Στο άρθρο 127 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής: «3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος, αμέσως μετά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, με πράξη του επ’ αυτού, ορίζει εισηγητή τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία σε αυτόν. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί οποτεδήποτε, ακόμη και προφορικώς, να αντικαταστήσει τον εισηγητή σε περίπτωση κωλύματος. Εισηγητής δεν ορίζεται για το ένδικο βοήθημα της αγωγής ή για ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδίδεται επί αγωγής. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων κατά το άρθρο 124, εισηγητής ορίζεται εφόσον τούτο απαιτείται για ένα από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο». 2. Μετά το άρθρο 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 128Α με τίτλο «Καθήκοντα εισηγητή», ως εξής: «1. Ο εισηγητής, σε συνεργασία, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο, με τον πρόεδρο του συμβουλίου διεύθυνσης ή τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και για τη διενέργεια των επιδόσεων εκ μέρους της γραμματείας. 2. Ο εισηγητής μπορεί να ανακοινώνει τη δίκη στους δικαιούμενους σε παρέμβαση, να επικοινωνεί με τους διαδίκους, να τους ενημερώνει για τυχόν τυπικές παραλείψεις και να ζητά από αυτούς να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα. 3. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών για τη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα ζητούμενα στοιχεία και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες. 4. Όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, ο εισηγητής συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στα ζητήματα αυτά. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση, προκειμένου να λάβουν γνώση οι διάδικοι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης από τον εισηγητή, ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης». 3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Η έκθεση με τον κατά την προηγούμενη παράγραφο διοικητικό φάκελο διαβιβάζονται στο δικαστήριο τριάντα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο». 4. H παράγραφος 2 του άρθρου 133 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η συνεδρίαση αρχίζει με την προεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο, κατά τη σειρά της εγγραφής τους σε αυτό. Την προεκφώνηση ακολουθεί η εκφώνηση και η συζήτηση των υποθέσεων. Σε περίπτωση που έχει συνταχθεί έκθεση κατά το άρθρο 128Α, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωσή της από τον εισηγητή. Σε ειδική στήλη του πινακίου, ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση σημειώνει, για κάθε περίπτωση, κατά μεν την προεκφώνηση, αν τυχόν η υπόθεση αναβάλλεται ή διαγράφεται, μετά δε την εκφώνηση και τη συζήτηση, αν οι διάδικοι παραστάθηκαν και πώς κατ’ αυτήν, καθώς και ότι η υπόθεση συζητήθηκε. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο, αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση που έχει γίνει από πληρεξούσιο του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος. Η δήλωση αυτή παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή, σε περίπτωση κοινής δήλωσης, από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ύστερα από αίτηση διαδίκου, δεν κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση». 5. Oι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος».

ιι) του άρθρου 22 του νόμου 4446/2016:

«1. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 126Α προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Την κατά τα ανωτέρω εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μπορεί να προτείνει στον πρόεδρο και ο ορισθείς κατά το άρθρο 127 ως εισηγητής». 2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Οι κατά τις παραγράφους 1 και 2 αποφάσεις λαμβάνονται μόνον ομοφώνως και μετά την αποστολή του φακέλου από τη διοίκηση, όταν τούτο κρίνεται απαραίτητο»».

ΙΙΙ

Όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 24 ν. 4446/2016, η διαδικασία ορισμού εισηγητή συγκλίνει προς αυτήν του άρθρου 20 του π.δ. 18/1989 και του άρθρου 4 του ν. 702/1977, με τη διαφορά ότι εν προκειμένω διευκρινίζεται ρητά ότι ο ορισμός εισηγητή γίνεται «αμέσως» μετά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και δεν συνοδεύεται απαραιτήτως και από τον ορισμό δικασίμου, που παραμένει ευθύνη του διευθύνοντος το δικαστήριο κατά την παρ. 1 του άρθρου 127 Κ.Δ.Δ. και την έχουσα την ίδια διατύπωση διάταξη του άρθρου 126Α παρ. 3 του ίδιου Κώδικα.

Ο ορισμός του εισηγητή επαφίεται, κατά τη διάταξη, είτε στον ίδιο τον διευθύνοντα το δικαστήριο (πρόεδρο συμβουλίου διεύθυνσης ή δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο), είτε στον πρόεδρο του τμήματος και αφορά υποθέσεις τόσο τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης. Η δυνατότητα επιλογής, προφανώς έχει ιδιαίτερη σημασία για τα μεγάλα δικαστήρια, όπου ο διευθύνων μπορεί να αναθέσει τη διαδικαστική αυτή αρμοδιότητα στους προέδρους των τμημάτων, αφού όμως οργανώσει, όπως άλλωστε πρέπει να κάνει και σήμερα, μία διαδικασία αξιολόγησης των υποθέσεων κατά αντικείμενο και βαρύτητα, ώστε να διασφαλίζεται η ισοκατανομή τους και η ειδική ενδεχομένως αρμοδιότητα του κάθε τμήματος. Θα διευκόλυνε ασφαλώς, εφόσον ο διευθύνων το δικαστήριο διατηρεί την αρμοδιότητα ορισμού δικασίμου, να τηρείται από τη γραμματεία ένα μηνιαίο δελτίο κατανομής των υποθέσεων στα τμήματα, με βάση το οποίο ο διευθύνων μπορεί να έχει σαφή και πλήρη εικόνα ως προς την κατανομή ανά αντικείμενο και χρονολογική σειρά και να συμπληρώνει, ενόψει δικασίμου, και έναν αριθμό υποθέσεων (π.χ. αγωγών, πέραν των προβλεπομένων στο νέο άρθρο 126Β Κ.Δ.Δ.) στις οποίες δεν ορίζεται εισηγητής. Μετά την κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα και πάντως, σε σύντομο χρόνο, που δεν θα υπερβαίνει τον επόμενο μήνα από την κατάθεση του δικογράφου, ο πρόεδρος του κάθε τμήματος θα πρέπει να προβαίνει άμεσα στον ορισμό του εισηγητή της υπόθεσης και να ανακοινώνεται στον τελευταίο η δικογραφία.

Ο εισηγητής στον οποίο ανακοινώνεται η δικογραφία, είναι υπεύθυνος πια για μία πρώτη εκτίμηση και το χειρισμό της υπόθεσης, ήδη κατά το στάδιο πριν τον ορισμό της δικασίμου. Προς τούτο, θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του έναν εύλογο χρόνο (ο οποίος συνήθως ορίζεται στο τρίμηνο), πριν την πάροδο του οποίου θα ήταν σκόπιμο η υπόθεση καταρχήν να μην προσδιορίζεται με πρωτοβουλία του διευθύνοντος σε δικάσιμο, ώστε ο εισηγητής να μπορεί να προβεί με ευχέρεια σε έναν πρώτο έλεγχο. Με τη ροή των τελευταίων τριών ετών, εκτιμούμε ότι οι υποθέσεις που θα χρεώνονται σε κάθε εισηγητή θα ανέρχονται, ανάλογα με τον αριθμό των υπηρετούντων σε κάθε δικαστήριο, σε 8 έως 12 (και σε ελάχιστες περιπτώσεις έως 15) μηνιαίως και οι σχετικοί φάκελοι θα περιλαμβάνουν κατά κανόνα μόνον το αρχικό δικόγραφο και την προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς, ο έλεγχος του εισηγητή δικαστή, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι στο στάδιο αυτό περιορισμένος. Αξιοποιώντας και το μέτρο της συνοπτικής έκθεσης των τιθέμενων νομικών ζητημάτων που πρέπει να εμπεριέχεται στο δικόγραφο (άρθρο 45 παρ. 1 περ. δ Κ.Δ.Δ., όπως προστέθηκε με το ν. 4055/2012), θα εστιάζει στα ακόλουθα ιδίως σημεία: στην κατάφαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και της καθ’ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητάς του, στο διακύβευμα της υπόθεσης και την τυχόν πρόταση για ενεργοποίηση της πρότυπης δίκης μέσω του Γενικού Επιτρόπου ή για το σύντομο προσδιορισμό της, στην πρόταση εισαγωγής της υπόθεσης σε συμβούλιο λόγω του προδήλως απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ή λόγω αμετάκλητης ήδη επίλυσης του κρίσιμου νομικού ζητήματος, στην επισήμανση τυχόν συναφών υποθέσεων, ή κρίσιμων προδικαστικών ζητημάτων εκκρεμών ενώπιον άλλων δικαστηρίων, ιδίως όταν αυτό προκύπτει ή συνάγεται από το ίδιο το δικόγραφο. Εάν η υπόθεση πρέπει να εισαχθεί σε συμβούλιο, τότε υποβάλλει σχετική πρόταση, κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 22 ν. 4446/2016 και προβαίνει στη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων.

Αυτονόητη περαιτέρω συνέπεια του νέου συστήματος, είναι ο εισηγητής που χρεώνεται το κύριο ένδικο βοήθημα, να πρέπει να αναλάβει και την τυχόν κατατεθείσα συναφή αίτηση αναστολής. Αυτό αποτελεί απόρροια μιας ορθολογικής οργάνωσης της διοικητικής δικαιοσύνης, η οποία έχει πλέον αναδειχθεί και στη χώρα μας σε συνταγματική αρχή (βλ. Συμβούλιο της Επικρατείας, Πρακτικά σε Ολομέλεια και Συμβούλιο 2/2014, Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης 34/2016 κ.ά.). Ανάλογα δε με την έκβαση του αιτήματος της προσωρινής προστασίας, ο εισηγητής, σε συνεργασία με τον πρόεδρο του τμήματος, θα μπορεί έτσι να επιμελείται και για τη σύντομη εκδίκαση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος.

Ο ρόλος του εισηγητή δικαστή είναι όμως εξίσου σημαντικός και στο επόμενο στάδιο, κατά το οποίο η υπόθεση έχει ήδη προσδιοριστεί σε τακτική δικάσιμο, με τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναπτύξει προκειμένου να προσκομισθούν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία στο φάκελο της δικογραφίας πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, να ανακοινώνεται η δίκη σε όσους θα δικαιούνταν να συμμετέχουν σε αυτήν, να ελέγχεται η ορθότητα των επιδόσεων στις οποίες προβαίνει η γραμματεία, σε χρόνο που θα αποτρέπει την αναβολή της υπόθεσης για το λόγο αυτό, να επιβεβαιώνεται η βούληση των διαδίκων για συζήτηση της υπόθεσής τους κατά την ορισθείσα δικάσιμο και να γνωστοποιείται στον εισηγητή έγκαιρα η υποβολή αιτήματος αναβολής, ώστε να ελέγχεται και η σπουδαιότητα του λόγου που το δικαιολογεί, ενόψει πλέον και της καταβολής ειδικού παραβόλου επί χορηγήσεώς της, να ενημερώνονται οι διάδικοι για τη συμπλήρωση τυχόν τυπικών παραλείψεων, κ.λπ.

Ορισμός «προσωρινού» ή «εικονικού» εισηγητή δεν νοείται κατά τη διάταξη. Η υπόθεση πρέπει να χρεώνεται στον «κανονικό» εισηγητή, αυτόν ο οποίος και θα προβεί στη συνέχεια στην τυχόν σύνταξη συνοπτικής έκθεσης (εφόσον ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως και πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουν οι διάδικοι επ’ αυτών κατά την ορισθείσα δικάσιμο) και θα συντάξει την απόφαση. Σε δικαστήρια με μικρό αριθμό δικαστών είναι άλλωστε προφανές ότι τέτοια διαφοροποίηση δεν μπορεί και πρακτικά να λειτουργήσει. Σε κάθε περίπτωση, αντικατάσταση του εισηγητή επιτρέπεται μόνον «επί κωλύματος» και όχι «εκ συστήματος».

Επιδίωξή μας αποτελεί στο έργο του αυτό ο εισηγητής να επικουρείται από το νέο, κατά τα προαναφερθέντα, κλάδο δικαστικών υπαλλήλων (ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου), όπως άλλωστε και ο διευθύνων το δικαστήριο κατά την αρχική ομαδοποίηση και ισοκατανομή των υποθέσεων. Είναι, ωστόσο, αυτονόητο, ότι η τελική ευθύνη για την ορθή διεκπεραίωση των ανωτέρω καθηκόντων ανήκει στον ίδιο τον εισηγητή δικαστή.

Αναφορικά, με την πρόβλεψη εφαρμογής του θεσμού και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, κατά την παράγρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4446/2016, συμμεριζόμαστε τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί. Θεωρούμε ότι η ρύθμιση αυτή δεν εξυπηρετεί ιδιαίτερα στην παρούσα φάση, με βάση και τα στατιστικά δεδομένα του κάθε δικαστηρίου, τους λόγους για τους οποίους υιοθετήθηκε ο θεσμός, τουλάχιστον για τις υποθέσεις που παραμένουν εκκρεμείς και απροσδιόριστες επί σειρά ετών, θα επιβαρύνει δε υπέρμετρα τους δικαστές, σε μία περίοδο ήδη υψηλών χρεώσεων και ανάγκης αποφόρτισης των δικαστηρίων μας από το μεγάλο όγκο των υποθέσεων αυτών. Για το λόγο αυτό, σταθμίζοντας τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της ρύθμισης αυτής, κρίνουμε σκόπιμο να εισηγηθούμε την κατάργησή της.

IV

Είναι φυσικό κάθε σημαντική μεταρρύθμιση, που μεταβάλλει πρακτικές δεκαετιών, να ενδέχεται να προκαλέσει σε ένα πρώτο στάδιο ορισμένες αναταράξεις και να απαιτεί μία μεταβατική περίοδο προσαρμογών. Αυτό όμως δεν μπορεί να μας αποτρέπει από οποιαδήποτε αλλαγή που προσδοκούμε να έχει οφέλη τόσο για τον πολίτη, όσο και για την Υπηρεσία και μάλιστα όταν δεν πρόκειται να επιβαρύνει ουσιωδώς το έργο του δικαστή, καθώς τα βασικά πλεονεκτήματα του όλου θεσμού εξυπηρετούνται συχνά, όπως ήδη αναφέρθηκε, με μία και μόνο ματιά του δικογράφου και της προσβαλλόμενης πράξης.
Ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας, θα λειτουργήσει αποτελεσματικά με την ουσιαστική συμβολή όλων και την αμέριστη συνδρομή της Γενικής Επιτροπείας και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για μία προσαρμογή και της ακυρωτικής διαδικασίας, όπου ο ορισμός εισηγητή συνδέεται με τον ορισμό δικασίμου και απέχει αρκετά από το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου βοηθήματος, ελαχιστοποιώντας τα οφέλη που ήθελε και θα μπορούσε να εξυπηρετήσει.

                                                                                       Η Γενική Επίτροπος


                                                                               Ευτυχία Εμμ. Φουντουλάκη

Παρακαλούμε όπως με μέριμνα των αποδεκτών
της παρούσας, λάβουν ενυπογράφως γνώση
όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου