Αριθμός 13/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
__________________
Σήμερα,
στις 31 Μαρτίου 2015, ημέρα Τρίτη και ώρα 16.00 συνήλθε στο κατάστημα του
Συμβουλίου της Επικρατείας και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομελείας
αποτελούμενο από τα μέλη του: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρο, Προεδρεύοντα, σε
αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αθ.
Ράντο, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ειρ. Σαρπ, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της
Επικρατείας και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Μ. Καραμανώφ, Μ.
Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. - Ελ.
Κωνσταντινίδου, Α. - Γ. Βώρο, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι.
Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Σπ. Χρυσικοπούλου,
Ηρ. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ.
Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ.
Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β.
Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζο, Α. - Μ.
Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου και Κ. Νικολάου. Τα
λοιπά μέλη, αν και προσκλήθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν, γιατί είχαν κώλυμα. Παρέστη
επίσης η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας
του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θέμα της συζητήσεως, σύμφωνα με την πρόσκληση
του Προέδρου, ήταν η έγκριση της 2/2014 αποφάσεως της Ολομέλειας του
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το
Συμβούλιο άκουσε την εισηγήτρια της υποθέσεως, Σύμβουλο Επικρατείας, Π. Μπραΐμη.
Σ κ έ φ θ
η κ ε κ α τ ά τ ο
Ν ό μ ο
1.
Επειδή, με το 14731/12.12.2014 (αρ. πρωτ. ΣτΕ
Γ1248/17.12.2014)
έγγραφο του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού
Εφετείου Θεσσαλονίκης υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση η
απόφαση 2/2014 της Ολομελείας των δικαστών του Διοικητικού Εφετείου
Θεσσαλονίκης, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση και ενιαία κωδικοποίηση
του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω δικαστηρίου. Ήδη κατόπιν της
από 17.3.2015
προσκλήσεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας εισάγεται προς έγκριση
η απόφαση αυτή.
2.
Επειδή, κατά το στοιχ. Α΄ παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού
Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), που κυρώθηκε
με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), όπως ισχύει, «… κάθε δικαστήριο ή
εισαγγελία … καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος
συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές
ανάγκες», ενώ, κατά την παρ. 4 του ίδιου
στοιχείου και άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86
παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄51), «4. Ο
Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Εισαγγελέας του
Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο
Πρόεδρος του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη
σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού, του οικείου
δικαστηρίου και δικαιοδοτικού κλάδου». Τέλος, κατά την παρ. 7 του στοιχ. Α΄ του
ίδιου άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 του ν.
4055/2012 (Α΄ 51), « Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται
αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν
δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και
ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που
προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική
έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και αφού διαβιβαστούν
στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσιεύονται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
3.
Επειδή, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό (Πρακτικά Ολομελείας του Συμβουλίου της
Επικρατείας σε συμβούλιο 10, 12/2012, 5, 6, 8, 21/2013, 3, 6, 15, 16α/2014), η
Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο, ελέγχοντας υποβαλλόμενο
προς έγκριση κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας τακτικού διοικητικού δικαστηρίου,
έχει την αρμοδιότητα, χωρίς να υποκαθίσταται στην κρίση των δικαστών της
Ολομελείας του οικείου δικαστηρίου, να ελέγχει κατά πόσο συγκεκριμένες
ρυθμίσεις του κανονισμού, και ιδίως αυτές που συνάπτονται με το σκοπό της
εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου από πλευράς ταχείας
διεκπεραιώσεως των εισαγόμενων σ’ αυτό υποθέσεων, εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό
και να υποδεικνύει την προσθήκη σχετικών ρυθμίσεων. Εξάλλου, οι ανωτέρω διατάξεις δεν απονέμουν στο Συμβούλιο της
Επικρατείας γνωμοδοτική απλώς αρμοδιότητα. Είτε σε σχέση με τις ευθέως
υποβαλλόμενες προς κρίση διατάξεις κανονισμού είτε σε σχέση με άλλες διατάξεις
υφιστάμενων κανονισμών, για τις οποίες ειδικώς κρίνεται ότι, λόγω συναφείας, το
Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αρμοδιότητα διατυπώσεως παρατηρήσεων, οι
διατυπούμενες παρατηρήσεις είναι από τη φύση τους δεσμευτικές ως προς την
υποδεικνυόμενη κατεύθυνση και το προτεινόμενο βασικό περιεχόμενο των προς
θέσπιση ρυθμίσεων ή τροποποιήσεων. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων
διατάξεων, δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση ή τροποποίηση θεσπισμένων ήδη
κανονισμών δικαστηρίων, με την εισαγωγή ρυθμίσεων, που οδηγούν, αμέσως ή
εμμέσως, σε επιβράδυνση του ρυθμού εκδικάσεως των υποθέσεων. Κατ’ ακολουθίαν,
δεν πρέπει να εισάγονται ρυθμίσεις με αντικείμενο τη μείωση του αριθμού
δικασίμων ή του αριθμού των υποθέσεων, οι οποίες προσδιορίζονται σε κάθε
δικάσιμο, καθώς και εκείνων, τις οποίες χρεώνεται κάθε δικαστής. Αντιθέτως,
ενδείκνυται, έστω και προσωρινά, μέχρι τον ουσιώδη περιορισμό της εκκρεμότητας
κάθε δικαστηρίου, η αύξηση των ανωτέρω αριθμών. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι.
Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Ρυθμίσεις
που αφορούν την ποσότητα και την ταχύτητα στην παροχή δικαστικής εργασίας, παράλληλα
με την επιδίωξη του επίκαιρου της απονομής της δικαιοσύνης, είναι αυτονόητο ότι
οφείλουν σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να διασφαλίζουν το ποιοτικό εκείνο
επίπεδο που συνιστά την ουσία της δικαιοδοτικής κρίσης, αφ’ ετέρου δε να μην
παραγνωρίζουν τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των δικαστικών λειτουργών. Κατά
την έννοια, επομένως, των πιο πάνω διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει των
παραδοχών αυτών, όταν θεσπίζονται ή
τροποποιούνται διατάξεις κανονισμού διοικητικού δικαστηρίου που άπτονται των εν
λόγω ζητημάτων, η αρμόδια, κατ’ αρχήν, Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου
οφείλει να συνεκτιμά όλους τους σχετικούς παράγοντες και να προκρίνει
αιτιολογημένα τη ρύθμιση εκείνη που, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ικανοποιεί
κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προεκτεθέντα κριτήρια. Εν όψει δε των αυτών
κριτηρίων ελέγχεται ακολούθως η ρύθμιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το
οποίο, κατά τον έλεγχό του αυτό, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη του τις
αιτιολογίες του οικείου διοικητικού δικαστηρίου καθώς και την κατά το Σύνταγμα
λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών που το συγκροτούν.
4.
Επειδή, με την προαναφερθείσα 2/2014 απόφαση της Ολομελείας των δικαστών του
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης
επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του ως
άνω δικαστηρίου και η ενιαία κωδικοποίησή του, στην οποία περιλαμβάνονται οι
προηγούμενες αποφάσεις των Ολομελειών των δικαστών του δικαστηρίου αυτού
(2/1990, 2/1997, 2/1998, 3/1999, 2/2000, 1/2001, 3/2002, 2/2004, 1/2005,
2/2009, 1,2,3/2011). Ο υπό έγκριση κωδικοποιημένος Κανονισμός αποτελείται από
16 συνολικά άρθρα, τα οποία αναφέρονται στα τμήματα του δικαστηρίου και το
αντικείμενο αυτών (άρθρο 1), στις
συνεδριάσεις του δικαστηρίου (άρθρο 2),
στη χρέωση των δικαστών (άρθρο 3), στις συνθέσεις των τμημάτων και την
υπηρεσία των δικαστών σε τμήματα (άρθρο 4), στην σφραγίδα του δικαστηρίου
(άρθρο 5), στη διαδικασία συγκλήσεως της Ολομελείας του δικαστηρίου (άρθρο 6),
στα τμήματα διακοπών (άρθρο 7), στη
χορήγηση αντιγράφων (άρθρο 8), στην οργάνωση και λειτουργία της
Γραμματείας καθώς και στα καθήκοντα των
υπαλλήλων αυτής (άρθρα 9 -15) και, τέλος, στη λειτουργία του Ολοκληρωμένου
Πληροφοριακού Συστήματος (άρθρο 16). Όσον αφορά τις εισαγόμενες με την προς
έγκριση απόφαση τροποποιήσεις και
συμπληρώσεις, αυτές είναι οι ακόλουθες: 1. Συμπληρώνονται οι ρυθμίσεις του
άρθρου 1 με την πρόβλεψη τμήματος Προεδρικής Διαδικασίας, στο οποίο δικάζουν
όλοι οι Πρόεδροι του Δικαστηρίου (παρ. 4), 2. Μειώνεται ο αριθμός των ημερών
της περιόδου των Χριστουγέννων, κατά τις οποίες δεν ορίζονται τακτικές
συνεδριάσεις (άρθρο 2 παρ. 4), 3. Τροποποιούνται οι διατάξεις σχετικά με τη
χρέωση των δικαστών (άρθρο 3), 4. Τροποποιούνται επιμέρους διατάξεις που
αφορούν την υπηρεσία των δικαστών στα
τμήματα και την μετακίνηση αυτών (άρθρο 4), 5. Τροποποιούνται επιμέρους
ρυθμίσεις σχετικά με τη διαδικασία συγκλήσεως της Ολομελείας του δικαστηρίου
(άρθρο 6), 6. Συμπληρώνονται οι σχετικές με την οργάνωση των τμημάτων διακοπών
διατάξεις (άρθρο 7) και 7. Εισάγεται νέο άρθρο, με το οποίο ρυθμίζεται η
χορήγηση αντιγράφων (άρθρο 8).
5.
Επειδή, οι ρυθμίσεις των άρθρων 1,2,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15 και 16 του ως
άνω Κανονισμού δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθούν. Η παρ. 5 όμως του άρθρου 7 πρέπει να
αναδιατυπωθεί ως εξής: «Κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας των τμημάτων
διακοπών, τμήματα ακυρωτικής αρμοδιότητας επιλαμβάνονται των αιτήσεων αναστολής
του άρθρου 52 του π.δ/τος 18/1989 που
αφορούν στο προσυμβατικό στάδιο, επί των οποίων η Διοίκηση έχει προσκομίσει τις απόψεις της κατά τη
διάρκεια της υπηρεσίας τους. Τα ίδια τμήματα επιλαμβάνονται των αιτήσεων
ασφαλιστικών μέτρων του ν. 3886/2010, για τις οποίες η ορισθείσα, κατά τις
διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, ημερομηνία
«εκδικάσεώς» τους ανάγεται στην περίοδο της υπηρεσίας τους».Περαιτέρω
επισημαίνεται ότι ο τίτλος του άρθρου 5 «Σφραγίδα Δικαστηρίου» αναφέρεται στο
περιεχόμενο μόνης της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και δεν έχει καμία σχέση με το
περιεχόμενο της παρ. 1, στην οποία ορίζεται ότι: «Οι πράξεις του Προέδρου και
των μελών του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, καθώς και των
αναπληρωτών τους τοποθετούνται σε ιδιαίτερο φάκελο και είναι πάντοτε στη
διάθεση όλων των δικαστών του Δικαστηρίου». Eνδείκνυται, λοιπόν, η παρ. 1 του
άρθρου 5 να αποτελέσει αυτοτελές άρθρο.
6.
Επειδή, εξάλλου, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3 του υπό έγκριση
Κανονισμού προβλέπεται ότι: «Ο αριθμός των υποθέσεων κάθε δικασίμου (μονομελούς
και τριμελούς συνθέσεως) ορίζεται για μεν τα τμήματα ουσίας σε τουλάχιστον 11
υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα, για δε τα
ακυρωτικά τμήματα σε τουλάχιστον 10 υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα».Η ρύθμιση
αυτή, κατά το μέρος που αφορά στη μηνιαία χρέωση ανά δικαστή ακυρωτικού
τμήματος [10 υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα επί 10 μήνες (διότι κατά το άρθρο 7
παρ. 4 του προς έγκριση Κανονισμού στα τμήματα διακοπών δεν προσδιορίζονται για
εκδίκαση υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας αλλά μόνο ουσίας) = 100 υποθέσεις το
έτος], εν όψει των εκτεθέντων ανωτέρω στη σκέψη 3, δεν εγκρίνεται. Ως προς το
σημείο αυτό ενδείκνυται η τροποποίηση
του υφιστάμενου Κανονισμού με την εισαγωγή ρυθμίσεως που να διασφαλίζει ότι
εφεξής ο προσδιορισμός των υποθέσεων ανά δικάσιμο και η συνακόλουθη χρέωση των
δικαστών και στα ακυρωτικά τμήματα θα γίνεται κατά τρόπο ώστε η ανά δικαστή
ετήσια χρέωση, η οποία και πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, να μην είναι
κατώτερη των 120 υποθέσεων (Πρακτικά
Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο 10/2012, 6,
21/2013).Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από τον ως άνω Κανονισμό ρύθμιση για τη
μηνιαία χρέωση ανά δικαστή τμημάτων ουσίας (μονομελούς και τριμελούς συνθέσεως)
δεν προκαλεί παρατηρήσεις και πρέπει να εγκριθεί, εφόσον η ετήσια χρέωση ανά
δικαστή δεν είναι κατώτερη των 120 υποθέσεων,
ήτοι 11 υποθέσεις ανά δικαστή το μήνα επί 11 μήνες (διότι, κατά τα ανωτέρω
εκτεθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 4 του προς έγκριση Κανονισμού υποθέσεις ουσιαστικής αρμοδιότητας
προσδιορίζονται και στα τμήματα διακοπών) =121 υποθέσεις το έτος. Περαιτέρω, οι
προτεινόμενες ρυθμίσεις, ως προς το είδος των υποθέσεων που συνυπολογίζονται
στον κατώτατο αριθμό υποθέσεων ανά δικαστή,
καθώς και οι λοιπές ρυθμίσεις του άρθρου 3 δεν προκαλούν παρατηρήσεις
και πρέπει να εγκριθούν. Όμως, η παρ. 5 του άρθρου 3 του προς έγκριση
Κανονισμού πρέπει να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως: «Σε περίπτωση μη συμμετοχής
δικαστού σε μία δικάσιμο του τμήματός του, για οποιοδήποτε λόγο, ο αριθμός των
πρωτοείσακτων υποθέσεων που αναλογούν σ’ αυτόν δεν θα αφαιρείται από
επιγενόμενη χρέωση του τμήματος αυτού, αλλά αντίστοιχος αριθμός υποθέσεων θα
προσαυξάνει τη χρέωση του δικαστή που απουσίασε σε επόμενη ή επόμενες
δικασίμους. Αντίθετα, σε περίπτωση μακράς αναρρωτικής άδειας, εκτεινομένης
πέραν της μιας δικασίμου, οι αναλογούσες στον ασθενήσαντα δικαστή πρωτοείσακτες
υποθέσεις θα αφαιρούνται από επιγενόμενη χρέωση του τμήματος, εφόσον ο
ασθενήσας δικαστής, εξακολουθεί να είναι ενταγμένος στη δύναμή του ή, σε
περίπτωση μετακίνησης αυτού, εφόσον δεν συμπληρώθηκε η δύναμη του τμήματος από
άλλο δικαστή.» (Πρακτικό Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο
6/2014).
7.
Επειδή, ως προς τη ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 3 του υπό
έγκριση Κανονισμού, για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, η γνώμη
των Συμβούλων Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Α.-Γ. Βώρου,
Ε. Αντωνόπουλου, Σ. Χρυσικοπούλου και Α. Καλογεροπούλου είναι η ακόλουθη:
Η χρέωση των δικαστών των
ακυρωτικών τμημάτων, όχι μόνο πρέπει να
είναι ίδια με τη χρέωση των δικαστών των τμημάτων ουσίας (ετήσια χρέωση ανά
δικαστή τουλάχιστον 120 υποθέσεις), όπως δέχεται η πλειοψηφία, κατά τα
εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, αλλά πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την
αντίστοιχη χρέωση των δικαστών των τμημάτων ουσίας. Και τούτο διότι, ως εκ της
φύσεώς τους, οι ακυρωτικές διαφορές, δεδομένης της ανάγκης συμπληρώσεως του
φακέλου της διοικήσεως για την εκδίκασή τους, είναι δεκτικές αναβολών, κίνδυνος
που δεν συντρέχει για την εκδίκαση των διαφορών ουσίας.
8.
Επειδή, τέλος, στην παρ. 3 του άρθρου 4 του υπό έγκριση Κανονισμού ορίζεται, μεταξύ
άλλων, ότι: «Το χρονικό διάστημα, που υπηρετούν οι δικαστές στα ακυρωτικά
τμήματα του Δικαστηρίου, ορίζεται σε επτά
συνεχή δικαστικά έτη,…». Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στη διάταξη του
δευτέρου εδαφίου του στοιχείου ββ΄ της περ. α΄ της παρ. 7 του άρθρου 15 του
Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4Β του ν. 3388/2005 (Α΄ 225) και ορίζει ότι:
«Στα δικαστήρια που λειτουργούν περισσότερα των δύο τμημάτων, ο δικαστής δεν
επιτρέπεται να υπηρετεί στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου πέραν της τετραετίας».
Συνεπώς, εφόσον στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης λειτουργούν εννέα τμήματα
κατά το άρθρο 1 του υπό έγκριση Κανονισμού, η παρ. 3 του άρθρου 4 πρέπει να
αναμορφωθεί σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, η οποία προβλέπει, κατά τα ανωτέρω
εκτεθέντα, την τετραετία ως χρόνο υπηρεσίας στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου
χωρίς διάκριση μεταξύ ακυρωτικών τμημάτων και τμημάτων ουσίας. Περαιτέρω, οι
λοιπές διατάξεις του άρθρου 4 δεν προκαλούν παρατηρήσεις και πρέπει να
εγκριθούν.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Εγκρίνει
εν μέρει την εισαγόμενη με την απόφαση 2/2014 της Ολομελείας των δικαστών του
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης τροποποίηση και ενιαία κωδικοποίηση του
Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού και αναπέμπει την απόφαση
στο ίδιο όργανο για τροποποίηση και συμπλήρωση, κατά το σκεπτικό.
Κρίθηκε
και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2015.
Για
την πιστοποίηση των ανωτέρω συντάσσεται το παρόν πρακτικό.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Φ. Αρναούτογλου
Μ. Παπασαράντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου