Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

15/2015 Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου.



Αριθμός 15/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
__________________

           Σήμερα, στις 31 Μαρτίου 2015, ημέρα Τρίτη και ώρα 16.00 συνήλθε στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομελείας αποτελούμενο από τα μέλη του: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρο, Προεδρεύοντα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αθ. Ράντο, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ειρ. Σαρπ, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Α. - Γ. Βώρο, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζο, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου και Κ. Νικολάου. Τα λοιπά μέλη, αν και προσκλήθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν, γιατί είχαν κώλυμα. Παρέστη επίσης η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θέμα της συζητήσεως σύμφωνα με την πρόσκληση του Προέδρου, ήταν η έγκριση της 3/2014 αποφάσεως της Ολομέλειας του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου.
         Το Συμβούλιο άκουσε τον Εισηγητή της υποθέσεως, Σύμβουλο Επικρατείας, Π. Χαμάκο.
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
           1. Επειδή, με το ΓΠ 280/19.1.2015 έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση η απόφαση 3/2014 της Ολομέλειας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου. Ήδη κατόπιν της από 17.3.2015 πρόσκλησης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας εισάγεται προς έγκριση η απόφαση αυτή.
           2. Επειδή, κατά το στοιχ. Α΄ παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄, 35), όπως ισχύει, «… κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία … καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες»,  ενώ, κατά την παρ. 4 του αυτού στοιχείου και άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4055/2012  (Α΄51) «4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο Πρόεδρος του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού, του οικείου δικαστηρίου και δικαιοδοτικού κλάδου». Τέλος, κατά την παρ. 7 του στοιχ. Α του αυτού άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4055/2012 (Α΄, 51), «7. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»
           3. Επειδή, με το ΓΠ 280/19.1.2015  έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, η απόφαση 3/2014 της Ολομέλειας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου, ως ήδη αυτός ισχύει μετά την απόφαση 2/2011 της Ολομελείας του αυτού Πρωτοδικείου (οικ. 3140/26.1.2012,Β΄132, απόφαση Γενικού Γραμματέα Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Η υποβαλλόμενη τροποποίηση και συμπλήρωση αφορά στα άρθρα 1 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού, κρίθηκε δε αναγκαία ενόψει της αύξησης, με το π.δ. 107/2013 (Α΄,140), των οργανικών θέσεων των Προέδρων του Δικαστηρίου κατά μία (1) και ο συνολικός αριθμός αυτών ορίζεται πλέον σε τέσσερις (4)  Προέδρους και των οργανικών θέσεων των Πρωτοδικών- Παρέδρων κατά δύο (2) και ο συνολικός αριθμός αυτών ορίζεται πλέον σε δέκα επτά (17), της δημιουργίας τετάρτου (Δ) τμήματος συνεδριάσεως, της κατάργησης της μεταβατικής έδρας Νεάπολης (άρθρο 39 ν. 4274/2014, Α 147) αλλά και ενόψει των υποδειχθεισών τροποποιήσεων και παρατηρήσεων με τα 3586/22-10-2014 και 3908/12-11-2014 έγγραφα της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
           4. Επειδή, όπως ήδη έγινε δεκτό (Πρακτικά 10/2012, 12/2012, 5/2013, 6/2013, 8/2013, 21/2013, 3/2014, 6/2014, 15/2014, 16α/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο), καθ’ ερμηνεία των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στην σκέψη 2, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο, ελέγχοντας υποβαλλόμενο προς έγκριση κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, έχει την αρμοδιότητα, χωρίς να υποκαθίσταται στην κρίση των δικαστών της ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου, να ελέγχει κατά πόσο συγκεκριμένες ρυθμίσεις του κανονισμού, και ιδίως αυτές που συνάπτονται με το σκοπό της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου από πλευράς ταχείας διεκπεραιώσεως των εισαγόμενων σ’ αυτό υποθέσεων, εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό και να υποδεικνύει την προσθήκη σχετικών ρυθμίσεων. Εξάλλου, οι ανωτέρω διατάξεις δεν απονέμουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας γνωμοδοτική απλώς αρμοδιότητα. Είτε σε σχέση με τις ευθέως υποβαλλόμενες προς κρίση διατάξεις κανονισμού είτε σε σχέση με άλλες διατάξεις υφισταμένων κανονισμών, για τις οποίες ειδικώς κρίνεται ότι, λόγω συναφείας, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αρμοδιότητα διατυπώσεως παρατηρήσεων, οι διατυπούμενες παρατηρήσεις είναι από τη φύση τους δεσμευτικές ως προς την υποδεικνυόμενη κατεύθυνση και το προτεινόμενο βασικό περιεχόμενο των προς θέσπιση ρυθμίσεων ή τροποποιήσεων. Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση ή τροποποίηση θεσπισμένων ήδη κανονισμών δικαστηρίων, με την εισαγωγή ρυθμίσεων, που οδηγούν, αμέσως ή εμμέσως, σε επιβράδυνση του ρυθμού εκδίκασης των υποθέσεων. Κατ’ ακολουθίαν, δεν πρέπει να εισάγονται ρυθμίσεις με αντικείμενο την μείωση του αριθμού δικασίμων ή του αριθμού των υποθέσεων οι οποίες προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο, καθώς και εκείνων, τις οποίες χρεώνεται κάθε δικαστής. Αντιθέτως, ενδείκνυται, έστω και προσωρινά, μέχρι τον ουσιώδη περιορισμό της εκκρεμότητας κάθε δικαστηρίου, η αύξηση των ανωτέρω αριθμών. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Ρυθμίσεις που αφορούν την ποσότητα και την ταχύτητα στην παροχή δικαστικής εργασίας, παράλληλα με την επιδίωξη του επίκαιρου της απονομής της δικαιοσύνης, είναι αυτονόητο ότι οφείλουν σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να διασφαλίζουν το ποιοτικό εκείνο επίπεδο που συνιστά την ουσία της δικαιοδοτικής κρίσης, αφ’ ετέρου δε να μην παραγνωρίζουν τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των δικαστικών λειτουργών. Κατά την έννοια, επομένως, των πιο πάνω διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει των παραδοχών αυτών,  όταν θεσπίζονται ή τροποποιούνται διατάξεις κανονισμού διοικητικού δικαστηρίου που άπτονται των εν λόγω ζητημάτων, η αρμόδια, κατ’ αρχήν, ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου οφείλει να συνεκτιμά όλους τους σχετικούς παράγοντες και να προκρίνει αιτιολογημένα τη ρύθμιση εκείνη που, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ικανοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προεκτεθέντα κριτήρια. Εν όψει δε των αυτών κριτηρίων ελέγχεται ακολούθως η ρύθμιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά τον έλεγχό του αυτό, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη του τις αιτιολογίες του οικείου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και την κατά το Σύνταγμα λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών που το συγκροτούν.
           5. Επειδή, εν προκειμένω,  οι επιχειρούμενες με την υπό έγκριση 3/2014 απόφαση της Ολομέλειας  του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου  ρυθμίσεις στο άρθρα 1 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 3  του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου ως προς τα Τμήματα συνεδριάσεων και το αντικείμενο αυτών,ως προς τον αριθμό των δικασίμων, ως προς τις αίθουσες συνεδριάσεων, τις ημέρες και ώρες συνεδριάσεων δεν προκαλούν  παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν . Ομοίως, η πρόβλεψη που αφορά τη χρέωση του παρέδρου δεν προκαλεί παρατήρηση και πρέπει να εγκριθεί (άρθρο 1 παρ. 4 της προτεινόμενης τροποποίησης). Επίσης, η πρόβλεψη των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων και απεργίας των υπαλλήλων δεν προκαλεί παρατήρηση και πρέπει  να εγκριθεί (άρθρο 1 παρ. 5 της προτεινόμενης τροποποίησης). Αντιθέτως, η προτεινόμενη με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Κανονισμού ρύθμιση ως προς τον αριθμό των ανατιθεμένων σε κάθε δικαστή υποθέσεων, μονομελούς και τριμελούς συνθέσεως «δεν δύναται να υπερβαίνει τις δεκαοκτώ (18) υποθέσεις ανά Πρωτοδίκη το μήνα» δεν εγκρίνεται, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη σκέψη 4.  Ως προς το σημείο αυτό ενδείκνυται η τροποποίηση του Κανονισμού, με την εισαγωγή ρύθμισης που να διασφαλίζει ότι εφεξής ο προσδιορισμός των υποθέσεων ανά δικάσιμο και η συνακόλουθη χρέωση των δικαστών θα γίνεται κατά τρόπο ώστε η ανά Πρωτοδίκη χρέωση να μην είναι κατώτερη από τις 210 υποθέσεις ετησίως, συνυπολογιζομένων των υποθέσεων της δικασίμου των δικαστικών διακοπών, των αποφάσεων επί αιτήσεων συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (ν. 3068/2002, Α΄274), των αιτήσεων για δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων (ν.4055/2012, Α΄51),  και, κατά το ήμισυ, των   υποθέσεων που εξετάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄97) και 34Α του π.δ. 18/1989 (Α΄8) όχι, όμως, και των αιτήσεων διόρθωσης ή ερμηνείας. Οι  αιτήσεις προσωρινής προστασίας, ενόψει του μεγάλου αριθμού εισαγωγής τους (400 περίπου ετησίως), θα συνυπολογίζο­νται μόνον κατά το ήμισυ, κατά μερική αποδοχή της ρύθμισης που προτείνεται με το ως άνω 3586/22-10-2014 έγγραφο της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (να μη συνυπολογίζο­νται). Περαιτέρω, πρέπει να ορισθεί ότι η μηνιαία χρέωση ανά Πρωτοδίκη ανέρχεται σε τουλάχιστον είκοσι (20) υποθέσεις, ενώ σε κάθε Πρωτοδίκη ανατίθενται τουλάχιστον 10 υποθέσεις κατά τη δικάσιμο των τμημάτων των δικαστικών διακοπών. Ωσαύτως, η πρόβλεψη  του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 1, που αφορά τον καθ’ υπέρβαση προσδιορισμό υποθέσεων σε επείγουσες περιπτώσεις πρέπει να εγκριθεί αφού διαγραφεί η λέξη «εξαιρετικά» (άρθρο 15 παρ.7 περ. β υποπερ. δδ΄) και αντικατασταθεί ο αριθμός «18» με τον αριθμό «20». Επίσης  η πρόβλεψη  του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 1, που αφορά τον καθ’ υπέρβαση προσδιορισμό στις περιπτώσεις ομοίων κλπ υποθέσεων  πρέπει να εγκριθεί αφού αντικατασταθεί ο αριθμός «20%» με τον αριθμό «30%». Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι, σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσαν στην προηγούμενη σκέψη, εκτιμούν ότι και οι προτεινόμενες ως άνω ρυθμίσεις θα έπρεπε να εγκριθούν στο σύνολό τους. Διότι, με την κρινόμενη απόφαση της Ολομέλειας των δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου αιτιολογείται και τεκμηριώνεται πλήρως ότι οι ρυθμίσεις αυτές, εν όψει των ειδικών συνθηκών του συγκεκριμένου δικαστηρίου, συνδυάζουν με τον ενδεδειγμένο, κατά τ’ ανωτέρω, τρόπο τις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του δικαστηρίου αυτού.  
           6. Επειδή, τέλος,  σε συνέχεια των ανωτέρω παρατηρήσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας που οφείλει να συμπεριλάβει το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου  στον Κανονισμό του, πρέπει επιπλέον να περιληφθούν στον υπό έγκριση Κανονισμό οι ρυθμίσεις που προτείνονται στα ανωτέρω 3586/22.10.2014 και 3908/12-11-2014 έγγραφα της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι σχετικές, αντιστοίχως, με τον υπολογισμό των υποθέσεων σε επιγενόμενη χρέωση σε περίπτωση μη συμμετοχής δικαστή σε μία δικάσιμο του τμήματός του για οποιοδήποτε λόγο και με τη δημιουργία γραφείου έρευνας και νομολογίας στο δικαστήριο αυτό (άρθρο 20 ΚΟΔΚΔΛ).
Δ ι ά      τ α ύ τ α
           Εγκρίνει την εισαγόμενη με την απόφαση 3/2014 της Ολομέλειας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του δικαστηρίου κατά το σκεπτικό και αναπέμπει την απόφαση στο αυτό όργανο προς τροποποίηση και συμπλήρωση. 
           Για την πιστοποίηση των ανωτέρω συντάσσεται το παρόν πρακτικό.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                                Η Γραμματέας


        Φ. Αρναούτογλου                                         Μ. Παπασαράντη

14/2015 Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου.



Αριθμός 14/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
__________________

           Σήμερα, στις 31 Μαρτίου 2015, ημέρα Τρίτη και ώρα 16.00 συνήλθε στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομελείας αποτελούμενο από τα μέλη του: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρο, Προεδρεύοντα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αθ. Ράντο, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ειρ. Σαρπ, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Α. - Γ. Βώρο, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζο, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου και Κ. Νικολάου. Τα λοιπά μέλη, αν και προσκλήθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν, γιατί είχαν κώλυμα. Παρέστη επίσης η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θέμα της συζητήσεως σύμφωνα με την πρόσκληση του Προέδρου, ήταν η έγκριση της 1/2015 αποφάσεως της Ολομέλειας του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου.
          Το Συμβούλιο άκουσε τον Εισηγητή της υποθέσεως, Σύμβουλο Επικρατείας, Π. Χαμάκο.
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
       1. Επειδή, με  το 494/17.2.2015 έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση η απόφαση 1/2015 της Ολομέλειας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου. Ήδη κατόπιν της από 17.3.2015 πρόσκλησης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας εισάγεται προς έγκριση η απόφαση αυτή.
         2. Επειδή, κατά το στοιχ. Α΄ παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄, 35), όπως ισχύει, «… κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία … καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες»,  ενώ, κατά την παρ. 4 του αυτού στοιχείου και άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4055/2012  (Α΄51) «4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο Πρόεδρος του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού, του οικείου δικαστηρίου και δικαιοδοτικού κλάδου». Τέλος , κατά την παρ. 7 του στοιχ. Α του αυτού άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4055/2012 (Α΄, 51), «7. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
           3. Επειδή, με το 494/17.2.2015 έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, η απόφαση 1/2015 της Ολομέλειας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου, ως ήδη αυτός ισχύει μετά την απόφαση 1/15-5-1995 (Β΄,686) της Ολομελείας του αυτού Πρωτοδικείου. Η υποβαλλόμενη τροποποίηση, αντικατάσταση και προσθήκη άρθρων στον ισχύοντα Κανονισμό, κρίθηκε αναγκαία ενόψει της αύξησης, με το π.δ. 107/2013 (Α΄,140), των οργανικών θέσεων των Προέδρων του Δικαστηρίου σε δύο (2) από μία (1) και των Πρωτοδικών –Παρέδρων σε έξι (6) από τέσσερες (4), της δημιουργίας δευτέρου τμήματος συνεδριάσεως,  της αύξησης των οργανικών θέσεων των υπαλλήλων κατά μίας (1) θέσεως του κλάδου Τ.Ε. πληροφορικής αλλά και ενόψει των υποδειχθεισών τροποποιήσεων και παρατηρήσεων με το 3587/22-10-2014 έγγραφο της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
           4. Επειδή, όπως ήδη έγινε δεκτό (Πρακτικά 10/2012, 12/2012, 5/2013, 6/2013, 8/2013, 21/2013, 3/2014, 6/2014, 15/2014, 16α/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο), καθ’ ερμηνεία των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στην σκέψη 2, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο, ελέγχοντας υποβαλλόμενο προς έγκριση κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, έχει την αρμοδιότητα, χωρίς να υποκαθίσταται στην κρίση των δικαστών της ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου, να ελέγχει κατά πόσο συγκεκριμένες ρυθμίσεις του κανονισμού, και ιδίως αυτές που συνάπτονται με το σκοπό της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου από πλευράς ταχείας διεκπεραιώσεως των εισαγόμενων σ’ αυτό υποθέσεων, εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό και να υποδεικνύει την προσθήκη σχετικών ρυθμίσεων. Εξάλλου, οι ανωτέρω διατάξεις δεν απονέμουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας γνωμοδοτική απλώς αρμοδιότητα. Είτε σε σχέση με τις ευθέως υποβαλλόμενες προς κρίση διατάξεις κανονισμού είτε σε σχέση με άλλες διατάξεις υφισταμένων κανονισμών, για τις οποίες ειδικώς κρίνεται ότι, λόγω συναφείας, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αρμοδιότητα διατυπώσεως παρατηρήσεων, οι διατυπούμενες παρατηρήσεις είναι από τη φύση τους δεσμευτικές ως προς την υποδεικνυόμενη κατεύθυνση και το προτεινόμενο βασικό περιεχόμενο των προς θέσπιση ρυθμίσεων ή τροποποιήσεων. Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση ή τροποποίηση θεσπισμένων ήδη κανονισμών δικαστηρίων, με την εισαγωγή ρυθμίσεων, που οδηγούν, αμέσως ή εμμέσως, σε επιβράδυνση του ρυθμού εκδίκασης των υποθέσεων. Κατ’ ακολουθίαν, δεν πρέπει να εισάγονται ρυθμίσεις με αντικείμενο την μείωση του αριθμού δικασίμων ή του αριθμού των υποθέσεων οι οποίες προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο, καθώς και εκείνων, τις οποίες χρεώνεται κάθε δικαστής. Αντιθέτως, ενδείκνυται, έστω και προσωρινά, μέχρι τον ουσιώδη περιορισμό της εκκρεμότητας κάθε δικαστηρίου, η αύξηση των ανωτέρω αριθμών. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Ρυθμίσεις που αφορούν την ποσότητα και την ταχύτητα στην παροχή δικαστικής εργασίας, παράλληλα με την επιδίωξη του επίκαιρου της απονομής της δικαιοσύνης, είναι αυτονόητο ότι οφείλουν σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να διασφαλίζουν το ποιοτικό εκείνο επίπεδο που συνιστά την ουσία της δικαιοδοτικής κρίσης, αφ’ ετέρου δε να μην παραγνωρίζουν τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των δικαστικών λειτουργών. Κατά την έννοια, επομένως, των πιο πάνω διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει των παραδοχών αυτών,  όταν θεσπίζονται ή τροποποιούνται διατάξεις κανονισμού διοικητικού δικαστηρίου που άπτονται των εν λόγω ζητημάτων, η αρμόδια, κατ’ αρχήν, ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου οφείλει να συνεκτιμά όλους τους σχετικούς παράγοντες και να προκρίνει αιτιολογημένα τη ρύθμιση εκείνη που, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ικανοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προεκτεθέντα κριτήρια. Εν όψει δε των αυτών κριτηρίων ελέγχεται ακολούθως η ρύθμιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά τον έλεγχό του αυτό, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη του τις αιτιολογίες του οικείου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και την κατά το Σύνταγμα λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών που το συγκροτούν.
           5. Επειδή, εν προκειμένω,  οι επιχειρούμενες ρυθμίσεις με την υπό έγκριση 1/2015 απόφαση της Ολομέλειας  του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου  στα άρθρα 1 (τόπος συνεδριάσεως), 2 (τμήματα), 4 (συγκρότηση τμημάτων) , 6 (ορισμός δικασίμων εορτών) , 7 (χρόνος υπηρεσίας δικαστών στα τμήματα) , 8 (πράξεις προϊσταμένου),9 (ολομέλεια) και 10 (τμήματα διακοπών)  του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου  δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν. Η ρύθμιση του άρθρου 3 πρέπει να εγκριθεί ,αφού διαγραφεί η φράση «των εβδομάδων» από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2. Αντιθέτως, η προτεινόμενη με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού ρύθμιση ως προς τον αριθμό των ανατιθεμένων σε κάθε δικαστή υποθέσεων «μέχρι είκοσι (20) συνολικά κατά μήνα και μέχρι 200 ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων της δικασίμου των δικαστικών διακοπών» δεν εγκρίνεται, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη σκέψη 4.  Ως προς το σημείο αυτό ενδείκνυται η τροποποίηση του Κανονισμού, με την εισαγωγή ρύθμισης που να διασφαλίζει ότι εφεξής ο προσδιορισμός των υποθέσεων ανά δικάσιμο και η συνακόλουθη χρέωση των δικαστών θα γίνεται κατά τρόπο ώστε η ανά Πρωτοδίκη χρέωση να μην είναι κατώτερη από τις 210 υποθέσεις ετησίως, συνυπολογιζομένων, κατά την πρόταση, των υποθέσεων της δικασίμου των δικαστικών διακοπών, των αποφάσεων επί αιτήσεων συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (ν. 3068/2002, Α΄274) , των αιτήσεων για δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων (ν.4055/2012, Α΄51), και κατά το ήμισυ οι υποθέσεις που εξετάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄97) και 34Α του π.δ. 18/1989 (Α΄8) όχι, όμως, και των αιτήσεων διόρθωσης ή ερμηνείας. Οι αιτήσεις προσωρινής προστασίας, ενόψει του μεγάλου ετήσιου αριθμού εισαγωγής τους  (430 από 16-9-2006 έως 15-9-2007, 460 από 16-9-2007 έως 15-9-2008, 373 από 16-9-2008 έως 15-9-2009, 354 από 16-9-2009 έως 15-9-2010, 394 από 16-9-2010 έως 15-9-2011, 367 από 16-9-2011 έως 15-9-2012, 358 από 16-9-2012 έως 15-9-2013 και 366 από 16-9-2013 έως 15-9-2014) , θα συνυπολογίζονται μόνον κατά το ήμισυ, κατά μερική αποδοχή της ρύθμισης που προτείνεται με το ως άνω 3587/22-10-2014 έγγραφο της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (να μη συνυπολογίζο­νται). Περαιτέρω, πρέπει να ορισθεί ότι η μηνιαία χρέωση ανά Πρωτοδίκη ανέρχεται σε τουλάχιστον είκοσι (20) υποθέσεις, ενώ σε κάθε Πρωτοδίκη ανατίθενται τουλάχιστον 10 υποθέσεις κατά τη δικάσιμο των τμημάτων των δικαστικών διακοπών. Περαιτέρω, πρέπει να διαγραφούν και να μη περιληφθούν στην παράγραφο 1 του άρθρου 5  οι φράσεις «Η κατανομή των υποθέσεων στα Τμήματα γίνεται κατά τρόπο ώστε οι δικαστές να επιβαρύνονται ισομερώς…» και «…Η χρέωση στους δικαστές του Τμήματος πρέπει να είναι ισομερής  και ισοβαρής» ως αποτελούσες πλεονασμό , η φράση «…να αποφεύγονται δυσχέρειες στην άσκηση του δικαιοδοτικού έργου και να αποτρέπεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από το Δικαστήριο», ως μη προσήκουσα σε Κανονισμό Δικαστηρίου (βλ. πρακτικό Ολομέλειας  ΣτΕ εν Συμβ.  21/2013) και η φράση «Σε περιπτώσεις ιδιαίτερα δύσκολων ή περίπλοκων υποθέσεων μπορεί να προσδιορίζονται συζητήσεις  υποθέσεων, μειωμένες σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20% του αριθμού προαναφερόμενου αριθμού», ως μη ενδεδειγμένη ρύθμιση. Ομοίως, η πρόβλεψη των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων και απεργίας των υπαλλήλων πρέπει να εγκριθεί με την προσθήκη στην προτεινόμενη ρύθμιση και συγκεκριμένα  στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της φράσεως «των υποθέσεων αυτών μη θεωρουμένων πρωτοείσακτων». Επίσης, η πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 που αφορά τη χρέωση του πρωτοδίκη που προεδρεύει οποιουδήποτε τμήματος του δικαστηρίου και τη χρέωση του παρέδρου δεν προκαλεί παρατήρηση και πρέπει να εγκριθεί. Ωσαύτως,  η πρόβλεψη της παραγράφου 4 του άρθρου 5 πρέπει να εγκριθεί αφού αντικατασταθεί ο αριθμός «20%» με τον αριθμό «30%». Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι, σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσαν στην προηγούμενη σκέψη, εκτιμούν ότι και οι προτεινόμενες ως άνω ρυθμίσεις θα έπρεπε να εγκριθούν στο σύνολό τους. Διότι, με την κρινόμενη απόφαση της Ολομέλειας των δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου αιτιολογείται και τεκμηριώνεται πλήρως ότι οι ρυθμίσεις αυτές, εν όψει των ειδικών συνθηκών του συγκεκριμένου δικαστηρίου, συνδυάζουν με τον ενδεδειγμένο, κατά τ’ ανωτέρω, τρόπο τις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του δικαστηρίου αυτού.  
           6. Επειδή, τέλος, σε συνέχεια των ανωτέρω παρατηρήσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας που οφείλει να συμπεριλάβει το Διοικητικό Πρωτοδικείο Σύρου στον Κανονισμό του, πρέπει επιπλέον να περιληφθούν στον υπό έγκριση Κανονισμό οι ρυθμίσεις που προτείνονται στο ανωτέρω 3587/22.10.2014 έγγραφο της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι σχετικές με α) με τον, καθ’ υπέρβαση των 210 υποθέσεων προσδιορισμό, που δεν υπερβαίνει το 20% σε επείγουσες περιπτώσεις και β) τον υπολογισμό των υποθέσεων σε επιγενόμενη χρέωση σε περίπτωση μη συμμετοχής δικαστή σε μία δικάσιμο του τμήματός του για οποιοδήποτε λόγο. Τέλος, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις των άρθρων 11 έως 15 οι σχετικές με τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου και τις αρμοδιότητές της δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν.
Δ ι ά      τ α ύ τ α
           Εγκρίνει την εισαγόμενη με την απόφαση 1/2015 της Ολομέλειας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του δικαστηρίου κατά το σκεπτικό και αναπέμπει την απόφαση στο αυτό όργανο προς τροποποίηση και συμπλήρωση.  
           Για την πιστοποίηση των ανωτέρω συντάσσεται το παρόν πρακτικό.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                                Η Γραμματέας


        Φ. Αρναούτογλου                                         Μ. Παπασαράντη

13/2015 Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.




Αριθμός 13/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
__________________
           Σήμερα, στις 31 Μαρτίου 2015, ημέρα Τρίτη και ώρα 16.00 συνήλθε στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομελείας αποτελούμενο από τα μέλη του: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρο, Προεδρεύοντα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αθ. Ράντο, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ειρ. Σαρπ, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Α. - Γ. Βώρο, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζο, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου και Κ. Νικολάου. Τα λοιπά μέλη, αν και προσκλήθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν, γιατί είχαν κώλυμα. Παρέστη επίσης η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θέμα της συζητήσεως, σύμφωνα με την πρόσκληση του Προέδρου, ήταν η έγκριση της 2/2014 αποφάσεως της Ολομέλειας του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
          Το Συμβούλιο άκουσε την εισηγήτρια της υποθέσεως, Σύμβουλο Επικρατείας, Π. Μπραΐμη.
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
           1. Επειδή, με  το 14731/12.12.2014 (αρ. πρωτ. ΣτΕ Γ1248/17.12.2014) έγγραφο του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση η απόφαση 2/2014 της Ολομελείας των δικαστών του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση και ενιαία κωδικοποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω δικαστηρίου. Ήδη κατόπιν της από 17.3.2015 προσκλήσεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας εισάγεται προς έγκριση η απόφαση αυτή.
           2. Επειδή, κατά το στοιχ. Α΄ παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), όπως ισχύει, «… κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία … καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες»,  ενώ, κατά την παρ. 4 του ίδιου στοιχείου και άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4055/2012  (Α΄51), «4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο Πρόεδρος του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού, του οικείου δικαστηρίου και δικαιοδοτικού κλάδου». Τέλος, κατά την παρ. 7 του στοιχ. Α΄ του ίδιου άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), « Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
           3. Επειδή, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό (Πρακτικά Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο 10, 12/2012, 5, 6, 8, 21/2013, 3, 6, 15, 16α/2014), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο, ελέγχοντας υποβαλλόμενο προς έγκριση κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, έχει την αρμοδιότητα, χωρίς να υποκαθίσταται στην κρίση των δικαστών της Ολομελείας του οικείου δικαστηρίου, να ελέγχει κατά πόσο συγκεκριμένες ρυθμίσεις του κανονισμού, και ιδίως αυτές που συνάπτονται με το σκοπό της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου από πλευράς ταχείας διεκπεραιώσεως των εισαγόμενων σ’ αυτό υποθέσεων, εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό και να υποδεικνύει την προσθήκη σχετικών ρυθμίσεων. Εξάλλου, οι ανωτέρω  διατάξεις δεν απονέμουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας γνωμοδοτική απλώς αρμοδιότητα. Είτε σε σχέση με τις ευθέως υποβαλλόμενες προς κρίση διατάξεις κανονισμού είτε σε σχέση με άλλες διατάξεις υφιστάμενων κανονισμών, για τις οποίες ειδικώς κρίνεται ότι, λόγω συναφείας, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αρμοδιότητα διατυπώσεως παρατηρήσεων, οι διατυπούμενες παρατηρήσεις είναι από τη φύση τους δεσμευτικές ως προς την υποδεικνυόμενη κατεύθυνση και το προτεινόμενο βασικό περιεχόμενο των προς θέσπιση ρυθμίσεων ή τροποποιήσεων. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση ή τροποποίηση θεσπισμένων ήδη κανονισμών δικαστηρίων, με την εισαγωγή ρυθμίσεων, που οδηγούν, αμέσως ή εμμέσως, σε επιβράδυνση του ρυθμού εκδικάσεως των υποθέσεων. Κατ’ ακολουθίαν, δεν πρέπει να εισάγονται ρυθμίσεις με αντικείμενο τη μείωση του αριθμού δικασίμων ή του αριθμού των υποθέσεων, οι οποίες προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο, καθώς και εκείνων, τις οποίες χρεώνεται κάθε δικαστής. Αντιθέτως, ενδείκνυται, έστω και προσωρινά, μέχρι τον ουσιώδη περιορισμό της εκκρεμότητας κάθε δικαστηρίου, η αύξηση των ανωτέρω αριθμών. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Ρυθμίσεις που αφορούν την ποσότητα και την ταχύτητα στην παροχή δικαστικής εργασίας, παράλληλα με την επιδίωξη του επίκαιρου της απονομής της δικαιοσύνης, είναι αυτονόητο ότι οφείλουν σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να διασφαλίζουν το ποιοτικό εκείνο επίπεδο που συνιστά την ουσία της δικαιοδοτικής κρίσης, αφ’ ετέρου δε να μην παραγνωρίζουν τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των δικαστικών λειτουργών. Κατά την έννοια, επομένως, των πιο πάνω διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει των παραδοχών αυτών,  όταν θεσπίζονται ή τροποποιούνται διατάξεις κανονισμού διοικητικού δικαστηρίου που άπτονται των εν λόγω ζητημάτων, η αρμόδια, κατ’ αρχήν, Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου οφείλει να συνεκτιμά όλους τους σχετικούς παράγοντες και να προκρίνει αιτιολογημένα τη ρύθμιση εκείνη που, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ικανοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προεκτεθέντα κριτήρια. Εν όψει δε των αυτών κριτηρίων ελέγχεται ακολούθως η ρύθμιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά τον έλεγχό του αυτό, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη του τις αιτιολογίες του οικείου διοικητικού δικαστηρίου καθώς και την κατά το Σύνταγμα λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών που το συγκροτούν.
           4. Επειδή, με την προαναφερθείσα 2/2014 απόφαση της Ολομελείας των δικαστών του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης  επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του ως άνω δικαστηρίου και η ενιαία κωδικοποίησή του, στην οποία περιλαμβάνονται οι προηγούμενες αποφάσεις των Ολομελειών των δικαστών του δικαστηρίου αυτού (2/1990, 2/1997, 2/1998, 3/1999, 2/2000, 1/2001, 3/2002, 2/2004, 1/2005, 2/2009, 1,2,3/2011). Ο υπό έγκριση κωδικοποιημένος Κανονισμός αποτελείται από 16 συνολικά άρθρα, τα οποία αναφέρονται στα τμήματα του δικαστηρίου και το αντικείμενο αυτών (άρθρο 1), στις  συνεδριάσεις του δικαστηρίου (άρθρο 2),  στη χρέωση των δικαστών (άρθρο 3), στις συνθέσεις των τμημάτων και την υπηρεσία των δικαστών σε τμήματα (άρθρο 4), στην σφραγίδα του δικαστηρίου (άρθρο 5), στη διαδικασία συγκλήσεως της Ολομελείας του δικαστηρίου (άρθρο 6), στα τμήματα  διακοπών (άρθρο 7), στη χορήγηση αντιγράφων (άρθρο 8), στην οργάνωση και λειτουργία της Γραμματείας  καθώς και στα καθήκοντα των υπαλλήλων αυτής (άρθρα 9 -15) και, τέλος, στη λειτουργία του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (άρθρο 16). Όσον αφορά τις εισαγόμενες με την προς έγκριση απόφαση  τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, αυτές είναι οι ακόλουθες: 1. Συμπληρώνονται οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 με την πρόβλεψη τμήματος Προεδρικής Διαδικασίας, στο οποίο δικάζουν όλοι οι Πρόεδροι του Δικαστηρίου (παρ. 4), 2. Μειώνεται ο αριθμός των ημερών της περιόδου των Χριστουγέννων, κατά τις οποίες δεν ορίζονται τακτικές συνεδριάσεις (άρθρο 2 παρ. 4), 3. Τροποποιούνται οι διατάξεις σχετικά με τη χρέωση των δικαστών (άρθρο 3), 4. Τροποποιούνται επιμέρους διατάξεις που αφορούν την υπηρεσία των δικαστών  στα τμήματα και την μετακίνηση αυτών (άρθρο 4), 5. Τροποποιούνται επιμέρους ρυθμίσεις σχετικά με τη διαδικασία συγκλήσεως της Ολομελείας του δικαστηρίου (άρθρο 6), 6. Συμπληρώνονται οι σχετικές με την οργάνωση των τμημάτων διακοπών διατάξεις (άρθρο 7) και 7. Εισάγεται νέο άρθρο, με το οποίο ρυθμίζεται η χορήγηση αντιγράφων (άρθρο 8).
           5. Επειδή, οι ρυθμίσεις των άρθρων 1,2,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15 και 16 του ως άνω Κανονισμού δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν. Η  παρ. 5 όμως του άρθρου 7 πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας των τμημάτων διακοπών, τμήματα ακυρωτικής αρμοδιότητας επιλαμβάνονται των αιτήσεων αναστολής του άρθρου 52 του π.δ/τος  18/1989 που αφορούν στο προσυμβατικό στάδιο, επί των οποίων η Διοίκηση  έχει προσκομίσει τις απόψεις της κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους. Τα ίδια τμήματα επιλαμβάνονται των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων του ν. 3886/2010, για τις οποίες η ορισθείσα, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, ημερομηνία «εκδικάσεώς» τους ανάγεται στην περίοδο της υπηρεσίας τους».Περαιτέρω επισημαίνεται ότι ο τίτλος του άρθρου 5 «Σφραγίδα Δικαστηρίου» αναφέρεται στο περιεχόμενο μόνης της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο της παρ. 1, στην οποία ορίζεται ότι: «Οι πράξεις του Προέδρου και των μελών του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, καθώς και των αναπληρωτών τους τοποθετούνται σε ιδιαίτερο φάκελο και είναι πάντοτε στη διάθεση όλων των δικαστών του Δικαστηρίου». Eνδείκνυται, λοιπόν, η παρ. 1 του άρθρου 5  να αποτελέσει αυτοτελές άρθρο.
           6. Επειδή, εξάλλου, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3 του υπό έγκριση Κανονισμού προβλέπεται ότι: «Ο αριθμός των υποθέσεων κάθε δικασίμου (μονομελούς και τριμελούς συνθέσεως) ορίζεται για μεν τα τμήματα ουσίας σε τουλάχιστον 11 υποθέσεις  ανά δικαστή το μήνα, για δε τα ακυρωτικά τμήματα σε τουλάχιστον 10 υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα».Η ρύθμιση αυτή, κατά το μέρος που αφορά στη μηνιαία χρέωση ανά δικαστή ακυρωτικού τμήματος [10 υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα επί 10 μήνες (διότι κατά το άρθρο 7 παρ. 4 του προς έγκριση Κανονισμού στα τμήματα διακοπών δεν προσδιορίζονται για εκδίκαση υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας αλλά μόνο ουσίας) = 100 υποθέσεις το έτος], εν όψει των εκτεθέντων ανωτέρω στη σκέψη 3, δεν εγκρίνεται. Ως προς το σημείο αυτό ενδείκνυται  η τροποποίηση του υφιστάμενου Κανονισμού με την εισαγωγή ρυθμίσεως που να διασφαλίζει ότι εφεξής ο προσδιορισμός των υποθέσεων ανά δικάσιμο και η συνακόλουθη χρέωση των δικαστών και στα ακυρωτικά τμήματα θα γίνεται κατά τρόπο ώστε η ανά δικαστή ετήσια χρέωση, η οποία και πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, να μην είναι κατώτερη των 120 υποθέσεων (Πρακτικά  Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο 10/2012, 6, 21/2013).Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από τον ως άνω Κανονισμό ρύθμιση για τη μηνιαία χρέωση ανά δικαστή τμημάτων ουσίας (μονομελούς και τριμελούς συνθέσεως) δεν προκαλεί παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθεί, εφόσον η ετήσια χρέωση ανά δικαστή δεν  είναι κατώτερη των 120 υποθέσεων, ήτοι 11 υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα επί 11 μήνες (διότι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 4 του προς έγκριση Κανονισμού  υποθέσεις ουσιαστικής αρμοδιότητας προσδιορίζονται και στα τμήματα διακοπών) =121 υποθέσεις το έτος. Περαιτέρω, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, ως προς το είδος των υποθέσεων που συνυπολογίζονται στον κατώτατο αριθμό υποθέσεων ανά δικαστή,  καθώς και οι λοιπές ρυθμίσεις του άρθρου 3 δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν. Όμως, η παρ. 5 του άρθρου 3 του προς έγκριση Κανονισμού πρέπει να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως: «Σε περίπτωση μη συμμετοχής δικαστού σε μία δικάσιμο του τμήματός του, για οποιοδήποτε λόγο, ο αριθμός των πρωτοείσακτων υποθέσεων που αναλογούν σ’ αυτόν δεν θα αφαιρείται από επιγενόμενη χρέωση του τμήματος αυτού, αλλά αντίστοιχος αριθμός υποθέσεων θα προσαυξάνει τη χρέωση του δικαστή που απουσίασε σε επόμενη ή επόμενες δικασίμους. Αντίθετα, σε περίπτωση μακράς αναρρωτικής άδειας, εκτεινομένης πέραν της μιας δικασίμου, οι αναλογούσες στον ασθενήσαντα δικαστή πρωτοείσακτες υποθέσεις θα αφαιρούνται από επιγενόμενη χρέωση του τμήματος, εφόσον ο ασθενήσας δικαστής, εξακολουθεί να είναι ενταγμένος στη δύναμή του ή, σε περίπτωση μετακίνησης αυτού, εφόσον δεν συμπληρώθηκε η δύναμη του τμήματος από άλλο δικαστή.» (Πρακτικό Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο 6/2014).
           7. Επειδή, ως προς τη ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 3 του υπό έγκριση Κανονισμού, για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, η γνώμη των Συμβούλων Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Α.-Γ. Βώρου, Ε. Αντωνόπουλου, Σ. Χρυσικοπούλου και Α. Καλογεροπούλου είναι η ακόλουθη: Η  χρέωση των δικαστών των ακυρωτικών  τμημάτων, όχι μόνο πρέπει να είναι ίδια με τη χρέωση των δικαστών των τμημάτων ουσίας (ετήσια χρέωση ανά δικαστή τουλάχιστον 120 υποθέσεις), όπως δέχεται η πλειοψηφία, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, αλλά πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη χρέωση των δικαστών των τμημάτων ουσίας. Και τούτο διότι, ως εκ της φύσεώς τους, οι ακυρωτικές διαφορές, δεδομένης της ανάγκης συμπληρώσεως του φακέλου της διοικήσεως για την εκδίκασή τους, είναι δεκτικές αναβολών, κίνδυνος που δεν συντρέχει για την εκδίκαση των διαφορών ουσίας.
           8. Επειδή, τέλος, στην παρ. 3 του άρθρου 4 του υπό έγκριση Κανονισμού ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Το χρονικό διάστημα, που υπηρετούν οι δικαστές στα ακυρωτικά τμήματα του Δικαστηρίου, ορίζεται σε επτά  συνεχή δικαστικά έτη,…». Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στη διάταξη του δευτέρου εδαφίου του στοιχείου ββ΄ της περ. α΄ της παρ. 7 του άρθρου 15 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4Β  του ν. 3388/2005 (Α΄ 225) και ορίζει ότι: «Στα δικαστήρια που λειτουργούν περισσότερα των δύο τμημάτων, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να υπηρετεί στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου πέραν της τετραετίας». Συνεπώς, εφόσον στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης λειτουργούν εννέα τμήματα κατά το άρθρο 1 του υπό έγκριση Κανονισμού, η παρ. 3 του άρθρου 4 πρέπει να αναμορφωθεί σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, η οποία προβλέπει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, την τετραετία ως χρόνο υπηρεσίας στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου χωρίς διάκριση μεταξύ ακυρωτικών τμημάτων και τμημάτων ουσίας. Περαιτέρω, οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 4 δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν.
Δ ι ά     τ α ύ τ α
           Εγκρίνει εν μέρει την εισαγόμενη με την απόφαση 2/2014 της Ολομελείας των δικαστών του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης τροποποίηση και ενιαία κωδικοποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού και αναπέμπει την απόφαση στο ίδιο όργανο για τροποποίηση και συμπλήρωση, κατά το σκεπτικό.
           Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2015.
           Για την πιστοποίηση των ανωτέρω συντάσσεται το παρόν πρακτικό.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                                Η Γραμματέας


        Φ. Αρναούτογλου                                         Μ. Παπασαράντη