Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

(Προσφυγή υπ’αρ. 51382/08)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Υπόθεση
κατά της Ελλάδας
(Προσφυγή υπ’αρ. 51382/08)
Απόφαση
Στρασβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2010
Η απόφαση αυτή θα γίνει οριστική υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο
44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές στην μορφή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
1
Ν.Κ. κλπ
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
Στην υπόθεση
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο
τμήμα) αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο που αποτελούσαν οι κάτωθι :
Nina Vajic, Πρόεδρος
Χρήστος Ροζάκης,
Anatoly Kovler,
Elisabeth Steiner,
Khanlar Hajiyev,
Giorgio Malinverni,
Γεώργιο Νικολάου, δικαστές,
Και Søren Nielsen, Γραμματέα Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο, στις 26 Αυγούστου 2010,
Εξέδωσε την παρούσα απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση προέκυψε μετά από προσφυγή (αρ. 51382/08) κατά της
Ελληνικής Δημοκρατίας που κατέθεσαν πέντε Έλληνες υπήκοοι,
οι προσφεύγοντες»), οι
οποίοι προσέφυγαν στο Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 2008, σύμφωνα με
το άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
των Θεμελιωδών Ελευθεριών («Η Σύμβαση»).
2. Οι προσφεύγοντες εκπροσωπούνται από τον κο Σ.Αφεντρα,
Δικηγόρο Αθηνών. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση»)
εκπροσωπείται από τους αντιπροσώπους του Οργάνου της, τον κο Γ.
Κανελλόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και την κα
Γ.Παπαδάκη, Δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους.
3. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2009, η Πρόεδρος του Πρώτου Τμήματος
αποφάσισε να κοινοποιήσει την αιτίαση σχετικά με την διάρκεια της
διαδικασίας στην Κυβέρνηση. Σύμφωνα με το άρθρο 29 § 1 της Σύμβασης,
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
2
Ν.Κ. κλπ
Ν.Κ. κλπ
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
αποφασίστηκε επίσης ότι το Τμήμα θα αποφανθεί συγχρόνως επί του
παραδεκτού και επί της ουσίας.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
4. Οι προσφεύγοντες γεννήθηκαν αντίστοιχα το 1952, 1922, 1923,
1953 και 1956. Ο πρώτος προσφεύγων είναι γιος της δεύτερης
προσφεύγουσας. Διαμένουν στην ίδια διεύθυνση στην Αθήνα. Η Τρίτη
προσφεύγουσα είναι μητέρα των δύο τελευταίων προσφευγουσών.
Διαμένουν επίσης στην Αθήνα. Οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες είναι
κληρονόμοι του και οι τρεις τελευταίες είναι
κληρονόμοι του . και της χήρας
, που ήταν εταίροι μια εταιρείας περιορισμένης
ευθύνης, «Εκδόσεις ΕΘΝΟΣ ΕΠΕ», εκδότριας της εταιρείας Έθνος.
5. Το 1970, κατά την στρατιωτική δικτατορία (Απρίλιος 1967-Ιούλιος
1974), το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τον αρχισυντάκτη και
τους εκδότες την εφημερίδας σε φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο επειδή
δημοσιεύσανε την συνέντευξη ενός πολιτικού ο οποίος αντιτίθονταν στο
καθεστώς (απόφαση Αρ. 135/1970). Η έκδοση της εφημερίδας διακόπηκε
στις 4 Απριλίου 1970 και στην συνέχεια, εκδότρια εταιρεία κηρύχθηκε σε
πτώχευση με βάση την απόφαση αρ. 1226/1971 του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Το 1978 και 1980, πωλήθηκαν το κτίριο στο οποίο βρισκόντουσαν τα
γραφεία την Εταιρείας καθώς και ο τίτλος της εφημερίδας.
6. Στις 10 Μαΐου 1989, οι προσφεύγοντες και/ή οι δικαιοπάροχοί τους
προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο Αθηνών με αγωγή αποζημίωσης
κατά του Δημοσίου. Στήριζαν την αγωγή τους σε πολλά άρθρα του Αστικού
Κώδικα, καθώς και στο άρθρο 16 του Νόμου 1816/1988 που προέβλεπε την
δυνατότητα αποζημίωσης για τις εφημερίδες που υπέστησαν ζημιές κατά
την στρατιωτική δικτατορία.
7. Στις 30 Νοεμβρίου 1990, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή ως
αβάσιμη (απόφαση αρ. 15033/1990). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε
στους ενδιαφερόμενους στις 22 Απριλίου 1991.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
3
Κ.Δ.Κ.
Κ.Ι.Κ. Μ.
Ι.Ν.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
8. Στις 9 Μαΐου 1991, οι προσφεύγοντες και/ή οι δικαιοπάροχοί τους
άσκησαν έφεση. Επικαλέστηκαν ιδίως ότι το Πρωτοδικείου έπρεπε να
διατάξει αυτεπάγγελτα πραγματογνωμοσύνη για να καταγραφεί το μέγεθος
της ζημίας που υπέστησαν και κατέθεσαν, προς επίρρωσης των ισχυρισμών
τους, πέντε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων. Μετά από πολλές αναβολές, εκ
των οποίων τρεις μετά από αίτηση των εκκαλούντων που επιχειρούσαν μια
συμβιβαστική διευθέτηση της υπόθεσης, η δικάσιμος έγινε στις 12 Μαρτίου
1997.
9. Στις 17 Απριλίου 1997, μετά από δύο προδικαστικές αποφάσεις (αρ.
21/1996 και 3271/1996) το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την
προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κρίνοντας ιδίως ότι
οι ενάγοντες δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ
της απόφασης του Στρατοδικείου του 1970 και την πώληση των αγαθών τις
εταιρείας το 1978 και το 1980. Το Εφετείο σημείωσε επίσης ότι σύμφωνα
με το εφαρμοστέο δίκαιο , οι πέντε ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέστηκαν
οι προσφεύγοντες ήταν απαράδεκτες, γιατί θα έπρεπε να είχαν κατατεθεί
ενώπιον του Πρωτοδικείου (απόφαση Εφετείου αρ. 1811/1997). Η απόφαση
αυτή κοινοποιήθηκε στους προσφεύγοντες στις 6 Οκτωβρίου 1997.
10. Στις 17 Νοεμβρίου 1997, οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση. Η
δικάσιμος η οποία αρχικά είχε οριστεί στις 21 Οκτωβρίου 2001, έγινε στις 6
Φεβρουαρίου 2006 μετά από πολλές αναβολές, εκ των οποίων την μία είχαν
ζητήσει οι προσφεύγοντες.
11. Στις 28 Ιανουαρίου 2008, το Συμβούλιο Επικρατείας υιοθέτησε τα
συμπεράσματα του Εφετείου και απέρριψε την αναίρεση (απόφαση αρ.
334/2008). Η απόφαση καθαρογράφηκε και επικυρώθηκε σύμφωνα με το
πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2008.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
12. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται ως προς τον δίκαιο χαρακτήρα
και την διάρκεια της επίδικης διαδικασίας. Επικαλούνται το άρθρο 6 §1 της
Σύμβασης, του οποίου τα κρίσιμα σημεία ορίζουν τα εξής :
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
«Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς τoυ δικασθή δικαίως, …και εvτός λoγικής
πρoθεσμίας υπό δικαστηρίoυ, … τo oπoίov θα απoφασίση επί τωv αμφισβητήσεωv επί τωv
δικαιωμάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ αστικής φύσεως….»
Α. Ως προς την αιτίαση σχετικά με τον δίκαιο χαρακτήρα της
διαδικασίας
13. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται ως προς το δίκαιο χαρακτήρα της
διαδικασίας, θεωρώντας ιδίως ότι υπήρξε στην υπό κρίση υπόθεση
παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν
ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε, προκειμένου να τους επιτρέψει να
υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους έναντι του αντιδίκου, να είχε διατάξει
πραγματογνωμοσύνη και το Εφετείο να λάβει υπόψη του τις πέντε ένορκες
βεβαιώσεις που προσκόμισαν.
Επί του παραδεκτού
14. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 19 της
Σύμβασης έχει ως καθήκον να διασφαλίζει τον σεβασμό των υποχρεώσεων
που προκύπτουν από την Σύμβαση για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει τα πραγματικά ή
νομικά σφάλματα που υποτίθεται ότι έχει κάνει ένα εθνικό Δικαστήριο,
εκτός αν και στο μέτρο που μπορεί να έχουν προσβάλει τα δικαιώματα και
τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από την Σύμβαση (βλ. ιδίως, Garcia
Ruiz c Espagne [GC], αρ.30544/96, §28, CEDH 1999-I). Επιπλέον,
εναπόκειται πρώτιστα στις Εθνικές Αρχές, και ιδιαίτερα στα Δικαστήρια, να
ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο (βλ. μεταξύ άλλων,
Streletz, Kessler et Krenz c. Allemagne [GC], αρ. 34044/96, 35532/97 και
44801/98, §49, CEDH 2001-II).
15. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμμία
ένδειξη αυθαιρεσίας στην διεξαγωγή της επίδικης διαδικασίας, η οποία
τήρησε την αρχή της αντιμωλίας και κατά την διάρκεια της οποίας οι
προσφεύγοντες είχαν την δυνατότητα να παρουσιάσουν όλα τα
επιχειρήματα για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Επίσης, το
Δικαστήριο δεν εντόπισε καμμία παραβίαση των δικονομικών δικαιωμάτων
των ενδιαφερομένων. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο θεωρεί, ότι
εξεταζόμενη στο σύνολό της, η επίδικη διαδικασία έχει δίκαιο χαρακτήρα,
υπό την έννοια του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
5
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
16. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι προδήλως αβάσιμη και πρέπει να
απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 §§3 και 4 της Σύμβασης.
Β. Ως προς την αιτίαση σχετικά με την διάρκεια της διαδικασίας
1. Επί του παραδεκτού
17. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει κατά πρώτο λόγο ότι οι προσφεύγοντες
δεν εξάντλησαν τα εθνικά ένδικα μέσα, αφού δεν προσέφυγαν στα
διοικητικά δικαστήρια με αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου για την
καθυστέρηση που γνώρισε η υπόθεση. Στο σημείο αυτό, η Κυβέρνηση
υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν επικαλεστεί το
άρθρο 105 ΕισΝΑΚ που καθιερώνει την έννοια της ειδικής ζημιογόνας
πράξης και δημιουργεί εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου.
18. Το Δικαστήριο είχε πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι
στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα Δικαστήριο στο οποίο να μπορεί να
προσφύγει κάποιος για να διαμαρτυρηθεί για την υπερβολική διάρκεια μιας
διαδικασίας (βλ. μεταξύ άλλων, Κόντη-Αρβανίτη κατά Ελλάδας. Αρ.
53401/99, §§ 29-30, 10 Απριλίου 2003). Ως εκ τούτου, το ένδικο μέσο που
προτείνει η Κυβέρνηση δεν αποτελεί ένα ένδικο μέσο το οποίο πρέπει να
ασκήσει ο ενδιαφερόμενος πριν προσφύγει στο Δικαστήριο με αιτίαση
σχετική με την διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, θα πρέπει να
απορριφθεί η ένσταση για μη εξάντληση των ενδίκων μέσων που προέβαλε
η Κυβέρνηση.
19. Το Δικαστήριο διαπιστώνει εξάλλου ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι
προδήλως αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35 §3 της Σύμβασης.
Σημειώνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανέναν άλλον λόγο απαραδέκτου.
Θα πρέπει λοιπόν να κηρυχθεί παραδεκτή.
2 Επί της ουσίας.
α) Περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη
20. Η επίδικη διαδικασία άρχισε στις 10 Μαΐου 1989, με την προσφυγή
στο Διοικητικό Δικαστήριο Αθηνών και τελείωσε στις 4 Απριλίου 2008, με
την καθαρογραφή της απόφασης υπ’αρ. 334/2008 του Συμβουλίου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
6
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
Επικρατείας. Διήρκεσε λοιπόν δεκαοκτώ έτη και πάνω από δέκα μήνες για
τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
β) Εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας
21. Η Κυβέρνηση προέβη σε μια χρονολογική ανάλυση της διαδικασίας
και υποστηρίζει ότι η διάρκειά της είναι εύλογη. Κατά την άποψη της
Κυβέρνησης, οι καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν ενώπιον του Εφετείου
δεν μπορούν να καταλογιστούν στις Εθνικές Αρχές, αφού οι αναβολές της
φάσης αυτής της διαδικασίας οφειλόντουσαν είτε στην διεξαγωγή εκλογών
ή την αποχή των δικηγόρων είτε στην συμπεριφορά των προσφευγόντων, οι
οποίοι παρέτειναν την διαδικασία επιχειρώντας συμβιβαστική διευθέτηση.
Υπογραμμίζει επίσης ότι δεν μπορούμε να απαιτούμε από το Συμβούλιο της
Επικρατείας, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, να έχει τον ίδιο ρυθμό με
τα κατώτερα Δικαστήρια στον χειρισμό των υποθέσεων.
22. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τις θέσεις αυτές.
23. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας
μιας διαδικασίας εκτιμάται ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης και με
βάση τα κριτήρια που έχει καθιερώσει η Νομολογία του Δικαστηρίου, και
συγκεκριμένα την δυσκολία της υπόθεσης, την συμπεριφορά του
προσφεύγοντα και των αρμοδίων Αρχών καθώς και την σημασία της
διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους (βλ. μεταξύ άλλων, Frydlender c.
France [GC], αρ. 30979/96, §43, CEDH 2000-VII).
24. Το Δικαστήριο έκρινε πολλές φορές υποθέσεις που εγείρουν
ζητήματα παρόμοια με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης και διαπίστωσε την
παραβίαση του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης (βλ. προαναφερθείσα
Frydlender).
25. Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το
Δικαστήριο κρίνει ότι η Κυβέρνηση δεν εξέθεσε κανένα γεγονός ούτε
επιχείρημα που να μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην
παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, αν και είναι αλήθεια ότι οι εθνικές αρχές
δεν μπορεί να θεωρηθούν υπεύθυνες για κάθε αναβολή της επίδικης
διαδικασίας, ωστόσο, ακόμα και αν αφαιρέσουμε τις καθυστερήσεις αυτές
από την συνολική διάρκεια της διαδικασίας, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί
να θεωρηθεί εύλογη. Λαμβάνοντας υπόψη την νομολογία του επί του
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
7
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
θέματος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση η διάρκεια της
επίδικης διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην
απαίτηση για «εύλογη προθεσμία».
Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 όσον αφορά την διάρκεια
της διαδικασίας.
ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
26. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή τωv Πρωτoκόλλωv της,
και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συμβαλλόμεvoυ Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά μόvo
ατελή εξάλειψη τωv συvεπειώv της παραβίασης αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov
είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη ικαvoπoίηση.»
Α. Ζημία
27. Οι προσφεύγοντες ζητούν συνολικά το ποσό των 2.242.444 € για
την υλική ζημία και 50.000 € για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.
28. Η Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα για την
υλική ζημία, υποστηρίζοντας ότι είναι αόριστο και ότι δεν υπάρχει αιτιώδης
σύνδεσμος με την επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 6 §1 της
Σύμβασης. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι μια απλή διαπίστωση της
παραβίασης θα αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική
βλάβη.
29. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η διαπίστωση της παραβίασης της
Σύμβασης στην οποία κατέληξε προκύπτει αποκλειστικά από την
παραβίαση του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να δικαστεί η υπόθεσή
τους εντός «εύλογης προθεσμίας». Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν βλέπει
αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην διαπιστωθείσα παραβίαση και την
οποιαδήποτε υλική ζημία υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Θα πρέπει λοιπόν
να απορριφθεί η πλευρά αυτή των αξιώσεών τους. Αντίθετα, το Δικαστήριο
κρίνει ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν μια ορισμένη ηθική βλάβη, την
οποία δεν αντισταθμίζει επαρκώς η διαπίστωση της παραβίασης από το
Δικαστήριο. Αποφαινόμενο με δικαιοσύνη, τους επιδικάζει για το λόγο
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
8
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
αυτό το συνολικό ποσό των 50.000 € συν κάθε ποσό που μπορεί να
οφείλεται ως φόρος.
Β. Έξοδα και Δικαστική Δαπάνη
30. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης το συνολικό ποσό των 27.000 €
για έξοδα και δαπάνες στα οποία υποβλήθηκαν για την διαδικασία ενώπιον
των Ενικών Δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Για το σκοπό αυτό
προσκομίζουν δύο τιμολόγια του δικηγόρου τους, ένα ύψους 12.000 € για
την διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας και το άλλο ύψους
12.500 € για την διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.
31. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι αξιώσεις των προσφευγόντων δεν
είναι αναλυτικές ούτε συνοδεύονται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά που
να επιτρέπουν τον υπολογισμό τους με ακρίβεια. Καλεί λοιπόν το
Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημά τους. Εναλλακτικά, υποστηρίζει ότι το
ποσό που θα επιδικασθεί για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα
1.500 € για το σύνολο των προσφευγόντων.
32. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιδίκαση εξόδων και δικαστικών
δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 41 προϋποθέτει ότι αυτά αποδεικνύονται
πραγματικά, αναγκαία και επιπλέον ότι το ύψος τους είναι εύλογο (Ιατρίδης
κατά Ελλάδας [GC], αρ. 31107/96, §54, CEDH 2000-XI).
33. Στην υπό κρίση υπόθεση, έχοντας υπόψη τα στοιχεία που έχει στην
κατοχή του και τα ανωτέρω κριτήρια, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να
επιδικάσει συνολικά στους προσφεύγοντες το ποσό των 1.500 € για έξοδα
και δικαστική δαπάνη, συν κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται ως φόρος
επί του ποσού αυτού.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
34. Το Δικαστήριο κρίνει σωστό να υπολογίσει το ύψος των τόκων
υπερημερίας με βάση το επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της
Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
9
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No 6600
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
10
1. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή όσον αφορά την αιτίαση που
στηρίζεται στην υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και απαράδεκτη για
τα περαιτέρω
2. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης
3. Αποφαίνεται
α) ότι το καθ’ ου η προσφυγή κράτος πρέπει να καταβάλει
συνολικά στους προσφεύγοντες, μέσα σε τρεις μήνες από την
ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα γίνει οριστική, σύμφωνα
με το άρθρο 44 §2 της Σύμβασης, το ποσό των 50.000 € (πενήντα
χιλιάδων ευρώ) για ηθική βλάβη και 1.500 € (χιλίων πεντακοσίων
ευρώ) για έξοδα και δικαστική δαπάνη, συν κάθε ποσό που μπορεί
να οφείλεται από τους προσφεύγοντες ως φόρος
β) ότι από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής και μέχρι την
καταβολή, τα ποσά αυτά θα αυξάνονται με απλό τόκο με επιτόκιο
ίσο προς το ισχύον κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο
διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
4. Απορρίπτει το αίτημα δίκαιης ικανοποίησης για τα περαιτέρω.
Συντάχτηκε στα γαλλικά, στην συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 16
Σεπτεμβρίου 2010, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού.
Søren Nielsen Nina Vajic
Γραμματέας Πρόεδρος
(υπογραφή) (υπογραφή)
Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο έγγραφο
Η μεταφράστρια
Μαρία Καραμπάτσα

(Προσφυγή υπ’αρ. 45830/08)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Υπόθεση και λοιποί
Κατά
Ελλάδας
(Προσφυγή υπ’αρ. 45830/08)
Απόφαση
Στρασβούργο, 11 Ιουλίου 2013
Η απόφαση αυτή είναι οριστική. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές ως προς την μορφή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
1
Χ.Μ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
Στην υπόθεση και λοιποί κατά Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο
Τμήμα), συνεδριάζοντας σε Επιτροπή αποτελούμενη από τους:
Elisabth Steiner, Πρόεδρο,
Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Ksenija Turkovic, Δικαστές,
Και με τον André Wampach, Αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο στις 18 Ιουνίου 2013,
Εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση προέκυψε μετά από την προσφυγή υπ’αρ. 45830/08 που
ασκήσανε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας εβδομήντα εννέα έλληνες
υπήκοοι («οι προσφεύγοντες») στις 16 Σεπτεμβρίου 2008 σύμφωνα με το
άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).
2. Τους προσφεύγοντες εκπροσωπούσε η δικηγόρος Αθηνών κ. Α.
Γιαννοπούλου. Την Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσώπησαν
οι πληρεξούσιοί της, η κ. Δεδούση, Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του
κράτους και ο κ. Χ.Πουλάκος, δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους.
3. Στις 22 Ιουνίου 2010 η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
2
Χ.Μ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
4. Οι εκατόν εξήντα εννέα προσφεύγοντες είναι αγροφύλακες ή
κληρονόμοι αγροφυλάκων. Ως αγροφύλακες, οι δικαιοπάροχοι των
κληρονόμων και οι υπόλοιποι προσφεύγοντες («οι ενδιαφερόμενοι») είχαν
το καθεστώς των τοπικών δημοσίων υπαλλήλων και υπαγόντουσαν στο
Υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
5. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, οι ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν στο
Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με αγωγή αποζημίωσης κατά του
Δημοσίου. Ζητούσαν το ποσό των 475 € περίπου καθένας τους ως επίδομα
επί του μισθού τους.
6. Στις 30 Ιουνίου 1998, το Διοικητικό Πρωτοδικείο με προδικαστική
απόφαση ανέβαλε την εξέταση της υπόθεσης έως ότου προσκομίσουν οι
ενδιαφερόμενοι τα έγγραφα που έλειπαν από τον φάκελό τους. Η νέα
εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 19 Φεβρουαρίου 1999.
7. Στις 30 Ιουνίου 1999, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε
δεκτό το αίτημά τους (απόφαση υπ’αρ. 2570/1999) και επιδίκασε στον
καθένα τους το ποσό των 475 ευρώ.
8. Στις 10 Φεβρουαρίου 2000 το Δημόσιο άσκησε έφεση.
9. Στις 25 Μαΐου 2005, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την έφεση και
επιβεβαίωσε την εφεσιβληθείσα απόφαση (απόφαση 6330/2005).
10. Στις 4 Οκτωβρίου 2005, το Δημόσιο άσκησε αναίρεση. Στις 30
Μαΐου 2008, το Έκτο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι,
σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία, δεν μπορούσε να εξετάσει την
υπόθεση, αφού το Δημόσιο δεν είχε προσθέσει στην αναίρεσή του θετική
γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Συμβούλιο της
Επικρατείας διέταξε την παραπομπή της υπόθεσης στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών για να αρχειοθετηθεί (απόφαση 310/2008).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
3
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
11. Τα ποσά που επιδικάσθηκαν, καταβλήθηκαν στους προσφεύγοντες
μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
12. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 34 της Σύμβασης ορίζει ότι
«Τo Δικαστήριo μπoρεί να επιληφθεί της εξέτασης πρoσφυγής πoυ
υπoβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπo, (…), πoυ ισχυρίζεται ότι είvαι
θύμα παραβίασης, από έvα από τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη, τωv
δικαιωμάτωv πoυ αvαγvωρίζovται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκoλλά της.»
Έτσι, συνάγεται ότι για να πληρεί τις προϋποθέσεις που τίθενται από την
διάταξη αυτή, κάθε προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι
τον αφορά προσωπικά η παραβίαση ή οι παραβιάσεις της Σύμβασης που
επικαλείται. Έτσι, η έννοια του θύματος πρέπει, κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται
αυτόνομα και ανεξάρτητα από εθνικές έννοιες όπως αυτές που αφορούν το
έννομο συμφέρον ή τη νομιμοποίηση του ενδιαφερομένου (βλ. ιδίως Sanles
Sanles κατά Ισπανίας, (απόφ.) αρ. 483555/99, CEDH 2000-XI).
13. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί επανειλημμένως άτομα που είναι κατά
κάποιο τρόπο συγγενείς να υπεισέρχονται στην θέση του προσφεύγοντος
που έχει διεξάγει όλη την εθνική διαδικασία και πέθανε αφού κατέθεσε
προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου (X κατά Γαλλίας, απόφαση της 31ης
Μαρτίου 1992, σειρά Α, αρ. 234-C, σελ. 89, §26, Dalban κατά Ρουμανίας
[GC], αρ. 28114/95, §39, CEDH 1999-VI, Malhous κατά Τσεχικής
Δημοκρατίας, (αποφ.), αρ. 33071/96, CEDH 2000-XII).
14. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης υποθέσεις όπου το θύμα απεβίωσε
κατά την διάρκεια της εθνικής διαδικασίας και πριν την άσκηση της
προσφυγής. Σε τέτοιες υποθέσεις το Δικαστήριο εξετάζει εάν οι συγγενείς ή
οι κληρονόμοι του αποθανόντος μπορούν οι ίδιοι να ισχυριστούν ότι είναι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
θύματα της επικαλούμενης παραβίασης (Fairfield και λοιποί κατά
Ηνωμένου Βασιλείου (αποφ.), αρ. 24790/04, CEDH 2005-VI, Γεωργία
Μακρή και άλλοι κατά Ελλάδας, (αποφ.), αρ. 5977/03, 24 Μαρτίου 2005).
15. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι κληρονόμοι του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 5,6), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 22, 23), του προσφεύγοντες
υπ’αρ. 24,25,26,27), του προσφεύγων υπ’αρ. 59),
του (προσφεύγων υπ’αρ. 76), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 88, 89, 90, 91), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 92, 93, 94), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 97, 98, 99, 100, 101), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 106, 107, 108), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 121, 122, 123, 124), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 128, 129, 130, 131, 132), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 137, 138, 139, 140), του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 149, 150, 151, 152), και του
(προσφεύγοντες υπ’αρ. 164, 165, 166) δεν αποδεικνύουν ότι
συμμετείχαν στο όνομά τους στην εθνική διαδικασία που αποτελεί το
αντικείμενο της παρούσας προσφυγής ούτε ότι παρενέβησαν ως κληρονόμοι
στην διαδικασία μετά τον θάνατο των δικαιοπαρόχων τους.
16. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο αποφασίζει να κηρύξει την
προσφυγή απαράδεκτη ως προς τους προσφεύγοντες υπ’αρ. 5, 6, 22, 23, 24,
25, 26, 27, 59, 76, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 97, 98, 99, 100, 101, 106, 107,
108, 121, 122, 123, 124, 128, 129, 130, 131, 132, 137, 138, 139, 140, 149,
150, 151, 152, 164, 165, 166.
Β. Η εξέταση του νέου κριτηρίου του παραδεκτού
17. Στις παρατηρήσεις της η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσφυγή θα
πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του νέου κριτηρίου που
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
5
Χ.Μ.
Δ.Ν.
Β.Δ.
Σ.Π.
Θ.Π. Κ.Σ.
Α.Σ.
Α.Σ.
Σ.Σ.
Σ.Τ.
Γ.Τ.
Χ.Τ.
Π.Φ.
Θ.Χ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
προβλέπεται από το άρθρο 35§3 (β) της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με
το Πρωτόκολλο αρ. 14, σύμφωνα με το οποίο, το Δικαστήριο μπορεί να
κηρύξει απαράδεκτη μια προσφυγή εφόσον «ο προσφεύγων δεν έχει
υποστεί σημαντική ζημία, εκτός εάν η τήρηση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά
της απαιτούν εξέταση της προσφυγής εις βάθος και υπό τον όρο να μην
απορριφθεί για τον λόγο αυτό καμία υπόθεση που δεν έχει εξεταστεί
δεόντως από ένα εθνικό δικαστήριο».
18. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η αρχή «de minimis non curat
praetor » δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Ως προς αυτό
υποστηρίζουν ότι δεδομένης της προσωπικής τους κατάστασης και της
οικονομικής κατάστασης της χώρας, το ποσό των 475 ευρώ που
διακυβεύεται δεν είναι αμελητέο.
19. Το Δικαστήριο δέχεται ότι η διάταξη που θεσπίστηκε με το
Πρωτόκολο υπ’αρ. 14 προβλέπει νέο όρο παραδεκτού σε συνδυασμό με δύο
ρήτρες διασφάλισης. Σύμφωνα με το άρθρο 35§3 (β), το Δικαστήριο θα
πρέπει να ελέγξει εάν οι προσφεύγοντες υπέστησαν «σημαντική ζημία» και,
σε αρνητική περίπτωση, να ελέγξουν αν δεν ισχύει καμία από τις δύο
ρήτρες διασφάλισης.
20. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το οικονομικό διακύβευμα της
διαφοράς ήταν σχετικά χαμηλό, και ότι κανένα στοιχείο του φακέλου δεν
δείχνει ότι οι προσφεύγοντες βρίσκονταν σε τέτοια οικονομική κατάσταση
που η έκβαση της διαφοράς να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην προσωπική
τους ζωή. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος (
κατά Ελλάδας, (déc.), αρ. 52036/09, 20 Σεπτεμβρίου 2011), το Δικαστήριο
θεωρεί ότι το ποσό αυτό από οικονομικής άποψης είναι ικανό να θέσει σε
εφαρμογή το νέο κριτήριο του παραδεκτού. Ωστόσο, υπό το φως της
ερμηνευτικής νομολογίας περί της δεύτερης ρήτρας διασφάλισης (Dudek c.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
6
Κ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
Allemagne, (déc.), αρ. 12977/09 και λοιποί, 23 Νοεμβρίου 2010), και
λαμβάνοντας υπόψη την απουσία στο εθνικό δίκαιο κατά την εποχή των
πραγματικών περιστατικών, προσφυγής που να δίνει την δυνατότητα στους
προσφεύγοντες να παραπονεθούν για την διάρκεια της διαδικασίας, το
Δικαστήριο θεωρεί ότι η υπόθεση δεν εξετάστηκε δεόντως από το εθνικό
δικαστήριο.
21. Επειδή το νέο κριτήριο παραδεκτού του άρθρου 35 της Σύμβασης
εφαρμόζεται μόνον όταν οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του συντρέχουν
σωρευτικά, το Δικαστήριο συνάγει ότι η ένσταση λόγω απουσίας
σημαντικής ζημίας πρέπει να απορριφθεί.
22. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, επίσης, ότι η προσφυγή δεν είναι
προδήλως αβάσιμη, υπό την έννοια του άρθρου 35§3 της Σύμβασης. Κρίνει
επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο απαραδέκτου. Επομένως, θα
πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
6§ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
23. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας
παραβίασε την αρχή της «λογικής προθεσμίας» όπως αυτή προβλέπεται στο
άρθρο 6§1 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς τoυ δικασθή (…) εvτός λoγικής
πρoθεσμίας υπό δικαστηρίoυ, (…) τo oπoίov θα απoφασίση (…) επί τωv
αμφισβητήσεωv επί τωv δικαιωμάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ αστικής φύσεως
(…)»
24. Η υπό κρίση περίοδος άρχισε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 με την
προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και έληξε στις 30 Μαΐου
2008 με την υπ’αρ. 310/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
7
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
Επομένως διήρκεσε έντεκα έτη και οκτώ μήνες περίπου για τρεις βαθμούς
δικαιοδοσίας.
Α. Ως προς το παραδεκτό
25. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
26. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα δικαστήρια αποφάσισαν εντός
προθεσμίας που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μη λογική, λαμβανομένων
υπόψη του αριθμού των σταδίων της διαδικασίας και του πολύπλοκου
χαρακτήρα της υπόθεσης. Επικαλείται την αναβολή της υπόθεσης ενώπιον
του Διοικητικού Πρωτοδικείου για να μπορέσουν να προσκομίσουν οι
προσφεύγοντες τα συμπληρωματικά έγγραφα. Επικαλείται επίσης το ότι το
Έκτο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έπρεπε να αναστείλει την
εξέταση της υπόθεσης περιμένοντας να αποφανθεί η Ολομέλεια, η οποία
επιλήφθηκε του θέματος επ’ ευκαιρία άλλης υπόθεσης, επί καθοριστικού
θέματος. Η Κυβέρνηση επικαλείται τέλος το ότι οι προσφεύγοντες δεν
παραστάθηκαν στην δικάσιμο ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθηνών.
27. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την θέση της Κυβέρνησης
υποστηρίζοντας ότι το ότι δεν παρευρέθηκαν στις δικασίμους δεν μειώνει
την υλική και ηθική ζημία που υπέστησαν λόγω της διάρκειας της
διαδικασίας.
28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λογικός χαρακτήρας της διάρκειας
μιας διαδικασίας κρίνεται σύμφωνα με τις πραγματικά περιστατικά της υπό
κρίση υπόθεσης και με βάση κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
8
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
του, και ιδίως τον περίπλοκο χαρακτήρα της υπόθεσης, την συμπεριφορά
του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών, καθώς και το διακύβευμα της
διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender
κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, §43, CEDH 2000-VII).
29. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως υποθέσεις που
εγείρουν θέματα παρόμοια με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης και διαπίστωσε
την παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης (βλ. προαναφερθείσα
Frydlender ).
30. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το
Διοικητικό Εφετείο χρειάστηκε περίπου πέντε έτη και τρεις μήνες για να
αποφασίσει για την έφεση του Δημοσίου (από τις 10 Φεβρουαρίου 2005 ως
τις 25 Μαΐου 2005). Εξάλλου, ακόμα και εάν μέρος της διάρκειας της
επίδικης διαδικασίας μπορεί να εξηγηθεί από τεχνικής άποψης από τις
καθυστερήσεις που επικαλείται η Κυβέρνηση, το Δικαστήριο δηλώνει και
πάλι ότι το Κράτος δεν αποδεσμεύτηκε από την υποχρέωση που έχει
σύμφωνα με το άρθρο 6 να οργανώσει το δικαϊκό του σύστημα έτσι ώστε τα
δικαστήρια να μπορούν να εγγυηθούν στον καθένα το δικαίωμα του να
πετύχει οριστική απόφαση επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως εντός λογικής προθεσμίας (βλ.
μεταξύ πολλών άλλων, Duclos c. France, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου
1996, Recueil des arrêts et décisions 1996-VI, p. 2181, §55 και
Comingersoll S.A. c. Portugal [GC], αρ. 35382/97, §24, CEDH 2000-IV).
31. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το
Δικαστήριο θεωρεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση η διάρκεια της επίδικης
διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση της
«λογικής προθεσμίας».
32. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
9
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
33. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται επίσης για το ότι στην Ελλάδα
δεν υπάρχει καμία πραγματική προσφυγή για να παραπονεθούν για την
υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας. Επικαλούνται το άρθρο 13 της
Σύμβασης, το οποίο είναι διατυπωμένο ως εξής:
«Παv πρόσωπov τoυ oπoίoυ τα αvαγvωριζόμεvα εv τη παρoύση
Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαv, έχει τo δικαίωμα
πραγματικής πρoσφυγής εvώπιov εθvικής αρχής, έστω και άv η
παραβίασις διεπράχθη υπό πρoσώπωv εvεργoύvτωv εv τη εκτελέσει τωv
δημoσίωv καθηκόvτωv τoυ.»
Α. Ως προς το παραδεκτό
34. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
35. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 13 εγγυάται μια
πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής που να επιτρέπει στον
ενδιαφερόμενο να παραπονεθεί για την παραβίαση της υποχρέωσης που
προβλέπεται από το άρθρο 6 §1 ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων εντός
λογικής προθεσμίας (βλ. Kudla κατά Πολωνίας [GC], αρ. 30210/96, §156,
CEDH 2000-XI).
36. Εξάλλου το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η
ελληνική έννομη τάξη δεν προσέφερε στους ενδιαφερομένους πραγματική
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
10
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
προσφυγή υπό την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης που να τους
επιτρέπει να παραπονεθούν για την διάρκεια της διαδικασίας (Κόντη-
Αρβανίτη κατά Ελλάδας, αρ. 53401/99, §§29-30, 10 Απριλίου 2003 και
Τσουκαλάς κατά Ελλάδας, αρ. 12286/08, §§37-43, 22 Ιουλίου 2010).
37. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι στις 12 Μαρτίου 2012 δημοσιεύθηκε
ο Νόμος υπ’ αρ. 4055/2012 περί «Δίκαιης δίκης και εύλογης διάρκειας
αυτής», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2012. Τα άρθρα 53 και
επόμενα του νόμου αυτού καθιερώνουν μια νέα προσφυγή που επιτρέπει
στους ενδιαφερομένους να παραπονεθούν για την διάρκεια κάθε βαθμίδας
της διοικητικής δίκης εντός εξάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία της
δημοσίευσης της σχετικής απόφασης. Ωστόσο το Δικαστήριο παρατηρεί ότι
ο νόμος αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, δεν προβλέπει μια τέτοια
προσφυγή για τις υποθέσεις που έχουν ήδη ολοκληρωθεί έξι μήνες πριν την
έναρξη ισχύος του.
38. Στην υπό κρίση υπόθεση, η διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 30
Μαΐου 2008, δηλαδή πάνω από έξι μήνες πριν την έναρξη ισχύος του
Νόμου υπ’αρ. 4055/2012. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης λόγω της απουσίας στο εθνικό
δίκαιο, κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών, προσφυγής που θα
είχε επιτρέψει στους προσφεύγοντες να δουν την υπόθεσή τους να
εκδικάζεται εντός λογικής προθεσμίας, υπό την έννοια του άρθρου 6 §1 της
Σύμβασης.
IV. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
39. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης,
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή τωv Πρωτoκόλλωv της,
και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συμβαλλόμεvoυ Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά μόvo
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
11
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ατελή εξάλειψη τωv συνεπειών της παραβίασης αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov
είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη ικαvoπoίηση.»
Α. Ζημία
40. Οι προσφεύγοντες ζητούν το ποσό των 6.000€ καθένας για την
ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της διάρκειας της διαδικασίας.
41. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό και
αδικαιολόγητο και καλεί το Δικαστήριο να το απορρίψει.
42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει κρίνει επανειλημμένως
απαράδεκτες προσφυγές που αφορούν την διάρκεια της εθνικής
διαδικασίας, λόγω της απουσίας εύλογης αναλογικότητας ανάμεσα στο
διακύβευμα της επίδικης εθνικής διαδικασίας και στο διακύβευμα που
εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ιδίως ότι εξακολουθούν να
είναι εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου πολλές προσφυγές που εγείρουν
σημαντικά προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Jenik κατά Αυστρίας,
αρ. 37794/07, 11568/08, 23036/08, 23044/08, 23047/08, 23053/08,
23054/08 και 48865/08, §65, 20 Νοεμβρίου 2012, Dudek κατά Γερμανίας,
αρ. 12977/09, 15856/09, 15892/09, 16119/09, 23 Νοεμβρίου 2010 και Bock
κατά Γερμανίας, αρ. 22051/07, 19 Ιανουαρίου 2010). Έκρινε ιδίως, σ’αυτές
τις αποφάσεις περί απαραδέκτου, ότι οι προσφεύγοντες με την εντατική
χρήση των δικαστικών διαδικασιών που έφτανε μέχρι την προσφυγή
ενώπιον Διεθνούς Δικαστηρίου, συνέβαλαν ιδίως στην συμφόρηση των
εθνικών δικαστηρίων. Εξάλλου στην υπόθεση Αθανασιάσης και 40 άλλοι
κατά Ελλάδας, (αρ. 34339/02, §27, 28 Απριλίου 2005), συμπέρανε ότι η
διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση, αφού
διαπίστωσε ότι μια διαδικαστική παράλειψη των προσφευγόντων στο
στάδιο της έφεσης στέρησε την διαφορά από οποιοδήποτε διακύβευμα που
θα μπορούσε να έχει αυτή για τους προσφεύγοντες.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
12
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
43. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ποσό που
ζητούσαν αρχικά οι ενδιαφερόμενοι ανερχόταν σε 475€. Το ποσό αυτό,
πράγματι επιδικάστηκε από την απόφαση υπ’ αρ. 2570/1999 του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και καταβλήθηκε στους προσφεύγοντες
μετά από την απόρριψη της έφεσης του Δημοσίου από το Διοικητικό
Εφετείου και της αναίρεσης του Δημοσίου από το Συμβούλιο της
Επικρατείας (βλ. ανωτέρω παράγραφοι 9-11). Παρόλα αυτά, οι
προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Δικαστήριο με προσφυγή θεμελιωμένη
αποκλειστικά, υπό τις δύο πλευρές αυτής, στην διάρκεια της διαδικασίας,
θέμα επί του οποίου έχει αποφανθεί επανειλημμένως το Δικαστήριο και
μάλιστα έναντι του καθ’ ου η προσφυγή Κράτους. Επίσης, είναι προφανές
ότι το ποσό που ζητούν οι προσφεύγοντες δεν τελεί σε αναλογία με το ποσό
που επιδικάστηκε κατά την εθνική διαδικασία (προαναφερθείσα απόφαση
Jenik, §65). Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η διαπίστωση της
παραβίασης των άρθρων 6 §1 και 13 στην υπό κρίση υπόθεση αποτελεί
επαρκή δίκαιη ικανοποίηση (Αθανασιάσης και 40 άλλοι κατά Ελλάδας,
προαναφερθείσα απόφαση §27).
Β. Έξοδα και Δικαστική δαπάνη
44. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης 6.000€ καθένας για έξοδα και
δικαστική δαπάνη ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων και ενώπιον του
Δικαστηρίου. Προσκομίζουν φωτοτυπία ενός τιμολογίου που εκδόθηκε στο
όνομα του Χρήστου Μπακιρτζίδη, υπογεγραμμένο από την Δικηγόρο τους
και στο οποίο αναφέρεται το ποσό των 6.940,84€.
45. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό και
αδικαιολόγητο και καλεί το Δικαστήριο να το απορρίψει.
46. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής
δαπάνης σύμφωνα με το άρθρο 41 προϋποθέτει ότι αυτά έχουν αποδειχθεί
ως πραγματικά, αναγκαία και επίσης εύλογα ως προς το ύψος τους
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
13
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
(προαναφερθείσα κατά Ελλάδας, §54). Επιπλέον, δεν μπορούν να
εισπραχθούν παρά μόνο εάν αναφέρονται στην διαπιστωθείσα παραβίαση
( κατά Γερμανίας [GC], αρ. 30943/96, §105, CEDH 2003-VIII).
΄Εχοντας υπόψη τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Δικαστήριο και
τη νομολογία του, κρίνει εύλογο να επιδικάσει από κοινού στους
προσφεύγοντες 500€ για την αιτία αυτή, συν κάθε ποσό που μπορεί να
οφείλεται από πλευράς τους ως φόρος.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
47. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόζει να υπολογισθούν οι τόκοι
υπερημερίας επί του επιτοκίου της διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
1. Κηρύσσει την προσφυγή απαράδεκτη για τους προσφεύγοντες υπ’
αρ. 5, 6, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 59, 76, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 97, 98, 99,
100, 101, 106, 107, 108, 121, 122, 123, 124, 128, 129, 130, 131, 132, 137,
138, 139, 140, 149, 150, 151, 152, 164, 165, 166.
2. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή ως προς τους υπόλοιπους 124
προσφεύγοντες
3. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης
4. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης
5. Αποφαίνεται ότι η ίδια διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί επαρκή
δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ενδεχομένως οι
προσφεύγοντες
6. Αποφαίνεται ότι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
14
Ι.
S.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
α) το καθ’ου η προσφυγή Κράτος πρέπει να καταβάλει, εντός τριών
μηνών, από κοινού στους προσφεύγοντες 500 € (πεντακόσια ευρώ), συν
κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται από τους προσφεύγοντες ως φόρος, για
έξοδα και δικαστική δαπάνη
β) ότι από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή,
τα ποσά αυτά θα αυξάνονται με απλό τόκο με επιτόκιο ίσο προς το ισχύον
κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις
ποσοστιαίες μονάδες
Συντάχτηκε στα γαλλικά και στην συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις
11 Ιουλίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§2 και 3 του Κανονισμού.
André Wampach Elisabeth Steiner
Γραμματέας Πρόεδρος
(υπογραφές)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
15
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
9.
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.
34.
35.
36.
37.
38.
39.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
16
Χ.Μ. κλπ.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
40.
41.
42.
43.
44.
45.
46.
47.
48.
49.
50.
51.
52.
53.
54.
55.
56.
57.
58.
59.
60.
61.
62.
63.
64.
65.
66.
67.
68.
69.
70.
71.
72.
73.
74.
75.
76.
77.
78.
79.
80.
81.
82.
83.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
17
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
84.
85.
86.
87.
88.
89.
90.
91.
92.
93.
94.
95.
96.
97.
98.
99.
100.
101.
102.
103.
104.
105.
106.
107.
108.
109.
110.
111.
112.
113.
114.
115.
116.
117.
118.
119.
120.
121.
122.
123.
124.
125.
126.
127.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
18
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
128.
129.
130.
131.
132.
133.
134.
135.
136.
137.
138.
139.
140.
141.
142.
143.
144.
145.
146.
147.
148.
149.
150.
151.
152.
153.
154.
155.
156.
157.
158.
159.
160.
161.
162.
163.
164.
165.
166.
167.
168.
169.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
19
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ092.22/5143
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
20
Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο έγγραφο
Η μεταφράστρια
Μαρία Καραμπάτσα

(Προσφυγή υπ’αρ. 45823/08)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Υπόθεση και λοιποί
Κατά
Ελλάδας
(Προσφυγή υπ’αρ. 45823/08)
Απόφαση
Στρασβούργο, 18 Απριλίου 2013
Η απόφαση αυτή θα γίνει οριστική υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 §2
της Σύμβασης. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές ως προς την μορφή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
1
Ι.Α.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
Στην υπόθεση και λοιποί κατά Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα),
που συνεδρίασε σε Τμήμα με την ακόλουθη σύνθεση:
Elisabeth Berro-Lefèvre, Πρόεδρο,
Elisabeth Steiner,
Khanlar Hajiyev,
Mirjana Lazarova Trajkovska,
Julia Laffranque,
Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Erik Møse, Δικαστές
Και με την σύμπραξη του Søren Nielsen, Γραμματέα Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο, στις 26 Μαρτίου 2013,
Εξέδωσε την παρούσα απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. H υπόθεση προέκυψε μετά από προσφυγή (αρ. 45823/08) που
άσκησαν κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας εβδομήντα οκτώ Έλληνες
υπήκοοι, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στο παράρτημα («οι
προσφεύγοντες») οι οποίοι προσέφυγαν στο Δικαστήριο στις 16
Σεπτεμβρίου 2008 σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών («η
Σύμβαση»).
2. Οι προσφεύγοντες εκπροσωπούνται από την κα Α.Γιαννοπούλου,
Δικηγόρο Αθηνών. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση»)
εκπροσωπείται από τις πληρεξουσίους της, την κα Γ.Παπαδάκη, Πάρεδρο
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και την κα Μ. Γερμάνη, Δικαστική
αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
3. Στις 18 Ιουνίου 2010 η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
2
Ι.Α.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
4. Η Κυβέρνηση αντιτίθεται στην εκδίκαση της προσφυγής από
Επιτροπή. Το Δικαστήριο εξέτασε την ένσταση τη Κυβέρνησης και την
απορρίπτει.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Ι. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ
ΥΠΟΘΕΣΗΣ
5. Οι προσφεύγοντες είναι αγροφύλακες ή κληρονόμοι αγροφυλάκων
(οι υπ’ αρ. 27, 28, 29, 32, 33, 34, 64, 65, 66, 76, 77). Ως αγροφύλακες, οι
δικαιοπάροχοι των κληρονόμων και οι υπόλοιποι προσφεύγοντες («οι
ενδιαφερόμενοι») είχαν το καθεστώς των τοπικών δημοσίων υπαλλήλων
και υπαγόντουσαν στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
6. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, οι ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν στο
Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με αγωγή αποζημίωσης κατά του
Δημοσίου. Ζητούσαν το ποσό των 554,65 € καθένα ως επίδομα επί του
μισθού τους.
7. Στις 30 Ιουνίου 1998, το Διοικητικό Πρωτοδικείο με προδικαστική
απόφαση ανέβαλε την εξέταση της υπόθεσης έως ότου προσκομίσουν οι
ενδιαφερόμενοι τα έγγραφα που έλειπαν από τον φάκελό τους. Η νέα
εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 8 Φεβρουαρίου 1999.
8. Στις 30 Ιουλίου 1999, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε
το αίτημά τους (απόφαση υπ’ αρ. 3090/1999).
9. Στις 4 Ιουνίου 2000, οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν έφεση.
10. Στις 31 Αυγούστου 2004, το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτή την
έφεσή τους και ακύρωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση (απόφαση υπ’ αρ.
10053/2004). Επιδίκασε σε καθένα από τους προσφεύγοντες το ποσό των
554,65 €, ποσό που τους καταβλήθηκε μετά από την απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. κατωτέρω παρ. 12).
11. Στις 14 Ιουνίου 2005, το Δημόσιο άσκησε αναίρεση.
12. Στις 26 Φεβρουαρίου 2009 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε,
ότι σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία δεν μπορούσε να εκδικάσει την
υπόθεση επειδή το Δημόσιο δεν είχε συνοδεύσει την άσκηση αναίρεσης με
θετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Συμβούλιο
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
3
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
της Επικρατείας διέταξε την παραπομπή της υπόθεσης στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών για να αρχειοθετηθεί (απόφαση υπ’ αρ. 191/2009).
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
A. Η ιδιότητα ορισμένων προσφευγόντων ως «θύματος»
13. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Ελευθερία Δημητρίου και οι
κληρονόμοι του Ιωάννη Κωνσταντάκη (προσφεύγοντες υπ’ αρ 27, 28, 29),
του Δήμου Λιάλιου (προσφεύγοντες υπ’αρ. 32, 33, 34), του Παναγιώτη
Τούντα (προσφεύγοντες υπ’αρ. 64, 65, 66) και του Χαράλαμπου
Φουντουκίδη (προσφεύγοντες υπ’αρ. 76 και 77) δεν συμμετείχαν ποτέ στην
επίδικη διαδικασία. Ειδικότερα, όσον αφορά τους κληρονόμους των κων
Κωνσταντάκη, Λιάλιου, Τούντα, Φουντουκίδη, η Κυβέρνηση θεωρεί ότι
δεν προσκομίζουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν την ιδιότητά τους
ως κληρονόμων. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι προαναφερθέντες δεν
έχουν την ιδιότητα του «θύματος» και επομένως η προσφυγή πρέπει να
κριθεί απαράδεκτη ως προς αυτούς.
14. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 34 της Σύμβασης ορίζει ότι
«Τo Δικαστήριo μπoρεί vα επιληφθεί της εξέτασης πρoσφυγής πoυ
υπoβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπo, (…), πoυ ισχυρίζεται ότι είvαι
θύμα παραβίασης, από έvα από τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη, τωv
δικαιωμάτωv πoυ αvαγvωρίζovται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκoλλά της.»
Έτσι, συνάγεται ότι για να πληρεί τις προϋποθέσεις που τίθενται από την
διάταξη αυτή, κάθε ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει
ότι τον αφορά προσωπικά η παραβίαση ή οι παραβιάσεις της Σύμβασης που
επικαλείται. Έτσι, η έννοια του θύματος πρέπει, κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται
αυτόνομα και ανεξάρτητα από εθνικές έννοιες όπως αυτές που αφορούν το
έννομο συμφέρον ή τη νομιμοποίηση του ενδιαφερομένου (βλ. ιδίως Sanles
Sanles κατά Ισπανίας, (απόφ.) αρ. 483555/99, CEDH 2000-XI).
15. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί επανειλημμένως άτομα που είναι κατά
κάποιο τρόπο συγγενείς να υπεισέρχονται στην θέση του προσφεύγοντος
που έχει διεξάγει όλη την εθνική διαδικασία και πέθανε αφού κατέθεσε
προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου (X κατά Γαλλίας, απόφαση της 31ης
Μαρτίου 1992, σειρά Α, αρ. 234-C, σελ. 89, §26, Dalban κατά Ρουμανίας
[GC], αρ. 28114/95, §39, CEDH 1999-VI, Malhous κατά Τσεχικής
Δημοκρατίας, (αποφ.), αρ. 33071/96, CEDH 2000-XII).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
16. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης υποθέσεις όπου το θύμα απεβίωσε
κατά την διάρκεια της εθνικής διαδικασίας και πριν την άσκηση της
προσφυγής. Σε τέτοιες υποθέσεις το Δικαστήριο εξετάζει εάν οι συγγενείς ή
οι κληρονόμοι του αποθανόντος μπορούν οι ίδιοι να ισχυριστούν ότι είναι
θύματα της επικαλούμενης παραβίασης (Fairfield και λοιποί κατά
Ηνωμένου Βασιλείου (αποφ.), αρ. 24790/04, CEDH 2005-VI, Γεωργία
Μακρή και άλλοι κατά Ελλάδας, (αποφ.), αρ. 5977/03, 24 Μαρτίου 2005).
17. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ότι το όνομα Ελευθερία
Δημητρίου αναφέρεται στις εθνικές αποφάσεις στην αρσενική του εκδοχή,
δηλαδή ως Ελευθέριος Δημητρίου. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, μετά από
πληροφορίες που προσκόμισε η δικηγόρος των προσφευγόντων, ότι
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και ότι το όνομα της προσφεύγουσας στις
εθνικές αποφάσεις ήταν εσφαλμένο.
18. Αντίθετα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι κληρονόμοι των των
Κωνσταντάκη, Λιάλιου, Τούντα, Φουντουκίδη οι οποίοι απεβίωσαν κατά
την διάρκεια της διαδικασίας, δεν συμμετείχαν ιδίω ονόματι στην εθνική
διαδικασία που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και δεν
παρενέβησαν στην διαδικασία μετά τον θάνατο των δικαιοπαρόχων τους,
επομένως δεν κατέστησαν διάδικοι ως κληρονόμοι.
19. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφασίζει να κάνει δεκτή την
ένσταση της Κυβέρνησης ως προς τους κληρονόμους των Κωνσταντάκη,
Λιάλιου, Τούντα, Φουντουκίδη (προσφεύγοντες υπ’ αρ. 27, 28, 29, 32, 33,
34, 64, 65, 66, 76 και 77) και να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη ως
προς αυτούς.
Β. Εξάμηνη προθεσμία
20. Η Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση ως προς την μη τήρηση της
εξάμηνης προθεσμίας. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, η οριστική
απόφαση είναι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου της 31ης Αυγούστου
2004 ενώ θεωρεί ότι η αίτηση αναίρεσης είναι σαν να μην υποβλήθηκε
ποτέ. Υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αφού υποβλήθηκε σε
προθεσμία μεγαλύτερη των έξι μηνών από την απόφαση αυτή. Για την
Κυβέρνηση, οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι από την στιγμή
που το Δημόσιο δεν συνόδευσε την αίτηση αναίρεσης με θετική
γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την
εθνική νομοθεσία, η αίτηση αυτή ήταν καταδικασμένη να μην γίνει δεκτή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
5
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
21. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την θέση της Κυβέρνησης.
Υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να ληφθεί ως σημείο έναρξης της εξάμηνης
προθεσμίας η απόφαση υπ’ αρ. 191/2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας
αφού η πληρωμή των ποσών που τους επιδικάστηκε έγινε μόνον μετά την
απόφαση αυτή.
22. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 35§1 της
Σύμβασης δεν μπορεί να επιληφθεί μιας υπόθεσης παρά αφού έχουν
εξαντληθεί τα εθνικά ένδικα μέσα και εντός προθεσμίας έξι μηνών από την
ημερομηνία της τελεσίδικης εθνικής απόφασης. Μόνον τα τακτικά και
πραγματικά ένδικα μέσα μπορούν να ληφθούν υπόψη αφού οι
προσφεύγοντες δεν μπορούν να αναβάλουν την αυστηρή προθεσμία που
επιβάλλει η Σύμβασης προσπαθώντας να καταθέσουν προσφυγές
παράκαιρες ή καταχρηστικές σε αρχές ή θεσμούς που δεν έχουν την
απαραίτητη εξουσία ή αρμοδιότητα για να επιδικάσουν, με βάση την
Σύμβαση, πραγματική αποκατάσταση ως προς την σχετική αιτίαση (Fernie
κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αποφ.), αρ. 14881/04, 5 Ιανουαρίου 2006).
23. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην υπό κρίση υπόθεση το Δημόσιο
είναι αυτό που άσκησε την αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αναίρεση
θεωρώντας ότι το Δημόσιο είχε παραλείψει να λάβει προηγουμένως θετική
γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους όπως το απαιτεί η
εθνική νομοθεσία. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αίτηση αναίρεσης
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι τακτικό ένδικο μέσο του
διοικητικού δικαίου και κάθε διάδικος μπορεί να κάνει χρήση αυτού εάν το
επιθυμεί. Επομένως, δεν μπορούμε να προσάψουμε στους προσφεύγοντες
το ότι περίμεναν το τέλος της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας πριν να προσφύγουν στο Δικαστήριο.
24. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της
Κυβέρνησης. Διαπιστώνει επίσης ότι η προσφυγή δεν είναι αβάσιμη υπό
την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 της Σύμβασης καθώς και ότι δεν
αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο απαραδέκτου. Επομένως πρέπει να
κηρυχθεί παραδεκτή.
ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
6§ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
6
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
25. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας
παραβίασε την αρχή της «λογικής προθεσμίας» όπως αυτή προβλέπεται στο
άρθρο 6§1 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς τoυ δικασθή (…) εvτός λoγικής
πρoθεσμίας υπό δικαστηρίoυ, (…) τo oπoίov θα απoφασίση (…) επί τωv
αμφισβητήσεωv επί τωv δικαιωμάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ αστικής φύσεως
(…)»
26. Η υπό κρίση περίοδος άρχισε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 με την
προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και έληξε στις 26
Φεβρουαρίου 2009 με την υπ’αρ. 191/2009 απόφαση τους Συμβουλίου της
Επικρατείας. Επομένως διήρκεσε δώδεκα έτη και πέντε μήνες περίπου για
τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
Α. Ως προς το παραδεκτό
27. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λογικός χαρακτήρας της διάρκειας
μιας διαδικασίας κρίνεται σύμφωνα με τις πραγματικά περιστατικά της υπό
κρίση υπόθεσης και με βάση κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία
του, και ιδίως τον περίπλοκο χαρακτήρα της υπόθεσης, την συμπεριφορά
του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών, καθώς και το διακύβευμα της
διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender
κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, §43, CEDH 2000-VII).
29. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως υποθέσεις που
εγείρουν θέματα παρόμοια με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης και διαπίστωσε
την παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης (βλ. προαναφερθείσα
Frydlender ).
30. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι χρειάστηκαν
περίπου τέσσερα έτη και τρεις μήνες στο Διοικητικό Εφετείο για να
αποφανθεί επί της έφεσης των προσφευγόντων (από τις 4 Ιουνίου 2000 ως
τις 31 Αυγούστου 2004) και το Συμβούλιο της Επικρατείας χρειάστηκε τρία
έτη και οκτώ μήνες περίπου για να αποφανθεί ως προς την εγκυρότητα της
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
7
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
αναίρεσης του Δημοσίου (από τις 14 Ιουνίου 2005 ως τις 26 Φεβρουαρίου
2009). Η Κυβέρνηση δεν προσκομίζει καμία έγκυρη εξήγηση για τις
προθεσμίες αυτές.
31. Έχοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο
θεωρεί ότι η διάρκεια της επίδικης διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν
ανταποκρίνεται στην απαίτηση της «λογικής προθεσμίας».
32. Επομένως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1.
ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
33. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται επίσης για το ότι στην Ελλάδα
δεν υπάρχει καμία πραγματική προσφυγή για να παραπονεθούν για την
υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας. Επικαλούνται το άρθρο 13 της
Σύμβασης, το οποίο είναι διατυπωμένο ως εξής:
«Παv πρόσωπov τoυ oπoίoυ τα αvαγvωριζόμεvα εv τη παρoύση Συμβάσει
δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαv, έχει τo δικαίωμα πραγματικής
πρoσφυγής εvώπιov εθvικής αρχής, έστω και άv η παραβίασις διεπράχθη
υπό πρoσώπωv εvεργoύvτωv εv τη εκτελέσει τωv δημoσίωv καθηκόvτωv
τoυ.»
Α. Ως προς το παραδεκτό
34. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη υπό την έννοια του άρθρου 35§3 (α) της Σύμβασης. Το
Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο
απαραδέκτου. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Ως προς την ουσία
35. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 13 εγγυάται μια
πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής που να επιτρέπει στον
ενδιαφερόμενο να παραπονεθεί για την παραβίαση της υποχρέωσης που
προβλέπεται από το άρθρο 6 §1 ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων εντός
λογικής προθεσμίας (βλ. Kudla κατά Πολωνίας [GC], αρ. 30210/96, §156,
CEDH 2000-XI).
36. Εξάλλου το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η
ελληνική έννομη τάξη δεν προσέφερε στους ενδιαφερομένους πραγματική
προσφυγή υπό την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης που να τους
επιτρέπει να παραπονεθούν για την διάρκεια της διαδικασίας (Κόντη-
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
8
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
Αρβανίτη κατά Ελλάδας, αρ. 53401/99, §§29-30, 10 Απριλίου 2003 και
Τσουκαλάς κατά Ελλάδας, αρ. 12286/08, §§37-43, 22 Ιουλίου 2010).
37. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι στις 12 Μαρτίου 2012 δημοσιεύθηκε
ο Νόμος υπ’ αρ. 4055/2012 περί «Δίκαιης δίκης και εύλογης διάρκειας
αυτής», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2012. Τα άρθρα 53 και
επόμενα του νόμου αυτού καθιερώνουν μια νέα προσφυγή που επιτρέπει
στους ενδιαφερομένους να παραπονεθούν για την διάρκεια κάθε βαθμίδας
της διοικητικής δίκης εντός εξάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία της
δημοσίευσης της σχετικής απόφασης. Ωστόσο το Δικαστήριο παρατηρεί ότι
ο νόμος αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, δεν προβλέπει μια τέτοια
προσφυγή για τις υποθέσεις που έχουν ήδη ολοκληρωθεί έξι μήνες πριν την
έναρξη ισχύος του.
38. Στην υπό κρίση υπόθεση, η δίκη ολοκληρώθηκε στις 26
Φεβρουαρίου 2009, δηλαδή πάνω από έξι μήνες πριν την έναρξη ισχύος του
Νόμου υπ’αρ. 4055/2012. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης λόγω της απουσίας στο εθνικό
δίκαιο, κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών, προσφυγής που θα
είχε επιτρέψει στους προσφεύγοντες να δουν την υπόθεσή τους να
εκδικάζεται εντός λογικής προθεσμίας, υπό την έννοια του άρθρου 6 §1 της
Σύμβασης.
IV. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
39. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης,
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή τωv Πρωτoκόλλωv της,
και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συμβαλλόμεvoυ Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά μόvo
ατελή εξάλειψη τωv συνεπειών της παραβίασης αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov
είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη ικαvoπoίηση.»
Α. Ζημία
40. Οι προσφεύγοντες ζητούν καθένας το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ
(6.000€) για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της μεγάλης διάρκειας
της διαδικασίας.
41. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα αιτούμενα ποσά είναι υπερβολικά
και ότι η διαπίστωση της παραβίασης θα αποτελούσε επαρκή δίκαιη
ικανοποίηση.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
9
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει κρίνει επανειλημμένως
απαράδεκτες προσφυγές που αφορούν την διάρκεια της εθνικής
διαδικασίας, λόγω της απουσίας εύλογης αναλογικότητας ανάμεσα στο
διακύβευμα της επίδικης εθνικής διαδικασίας και στο διακύβευμα που
εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ιδίως ότι εξακολουθούν να
είναι εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου πολλές προσφυγές που εγείρουν
σημαντικά προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Jenik κατά Αυστρίας,
αρ. 37794/07, 11568/08, 23036/08, 23044/08, 23047/08, 23053/08,
23054/08 και 48865/08, §65, 20 Νοεμβρίου 2012, Dudek κατά Γερμανίας,
αρ. 12977/09, 15856/09, 15892/09, 16119/09, 23 Νοεμβρίου 2010 και Bock
κατά Γερμανίας, αρ. 22051/07, 19 Ιανουαρίου 2010). Έκρινε ιδίως, σ’αυτές
τις αποφάσεις περί απαραδέκτου, ότι οι προσφεύγοντες με την εντατική
χρήση των δικαστικών διαδικασιών που έφτανε μέχρι την προσφυγή
ενώπιον Διεθνούς Δικαστηρίου, συνέβαλαν ιδίως στην συμφόρηση των
εθνικών δικαστηρίων. Εξάλλου στην υπόθεση Αθανασιάσης και 40 άλλοι
κατά Ελλάδας, (αρ. 34339/02, §27, 28 Απριλίου 2005), συμπέρανε ότι η
διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση, αφού
διαπίστωσε ότι μια διαδικαστική παράλειψη των προσφευγόντων στο
στάδιο της έφεσης στέρησε την διαφορά από οποιοδήποτε διακύβευμα που
θα μπορούσε να έχει αυτή για τους προσφεύγοντες.
43. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ποσό που
ζητήθηκε αρχικά από τους προσφεύγοντες ήταν 554,65 €, και ότι το ποσό
αυτό επιδικάστηκε πράγματι από την απόφαση υπ’αρ. 10053/2004 του
Διοικητικού Εφετείου, και καταβλήθηκε στους προσφεύγοντες μετά την
απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας της αναίρεσης του Δημοσίου
(βλ. ανωτέρω παρ. 10). Παρόλα αυτά, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο
Δικαστήριο με προσφυγή η οποία ήταν αποκλειστικά θεμελιωμένη, ως προς
δύο πλευρές, στην διάρκεια της διαδικασίας, ένα θέμα επί του οποίου έχει
επανειλημμένως αποφανθεί το Δικαστήριο, και ως προς το καθ’ ου η
προσφυγή Κράτος. Επίσης είναι προφανές ότι το ποσό που ζητούν οι
προσφεύγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου λόγω ηθικής βλάβης δεν είναι
ανάλογο προς το ποσό που επιδικάστηκε από την εθνική διαδικασία
(προαναφερθείσα απόφαση Jenik, §65). Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί
ότι η διαπίστωση της παραβίασης των άρθρων 6§1 και 13 αποτελεί επαρκή
δίκαιη ικανοποίηση (προαναφερθείσα Αθανασιάδης και 40 άλλοι, §27).
Β. Έξοδα και Δικαστική δαπάνη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
10
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
44. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης 6.000€ καθένας για έξοδα και
δικαστική δαπάνη ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων και ενώπιον του
Δικαστηρίου. Προσκομίζουν φωτοτυπία ενός τιμολογίου που εκδόθηκε στο
όνομα του Ιωάννη Αναστασιάδη, υπογεγραμμένο από την Δικηγόρο τους
και στο οποίο αναφέρεται το ποσό των 4.770,42€.
45. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό και
αδικαιολόγητο και καλεί το Δικαστήριο να το απορρίψει.
46. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής
δαπάνης σύμφωνα με το άρθρο 41 προϋποθέτει ότι αυτά έχουν αποδειχθεί
ως πραγματικά, αναγκαία και επίσης εύλογα ως προς το ύψος τους (
προαναφερθείσα Ιατρίδης κατά Ελλάδας, §54). Επιπλέον, δεν μπορούν να
εισπραχθούν παρά μόνο εάν αναφέρονται στην διαπιστωθείσα παραβίαση
(Sahin κατά Γερμανίας [GC], αρ. 30943/96, §105, CEDH 2003-VIII).
΄Εχοντας υπόψη τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Δικαστήριο και
τη νομολογία του κρίνει εύλογο να επιδικάσει από κοινού στους
προσφεύγοντες 500€ για την αιτία αυτή, συν κάθε ποσό που μπορεί να
οφείλεται από πλευράς τους ως φόρος.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
47. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόζει να υπολογισθούν οι τόκοι
υπερημερίας επί του επιτοκίου της διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
1. Κηρύσσει την προσφυγή απαράδεκτη για τους προσφεύγοντες υπ’
αρ. 27, 28, 29, 32, 33, 34, 64, 65, 66, 76, 77
2. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή ως προς τους υπόλοιπους 67
προσφεύγοντες
3. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 της Σύμβασης
4. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης
5. Αποφαίνεται ότι η ίδια διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί επαρκή
δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ενδεχομένως οι
προσφεύγοντες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
11
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
6. Αποφαίνεται ότι
α) το καθ’ου η προσφυγή Κράτος πρέπει να καταβάλει, εντός τριών
μηνών, από κοινού στους προσφεύγοντες 500 € (πεντακόσια ευρώ), συν
κάθε ποσό που μπορεί να οφείλεται από τους προσφεύγοντες ως φόρος
β) ότι από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή,
τα ποσά αυτά θα αυξάνονται με απλό τόκο με επιτόκιο ίσο προς το ισχύον
κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις
ποσοστιαίες μονάδες
Συντάχτηκε στα γαλλικά και στην συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις
18 Απριλίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§2 και 3 του Κανονισμού.
Søren Nielsen Isabelle Berro-Lefèvre
Γραμματέας Πρόεδρος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
12
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
13
I.A. και λοιποί
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
14
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRADUCTION OFFICIELLE OFFICIAL TRANSLATION
No Φ 092.22/2667
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
REPUBLIQUE HELLENIQUE, MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES, SERVICE DE TRADUCTION
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE
15
Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο έγγραφο
Η μεταφράστρια
Μαρία Καραμπάτσα

(Προσφυγή αριθ. 35332/05)

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ
κατά ΕΛΛΑΔΑΣ
(Προσφυγή αριθ. 35332/05)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
21 Φεβρουαρίου 2008
Η παρούσα απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα με τους όρους που
προβλέπονται από το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποστεί τυπικές
διορθώσεις.
-Ακριβές αντίγραφο.
Στρασβούργο, 21.02.2008
(υπογραφή)
S. NIELSEN – Γραμματέας Τμήματος
Στην υπόθεση κατά
Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (πρώτο τμήμα),
συνεδριάζοντας σε τμήμα αποτελούμενο από τους:
Λουκή Λουκαΐδη, πρόεδρο,
Χρήστο Ροζάκη,
Nina Vajić,
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
Khanlar Hajiyev,
Dean Spielmann,
Sverre Erik Jebens,
Giorgio Malinverni, δικαστές,
και τον Søren Nielsen, γραμματέα τμήματος.
Αφού διασκέφθηκε σε συμβούλιο στις 31 Ιανουαρίου 2008,
Εκδίδει την πιο κάτω απόφαση, η οποία ελήφθη την ημερομηνία αυτή:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση έχει εισαχθεί με μία προσφυγή (αριθ. 35332/05) στρεφόμενη
κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας από μία ελληνική εταιρία που εδρεύει στον Άγιο
Νικόλαο στην Κρήτη, την « » («η
προσφεύγουσα εταιρία»), η οποία προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 13
Σεπτεμβρίου 2005 δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την προστασία των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).
2. Η προσφεύγουσα εταιρία εκπροσωπείται από τους κυρίους Κώστα και
Ιωάννη Χορομίδη, δικηγόρους του συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Η Ελληνική
Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπείται από τους απεσταλμένους του
αντιπροσώπου της, κύριο K. Γεωργιάδη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους, και κυρία Μ. Παπίδα, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους.
3. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται, υπό το πρίσμα του άρθρου 6 § 1
της Σύμβασης, για τη διάρκεια της επίδικης διαδικασίας και, υπό το πρίσμα του
άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1, για παραβίαση του δικαιώματός της για σεβασμό
της περιουσίας της.
4. Στις 27 Νοεμβρίου 2006, το Δικαστήριο αποφάσισε να κοινοποιήσει την
προσφυγή στην Κυβέρνηση. Επικαλούμενο τις διατάξεις του άρθρου 29 § 3 της
Σύμβασης, αποφάσισε να εξετάσει συγχρόνως το παραδεκτό και το βάσιμο της
υπόθεσης.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Α. Η γένεση της υπόθεσης
Α.Τ.Ε.Ξ.Κ.
5. Η προσφεύγουσα εταιρία ιδρύθηκε το 1972 με σκοπό την παροχή
ποιοτικών τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Το 1972, 1973 και 1974, απέκτησε
διαδοχικά μία έκταση περίπου δεκαέξι εκταρίων κείμενη στην Κρήτη, στη χερσόνησο
της Σπιναλόγκα και στην περιοχή της Ελούντα, με σκοπό την κατασκευή ενός
ξενοδοχειακού συγκροτήματος.
6. Το 1973, η προσφεύγουσα εταιρία υπέβαλε στον Ελληνικό Οργανισμό
Τουρισμού («ΕΟΤ») ένα σχέδιο ανέγερσης ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος
χωρητικότητας 606 κλινών επί του προαναφερόμενου οικοπέδου. Στις 12 Νοεμβρίου
1973, με την πράξη αριθ. 551898/1973, ο ΕΟΤ ενέκρινε το εν λόγω σχέδιο.
Β. Η λήψη περιοριστικών μέτρων για την οικοδόμηση του επίμαχου
οικοπέδου
7. Κατά την περίοδο αγοράς του οικοπέδου, η ανέγερση ενός ξενοδοχειακού
συγκροτήματος δεν απαγορευόταν από την εφαρμοστέα νομοθεσία. Οι όροι δόμησης
για την επίμαχη έκταση καθορίζονταν από το άρθρο 5 § 1 του προεδρικού
διατάγματος της 23 Οκτωβρίου 1928 «για τους όρους δόμησης κτιρίων σε περιοχές
εντός ή εκτός της αστικής ζώνης». Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η οικοδόμηση
κτιρίων σε οικόπεδα εκτός αστικής ζώνης επιτρεπόταν υπό τον όρο ότι η επιφάνεια
του οικοπέδου υπερέβαινε τα 4.000 τμ και ότι το ανεγειρόμενο κτίριο δεν υπερέβαινε
το 10% της επιφάνειας του οικοπέδου. Το 1970, δυνάμει απόφασης του υφυπουργού
παρά την Προεδρεία της Κυβερνήσεως, η περιοχή της Ελούντα χαρακτηρίστηκε
«τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Το 1976, με υπουργική απόφαση, η
χερσόνησος της Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε «αρχαιολογικός χώρος». Δεν επήλθε
κανένας συγκεκριμένος περιορισμός ως προς την οικοδομησιμότητα των οικοπέδων
που βρίσκονταν στην περιοχή της Ελούντα δυνάμει των πιο πάνω αναφερόμενων
αποφάσεων.
8. Το 1976, η προσφεύγουσα εταιρία υπέβαλε στην 14η Εφορεία κλασσικών
αρχαιοτήτων το τελικό σχέδιο για την ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος
χωρητικότητας 612 κλινών επί του επίμαχου οικοπέδου. Στις 28 Ιανουαρίου 1977, το
υπουργείο Πολιτισμού έκανε δεκτή την εν λόγω αίτηση προβαίνοντας ωστόσο σε
κάποιους περιορισμούς: περιόρισε τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου σε 350 κλίνες
και επέβαλε επίσης τροποποιήσεις ως προς το μέγιστο ύψος του προβλεπόμενου
οικοδομήματος. Η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι η τροποποίηση του
σχεδίου ανέγερσης, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου,
ανέτρεψε τα οικονομικά δεδομένα της επένδυσης και επέβαλε de facto την εκπόνηση
ενός νέου σχεδίου.
9. Στις 21 Ιουνίου 1984, ο υπουργός Πολιτισμού απέρριψε την αίτηση της
προσφεύγουσας εταιρίας για την ανέγερση του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, αφού
έκρινε ότι το προς οικοδόμηση οικόπεδο βρισκόταν σε μία περιοχή που είχε κηρυχθεί
αρχαιολογικός χώρος και τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ειδικότερα, ο υπουργός
Πολιτισμού έκρινε ότι κοντά στο επίμαχο οικόπεδο βρισκόταν μία παλαιοχριστιανική
βασιλική, η οποία είχε χαρακτηρισθεί ιστορικό μνημείο και στην οποία η δημιουργία
ξενοδοχείου θα προκαλούσε σημαντικές βλάβες (πράξη αριθ. 1153/21.6.1984).
10. Στις 28 Ιουνίου 1984, ο υπουργός Πολιτισμού κήρυξε την περιοχή «ζώνη
Α – απόλυτης προστασίας», ήτοι μία ζώνη όπου απαγορεύεται πλήρως η δόμηση,
όποια κι αν είναι η φύση της (πράξη αριθ. 1213/28.6.1984).
11. Στις 30 Ιουνίου 1986, η Αρχαιολογική Υπηρεσία επικύρωσε την
απαγόρευση οποιασδήποτε ανέγερσης οικοδομής επί της ιδιοκτησίας της
προσφεύγουσας εταιρίας.
12. Η προσφεύγουσα εταιρία ματαίως προέβη στη συνέχεια σε διάφορες
ενέργειες ενώπιον των αρμοδίων αρχών προκειμένου να ανανεωθεί η αρχική
οικοδομική άδεια για ξενοδοχειακό συγκρότημα 350 κλινών.
Γ. Οι αιτήσεις απαλλοτρίωσης και η προσφυγή στο Συμβούλιο της
Επικρατείας
13. Στις 2 Μαρτίου 1993, η προσφεύγουσα εταιρία απηύθυνε αίτηση στον
υπουργό Πολιτισμού με την οποία ζητούσε την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της
υποστηρίζοντας ότι το βάρος που επέβαλε η πλήρης απαγόρευση δόμησης είχε
καταστήσει de facto ανίσχυρο το δικαίωμα ιδιοκτησίας της.
14. Το υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε τη γνωμοδότηση της 14ης Εφορείας
κλασσικών αρχαιοτήτων και της 13ης Εφορείας βυζαντινών και μεταβυζαντινών
αρχαιοτήτων οι οποίες προέβησαν σε επιτόπια αυτοψία. Οι εισηγήσεις που
συνέταξαν οι πιο πάνω αναφερόμενες υπηρεσίες βεβαίωσαν την απουσία
αρχαιοτήτων στην επιφάνεια του οικοπέδου καθώς και την ύπαρξη μία
παλαιοχριστιανικής εκκλησίας σε απόσταση 200 μέτρων από το πλησιέστερο όριο
του οικοπέδου. Οι εισηγήσεις πρότειναν τη μη απαλλοτρίωση του επίμαχου
οικοπέδου.
15. Στις 3 Αυγούστου 1998, η προσφεύγουσα εταιρία απηύθυνε προς τους
υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομικών μία νέα αίτηση απαλλοτρίωσης. Καθώς η
διοίκηση δεν απάντησε στην προσφεύγουσα εταιρία εντός της προβλεπόμενης
προθεσμίας, εκείνη κατέθεσε, στις 28 Νοεμβρίου 1998, ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, μία αίτηση ακύρωσης κατά της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να
προβεί στην απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της. Η προσφεύγουσα εταιρία
υποστήριζε μεταξύ άλλων ότι η άρνηση της διοίκησης να προβεί στην απαλλοτρίωση
του επίμαχου οικοπέδου έθιγε το δικαίωμά της για προστασία της περιουσίας της,
όπως αυτό καθιερώνεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος και 1 του Πρωτοκόλλου
αριθ.1 της Σύμβασης. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα εταιρία υποστήριζε ότι το
επίμαχο οικόπεδο ήταν οικοδομήσιμο σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την
περίοδο της απόκτησής του. Πρόσθετε ότι η προοδευτική επιβολή περιορισμών που
κατέληξαν στη ολοκληρωτική μη οικοδομησιμότητα της ιδιοκτησίας της
αποδείχθηκε πως ήταν ένα υπερβολικό βάρος το οποίο επέφερε την πλήρη υποτίμηση
της αξίας της ιδιοκτησίας της. Για την προσφεύγουσα εταιρία, η εν λόγω
συμπεριφορά της διοίκησης ισοδυναμούσε με μία de facto απαλλοτρίωση σε άμεση
αντίφαση με το δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας.
16. Στις 30 Αυγούστου 2001, η προσφεύγουσα εταιρία κατέθεσε πρόσθετους
λόγους ακύρωσης, δυνατότητα την οποία προβλέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
17. Μετά από πολλές αναβολές λόγω αλλαγής εισηγητή και αρμοδίου
τμήματος για την εξέταση της υπόθεσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε
την αίτηση ακύρωσης στις 30 Μαρτίου 2005. Ειδικότερα, το ανώτατο διοικητικό
δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση υποχρεούται να απαλλοτριώνει ένα οικόπεδο μόνο
στις περιπτώσεις που οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί επί αυτού συνεπάγονται την
μερική ή ολική μη δυνατότητα εκμετάλλευσής του κατά τον προορισμό του. Ωστόσο,
στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε ότι το επίδικο
οικόπεδο βρισκόταν εκτός αστικής ζώνης και ότι, συνεπώς, προοριζόταν
αποκλειστικά λόγω της φύσης του για γεωργική, πτηνοτροφική, δασοπονική
εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε
ότι εν προκειμένω κανένας μερικός ή απόλυτος περιορισμός δεν είχε θίξει την
επίμαχη ιδιοκτησία και ότι η επίδικη κατάσταση δεν ισοδυναμούσε με απαλλοτρίωση
(απόφαση αριθ. 982/2005).
ΙΙ. ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ
Α. Το Σύνταγμα
18. Τα εφαρμοστέα άρθρα του Συντάγματος έχουν ως εξής:
Άρθρο 17
«1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα
όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του
γενικού συμφέροντος.
2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια
ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο
νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού έχει προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να
ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο
της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της
αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της
αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής
συζήτησης στο δικαστήριο
(...)»
Άρθρο 24
1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί
υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το
Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά
μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την
προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου
συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού
των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την εθνική
οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το
δημόσιο συμφέρον.
2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η
πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά
περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους,
με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών
και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.
Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες
της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του
Κράτους.
3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί
πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν
υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των
εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και
χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες
για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως
νόμος ορίζει.
4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που
χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της
σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή
τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά
ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής.
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην
αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. Οι ελεύθερες
εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται για τη
δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες
της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.
6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία
προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την
πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας,
καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.
Ερμηνευτική δήλωση:
Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών
με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί
με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της
αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα
(δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική
έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση,
υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.
19. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η διοίκηση
υποχρεούται να αποζημιώνει τον ιδιοκτήτη ενός οικοπέδου, όταν μέτρα που
στοχεύουν στην προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος περιορίζουν
σημαντικά, με μερικό ή απόλυτο τρόπο, τη χρήση της εν λόγω ιδιοκτησίας βάσει του
προορισμού της (αποφάσεις αριθ. 2876/2004 και 3000/2005).
Β. Ο Εισαγωγικός Νόμος του αστικού κώδικα
20. Τα άρθρα 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα έχουν
ως εξής:
Άρθρο 105
«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την
άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται
σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση
διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το
δημόσιο ευθύνεται είς ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη
των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.»
Άρθρο 106
«Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την
ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται
στην υπηρεσία τους.»
21. Η διάταξη αυτή καθιερώνει την έννοια της ειδικής αδικοπραξίας δημοσίου
δικαίου, θεσπίζοντας μία εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου. Αυτή η ευθύνη είναι
αποτέλεσμα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων. Οι συγκεκριμένες πράξεις μπορούν
να είναι, όχι μόνον νομικές, αλλά και υλικές πράξεις της διοίκησης,
συμπεριλαμβανομένων και των καταρχήν μη εκτελεστών πράξεων (Κυριακόπουλος,
Σχόλια του Αστικού Κώδικα, άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού
Κώδικα, αριθ. 23 – Φίλιος, Δίκαιο των συμβάσεων, ειδικό μέρος, τόμος 6, ποινική
ευθύνη 1977, παρ. 48 Β 112 – Ε. Σπηλιωτόπουλος, Διοικητικό Δίκαιο, τρίτη έκδοση,
παρ. 217 – Απόφαση αριθ. 535/1971 του Αρείου Πάγου, Νομικό Βήμα 19, σελ. 1414
– Απόφαση αριθ. 492/1967 του Αρείου Πάγου, Νομικό Βήμα 16, σελ. 75). Το
παραδεκτό της αγωγής αποζημίωσης τελεί υπό μία προϋπόθεση: την παράνομη φύση
της πράξης ή της παράλειψης.
Γ. Το προεδρικό διάταγμα της 23 Οκτωβρίου 1928 «για τους όρους
δόμησης κτιρίων σε περιοχές εντός ή εκτός της αστικής ζώνης»
22. Το άρθρο 5 § 1 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος προβλέπει:
«Η οικοδόμηση εκτός αστικών ζωνών επιτρέπεται μόνο σε οικόπεδα
επιφάνειας τουλάχιστον 4.000 τμ και υπό την προϋπόθεση ότι το
ανεγειρόμενο ακίνητο δεν κατέχει περισσότερο από 10% της συνολικής
επιφάνειας του οικοπέδου (…)»
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
23. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται για τη διάρκεια της διαδικασίας
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία ολοκληρώθηκε με την απόφασή
του αριθ. 982/2005. Επικαλείται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, τα εφαρμοστέα
τμήματα του οποίου έχουν ως εξής:
«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή (…) εντός
λογικής προθεσμίας υπό (…) δικαστηρίου (…), το οποίον θα αποφασίση (…)
επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής
φύσεως (…)»
24. Η Κυβέρνηση αντικρούει τη θέση αυτή. Υποστηρίζει ειδικότερα ότι η
υπόθεση ήταν πολύπλοκη και ότι οι καθυστερήσεις στη συνέχιση της διαδικασίας
οφείλονταν στην αλλαγή των εισηγητών και αρμοδίων τμημάτων εντός του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η προσφεύγουσα εταιρία
κατέθεσε δικόγραφο το οποίο περιελάμβανε νέους λόγους ακύρωσης, κάτι που
οδήγησε σε επιβράδυνση της διαδικασίας.
25. Η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι η υπόθεση δεν παρουσίαζε
καμία ιδιαίτερη πολυπλοκότητα και ότι η διάρκεια της επίδικης διαδικασίας ήταν
υπερβολική και ουδόλως αιτιολογημένη.
Α. Επί του παραδεκτού
26. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως
αβάσιμη με την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει
επιπλέον ότι αυτή δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου. Πρέπει
επομένως να κηρυχθεί παραδεκτή.
Β. Επί της ουσίας
1. Η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη
27. Η επίδικη διαδικασία άρχισε στις 28 Νοεμβρίου 1998, με την κατάθεση
της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από την
προσφεύγουσα εταιρία και περατώθηκε στις 30 Μαρτίου 2005, ημερομηνία της
απόφασης αριθ. 982/2005 του εν λόγω δικαστηρίου. Η περίοδος που πρέπει να
ληφθεί υπόψη διήρκεσε επομένως έξι έτη και περισσότερο από τέσσερις μήνες για
έναν βαθμό δικαιοδοσίας.
2. Εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας
28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μίας
διαδικασίας εκτιμάται σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης και λαμβανομένων
υπόψη των κριτηρίων που έχουν καθιερωθεί από την νομολογία, και ειδικότερα την
πολυπλοκότητα της υπόθεσης, την συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των
αρμοδίων αρχών, καθώς και της σημασίας της διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους
(βλέπε, μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, § 43,
CEDH 2000-VII).
29. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει πολλές φορές υποθέσεις που εγείρουν
ζητήματα παρόμοια με εκείνα της προκείμενης υπόθεσης και έχει διαπιστώσει την
παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης (βλέπε Ελμαλιώτης και Κωνσταντινίδης
κατά Ελλάδας, αριθ. 28819/04, §§ 32-36, 25 Ιανουαρίου 2007).
30. Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο
θεωρεί ότι η Κυβέρνηση δεν εξέθεσε κανένα γεγονός ή επιχείρημα που να μπορεί να
οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην παρούσα περίπτωση. Ειδικότερα, το
Δικαστήριο επιβεβαιώνει καταρχήν ότι τα συμβαλλόμενα Κράτη έχουν την ευθύνη να
οργανώσουν το δικαστικό σύστημά τους κατά τρόπο ώστε τα δικαστήριά τους να
μπορούν να εξασφαλίσουν σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να επιτύχει μία τελεσίδικη
απόφαση επί των αμφισβητήσεων των σχετικών με τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις του αστικής φύσεως μέσα σε λογική προθεσμία (βλέπε Comingersoll
S.A. κατά Πορτογαλίας [GC], no. 35382/97, § 24, CEDH 2000-IV).
31. Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η κατάθεση από την εταιρία
ενός δικογράφου που περιελάμβανε πρόσθετους λόγους ακύρωσης, δυνατότητα που
προβλέπει το εθνικό δίκαιο, δεν μπορεί να καταλογιστεί στην εταιρία ως στοιχείο που
συνέβαλε στην επιβράδυνση της διαδικασίας. Αποτελεί κυρίως ευθύνη της
Κυβέρνησης να λάβει υπόψη τα διαδικαστικά μέσα που προσφέρονται στον
διοικούμενο στη διάρκεια κάθε δικαστικής διαδικασίας, προκειμένου να καθορίσει τα
διαστήματα μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων και να φροντίσει ώστε η επίδικη
διαδικασία να ολοκληρωθεί εντός λογικής προθεσμίας. Ενόψει των όσων
προηγούνται και του γεγονότος ότι η επίδικη διαδικασία δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη
πολυπλοκότητα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι εν προκειμένω η διάρκεια της επίδικης
διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση της «λογικής
προθεσμίας».
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
ΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΙΘ. 1
32. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται για την ολική στέρηση της
χρήσεως της περιουσίας της λόγω του χαρακτηρισμού του επίδικου οικοπέδου ως
«Ζώνη Α – απόλυτης προστασίας». Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι τόσο η συμπεριφορά
των διοικητικών αρχών όσο και η απόφαση αριθ. 982/2005 του Συμβουλίου της
Επικρατείας εκμηδένισαν την αξία της περιουσίας της, χωρίς να προβλεφθεί η
καταβολή κάποιας αποζημίωσης. Επικαλείται το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1
που έχει ως εξής:
«Έκαστο φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της
περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά
μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας και σύμφωνα με τους όρους που
προβλέπονται από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.
Οι προηγούμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα των Κρατών να
θεσπίζουν τους νόμους που κρίνουν απαραίτητους για να ρυθμίσουν τη χρήση
των αγαθών σύμφωνα με το γενικό συμφέρον και να εξασφαλίσουν την
πληρωμή των φόρων ή άλλων συνεισφορών ή των προστίμων.»
Α. Ισχυρισμοί των διαδίκων
1. Η Κυβέρνηση
33. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει καταρχήν το απαράδεκτο της αιτίασης αυτής
για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν άσκησε ενώπιον των διοικητικών
δικαστηρίων αγωγή αποζημίωσης στη βάση του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος
καθώς και των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την αγωγή στη βάση του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος,
η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει την αποζημίωση του
ενδιαφερομένου όταν μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος θίγουν την περιουσία
του. Σημειώνει ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας, η υποχρέωση αποζημίωσης απορρέει απευθείας από τη συνταγματική
διάταξη χωρίς να υφίσταται ανάγκη ψήφισης του εκτελεστικού νόμου στον οποίο
αναφέρεται το άρθρο 24 § 6. Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δημόσιο
υποχρεούται να αποζημιώνει τους ενδιαφερομένους σε περιπτώσεις όπου θίγεται
σημαντικά η χρήση της επίμαχης περιουσίας κατά τον προορισμό της. Επιπλέον, σε
ό,τι αφορά την αγωγή αποζημίωσης στη βάση των άρθρων 105 και 106 του
εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι διατάξεις
αυτές καθιερώνουν την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου η οποία αποτελεί
αποτέλεσμα παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου.
34. Επί της ουσίας, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε
επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας για σεβασμό της περιουσίας
της. Για την Κυβέρνηση, το επιβληθέν επί της επίμαχης ιδιοκτησίας βάρος
εξυπηρετούσε έναν νόμιμο σκοπό, εκείνον της προστασίας του πολιτιστικού
περιβάλλοντος. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίμαχο οικόπεδο
βρισκόταν εκτός της αστικής ζώνης και ως εκ τούτου προοριζόταν μόνο για
γεωργική, αμπελουργική ή δασοπονική εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού.
2. Η προσφεύγουσα εταιρία
35. Σε ό,τι αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Κυβέρνηση, η
προσφεύγουσα εταιρία ανταπαντά ότι η αιτίασή της ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας αφορούσε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και επιχειρήματα που θα
μπορούσαν να έχουν αποτελέσει αντικείμενο αγωγών είτε στη βάση του άρθρου 24 §
6 του Συντάγματος ή στη βάση των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του
αστικού κώδικα.
36. Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα εταιρία αντικρούει την ορθότητα του
κριτηρίου που εφάρμοσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο μέτρο που αυτό δε
λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το οικόπεδο ήταν οικοδομήσιμο κατά την περίοδο
απόκτησή του. Στο σημείο αυτό, η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι οι
περιορισμοί που επιβλήθηκαν σταδιακά επί του οικοπέδου της εκμηδένισαν πρακτικά
την αξία του, γεγονός που συνιστά, στην πραγματικότητα, μία de facto
απαλλοτρίωση.
Α. Επί του παραδεκτού
37. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η βάση του κανόνα της εξάντλησης των
εθνικών ενδίκων μέσων που διατυπώνεται στο άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης
συνίσταται στο ότι, πριν να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων
πρέπει να έχει δώσει στο υπεύθυνο Κράτος την δυνατότητα να επανορθώσει τις
επικαλούμενες παραβιάσεις με τα εθνικά μέσα, χρησιμοποιώντας τα δικαστικά
βοηθήματα που προσφέρονται από την εθνική νομοθεσία αρκεί αυτά να
αποδεικνύονται αποτελεσματικά και επαρκή (βλέπε, μεταξύ άλλων, την απόφαση
Fressoz et Roire κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 29183/95, § 37, CEDH 1999-I). Πράγματι,
το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης δεν προβλέπει παρά μόνον την εξάντληση των
ενδίκων μέσων που πράγματι σχετίζονται με τις επίδικες παραβιάσεις και είναι
διαθέσιμα και επαρκή. Πρέπει να υπάρχουν σε επαρκή βαθμό βεβαιότητος, όχι μόνον
στην θεωρία, αλλά και στην πράξη, άλλως στερούνται της απαιτούμενης
αποτελεσματικότητας και προσβασιμότητας. Το εναγόμενο Κράτος έχει την ευθύνη
να καταδείξει ότι οι απαιτήσεις αυτές εκπληρώνονται σωρευτικά (βλέπε, μεταξύ
άλλων, Dalia κατά Γαλλίας, απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 1998, Recueil des arrêts
et décisions 1997-I, σελ. 87, § 38). Τέλος, εκείνος ο οποίος άσκησε ένδικο μέσο από
τη φύση του ικανό να θεραπεύσει άμεσα –και όχι κατά έμμεσο τρόπο- την επίδικη
κατάσταση, δεν υποχρεούται να εξαντλήσει άλλα στα οποία είχε δικαίωμα αλλά των
οποίων η αποτελεσματικότητα θα ήταν αβέβαιη (Μανουσάκης και λοιποί κατά
Ελλάδας, απόφαση της 26 Σεπτεμβρίου 1996, Recueil 1996-IV, § 33).
38. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει, καταρχήν, ότι η προσφεύγουσα
εταιρία παραπονείται για τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν σταδιακά επί του
οικοπέδου της, κατάσταση η οποία οδήγησε σε πλήρη μη οικοδομησιμότητα αυτού
και έφθασε στο αποκορύφωμα με την απόρριψη της αίτησης ακύρωσής της με την
απόφαση αριθ. 982/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, παραπονείται
για το κριτήριο που εφάρμοσε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, σχετικά με τον
προορισμό χρήσης των οικοπέδων εκτός αστικής ζώνης, που το οδήγησε να
απορρίψει την αίτησή του. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της
Επικρατείας αποτελούσε την τελεσίδικη εθνική απόφαση, μέσα στα πλαίσια της
επίδικης διαδικασίας, χωρίς να προβλέπεται κανένα ένδικο μέσο κατά αυτής.
Συνεπώς, η προσφεύγουσα εταιρία δεν έπρεπε να εξαντλήσει κανένα πρόσθετο
ένδικο μέσο πριν υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου την παρούσα αιτίαση.
39. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αίτηση ακύρωσης της
προσφεύγουσας εταιρίας στρεφόταν κατά της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να
προβεί στην απαλλοτρίωση του επίμαχου οικοπέδου λόγω της πλήρους στέρησης της
χρήσεώς του. Μέσω της αίτησης αυτής, η προσφεύγουσα εταιρία προέβαλε ρητά
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την εικαζόμενη προσβολή του δικαιώματος
για προστασία της περιουσίας της. Συνεπώς, και σε κάθε περίπτωση, δεν θα
μπορούσαμε να απαιτήσουμε από εκείνη να χρησιμοποιήσει άλλα ένδικα μέσα.
40. Τέλος, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε πιο πάνω παράγραφο 19), το άρθρο 24 § 6 του
Συντάγματος μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση αποζημίωσης λόγω στέρησης της
χρήσεως μίας ιδιοκτησίας σε περίπτωση όπου υπάρχει ουσιώδης προσβολή της
χρήσης της επίμαχης ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της. Ωστόσο, η προσφεύγουσα
εταιρία παραπονείται ειδικότερα για το κριτήριο που εφάρμοσε το Συμβούλιο της
Επικρατείας και το οποίο αφορούσε τον προορισμό του δεσμευμένου οικοπέδου.
Συνεπώς, η άσκηση ενδίκου μέσου στη βάση του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος δε
θα ήταν αποτελεσματική με την έννοια του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης, αφού το
επιληφθέν δικαστήριο θα είχε εφαρμόσει το κριτήριο για το οποίο παραπονείται η
προσφεύγουσα εταιρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά το αίτημα
αποκατάστασης στη βάση των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του
αστικού κώδικα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα επιληφθέντα διοικητικά δικαστήρια
θα δεσμεύονταν όσον φορά τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης αποζημίωσης από το
κριτήριο που είχε προηγουμένως εφαρμόσει το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, ήτοι
ότι το δεσμευμένο οικόπεδο προοριζόταν σε κάθε περίπτωση για γεωργική,
αμπελουργική ή δασική εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού. Συνεπώς, δε θα
ήταν σύμφωνο προς το πνεύμα του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης να απαιτηθεί από
την προσφεύγουσα εταιρία να εισάγει ένα νέο κύκλο διαδικασιών ενώπιον των
εθνικών δικαστηρίων οι οποίες θα οδηγούσαν με βεβαιότητα στην εφαρμογή του
κριτηρίου που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
41. Ενόψει των όσων προηγούνται, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η
προσφεύγουσα εταιρία έκανε φυσιολογική χρήση των ενδίκων μέσων που είχε στη
διάθεσή της στο ελληνικό δίκαιο. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η ένσταση περί μη
εξάντλησης των εθνικών ενδίκων μέσων που προέβαλε η Κυβέρνηση. Επιπλέον, το
Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη με την
έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει επιπλέον ότι αυτή
δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί
παραδεκτή.
Β. Επί της ουσίας
42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, το άρθρο
1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1, το οποίο εγγυάται κατ’ουσία το δικαίωμα της
ιδιοκτησίας, περιέχει τρεις χωριστούς κανόνες: Ο πρώτος κανόνας, ο οποίος
διατυπώνεται στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου και είναι γενικής φύσεως,
θεσπίζει την αρχή του σεβασμού της ιδιοκτησίας. Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος
περιέχεται στη δεύτερη φράση του ίδιου εδαφίου, αφορά τη στέρηση της ιδιοκτησίας
και την υπάγει σε ορισμένους περιορισμούς. Ο τρίτος κανόνας, ο οποίος
διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν
την εξουσία, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζουν τη χρήση της περιουσίας κατά το γενικό
συμφέρον. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας, οι οποίοι αφορούν ειδικές περιπτώσεις
επέμβασης στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της
γενικής αρχής που καθιερώνει ο πρώτος κανόνας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Anheuser-
Busch Inc. κατά Πορτογαλίας [GC], αριθ. 73049/01, § 62, CEDH 2007-…).
43. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί τη θέση της
Κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία δεν υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα της
προσφεύγουσας εταιρίας να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία της. Ως προς τούτο,
πρέπει να σημειωθεί ότι τη στιγμή απόκτησης της επίμαχης ιδιοκτησίας, το εθνικό
δίκαιο αναγνώριζε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την οικοδομησιμότητά της (βλέπε
πιο πάνω παράγραφο 22). Επιπλέον, η διοίκηση αναγνώρισε κατόπιν ρητά στην
προσφεύγουσα εταιρία το δικαίωμα να κατασκευάσει ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα.:
το 1973, ο ΕΟΤ ενέκρινε, ως αρμόδια αρχή, το σχέδιο ανέγερσης ενός ξενοδοχειακού
συγκροτήματος που του είχε υποβάλει η προσφεύγουσα εταιρία. Επιπλέον, το 1977, ο
υπουργός πολιτισμού ενέκρινε το ίδιο σχέδιο, κάνοντας κάποιες τροποποιήσεις όσον
αφορά τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου και το ύψος των οικοδομημάτων.
44. Ωστόσο, η εκμετάλλευση του επίμαχου οικοπέδου παρακωλύθηκε στη
συνέχεια με διάφορες διοικητικές πράξεις: στις 21 Ιουνίου 1984, ο υπουργός
Περιβάλλοντος απέρριψε το αίτημα για οικοδομική άδεια για το επίμαχο οικόπεδο.
Στις 28 Ιουνίου 1984, ο υπουργός Περιβάλλοντος χαρακτήρισε την περιοχή όπου
βρισκόταν το επίδικο οικόπεδο ως «ζώνη Α – απόλυτης προστασίας», ήτοι μία ζώνη
όπου απαγορεύονται πλήρως η δόμηση και η εκμετάλλευση. Στις 30 Ιουνίου 1986, η
αρχαιολογική υπηρεσία επικύρωσε την απαγόρευση οποιασδήποτε δόμησης επί της
ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας εταιρίας. Κατόπιν της ολοκλήρωσης της διαδικασίας
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση αριθ. 982/2005,
διαδικασία η οποία ήταν κρίσιμη για την εκτίμηση της αναλογικότητας των
καταγγελλόμενων μέτρων, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η επέμβαση στο
δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία της ήταν
αιτιολογημένη υπό το πρίσμα της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1 του
Πρωτοκόλλου αριθ.1 (βλέπε Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων
Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. 35859/02, § 36, 13 Ιουλίου 2006).
45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει αφενός ότι, σε έναν τομέα τόσο πολύπλοκο
και δύσκολο όσο η χωροταξία, τα Συμβαλλόμενα Κράτη απολαμβάνουν μιας ευρείας
διακριτικής ευχέρειας προκειμένου να εφαρμόσουν την πολεοδομική πολιτική τους
(βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και
Θυμάτων Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας, § 37, Elia S.r.l. κατά Ιταλίας,
αριθ. 37710/97, § 77, CEDH 2001-IX). Εκτιμά λοιπόν ότι η επέμβαση στο δικαίωμα
της προσφεύγουσας εταιρίας για σεβασμό της περιουσίας της ανταποκρινόταν στις
απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος. Αφετέρου, ο νόμιμος σκοπός της προστασίας
της φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο σημαντικός κι αν είναι, δεν
απαλλάσσει το Δημόσιο από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους
ενδιαφερόμενους όταν η προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους είναι
υπερβολική. Είναι ως εκ τούτου ευθύνη του Δικαστηρίου να εξακριβώσει, στην
προκειμένη περίπτωση, αν τηρήθηκε η απαιτούμενη ισορροπία κατά τρόπο συμβατό
με το δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας για σεβασμό της περιουσίας της (βλέπε
Saliba κατά Μάλτας, αριθ. 4251/02, § 45, 8 Νοεμβρίου 2005 και πιο πάνω
αναφερόμενη απόφαση Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου
Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδας, § 37).
46. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ζήτημα της νομιμότητας
των περιορισμών που επιβλήθηκαν στην επίδικη ιδιοκτησία εξετάσθηκε από το
Συμβούλιο της Επικρατείας μέσα στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας για την
ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να προβεί στην απαλλοτρίωση του
επίμαχου οικοπέδου. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο έκρινε στην απόφασή του
αριθ. 982/2005 ότι η πλήρης απαγόρευση δόμησης επί του επίδικου οικοπέδου δεν
έθιγε την προστασία της περιουσίας, διότι η επίδικη ιδιοκτησία βρισκόταν εκτός της
αστικής ζώνης. Σύμφωνα με το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, οποιαδήποτε έκταση
εκτός της αστικής ζώνης προορίζεται από τη φύση της αποκλειστικά για γεωργική,
πτηνοτροφική, δασοπονική εκμετάλλευση ή για αναψυχή του κοινού. Άλλως ειπείν,
το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ήταν αδύνατο η απαγόρευση δόμησης επί
του επίδικου οικοπέδου να θίγει το δικαίωμα για προστασία της ιδιοκτησίας, από τη
στιγμή που το εν λόγω οικόπεδο ήταν, σε κάθε περίπτωση και λόγω της φύσης του,
μη οικοδομήσιμο.
47. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο λόγος που προέβαλε το Συμβούλιο της
Επικρατείας για να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης της προσφεύγουσας εταιρίας
διακρίνεται για την ιδιαίτερη αυστηρότητά του: πράγματι, η εξομοίωση κάθε
οικοπέδου που βρίσκεται εκτός της αστικής ζώνης με ένα οικόπεδο που προορίζεται
για γεωργική, πτηνοτροφική, δασοπονική εκμετάλλευση ή για αναψυχή, εισάγει ένα
αμάχητο τεκμήριο το οποίο παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες κάθε οικοπέδου που δε
συμπεριλαμβάνεται στην αστική ζώνη. Ειδικότερα, η αναφορά στον «προορισμό»
ενός οικοπέδου, όρος αφ’εαυτού του ασαφής και απροσδιόριστος, δεν επιτρέπει στον
εθνικό δικαστή να λάβει υπόψη το δικαίωμα που μπορούσε, ενδεχομένως, να διέπει
in concreto την εκμετάλλευσή του πριν την επιβολή του επίδικου περιορισμού. Στις
περιπτώσεις όπου η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπει παρά μόνο τη γεωργική
εκμετάλλευσή του, «ο προορισμός» του οικοπέδου είναι, πράγματι, μόνο η γεωργία.
Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου το εφαρμοστέο δίκαιο προβλέπει ρητά την
οικοδομησιμότητα ενός οικοπέδου, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να παραγνωρίσει
το στοιχείο αυτό παραπέμποντας απλά στον «προορισμό» κάθε οικοπέδου κείμενου
εκτός της αστικής ζώνης.
48. Στην προκειμένη περίπτωση, από το φάκελο προκύπτει ότι ο προορισμός
της επίδικης ιδιοκτησίας δεν ήταν μόνο η γεωργική εκμετάλλευση. Ειδικότερα, η
απαγόρευση οποιασδήποτε δόμησης επί του επίμαχου οικοπέδου απορρέει από μία
ρύθμιση που παρεκκλίνει από τις διατάξεις του κοινού δικαίου για τους όρους
δόμησης οικοπέδων κείμενων εκτός της αστικής ζώνης. Πρέπει σε αυτό το σημείο να
επισημανθεί μία σχετική αντίφαση στη συμπεριφορά των εθνικών αρχών
προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος στην
προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, αν η επίδικη ιδιοκτησία ήταν ab initio μη
οικοδομήσιμη λόγω του προορισμού της για γεωργική εκμετάλλευση, όπως
υποδεικνύεται στην απόφαση αριθ. 982/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, δε θα
ήταν αναγκαίο οι εθνικές αρχές να επιβάλουν στην προσφεύγουσα εταιρία τη μη
οικοδομησιμότητά της. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η απαγόρευση
δόμησης ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς διοικητικών πράξεων που καθιστούσαν
ανίσχυρο το εν λόγω δικαίωμα το οποίο είχε αρχικά αναγνωρίσει το εθνικό δίκαιο.
49. Ενόψει των όσων προηγούνται, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, στην
προκειμένη περίπτωση, το κριτήριο που εφάρμοσε το Συμβούλιο της Επικρατείας
στην απόφασή του αριθ. 982/2005 καθώς και η επακόλουθη συμπεριφορά των
εθνικών αρχών διέρρηξαν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται, σε ό,τι
αφορά τις ρυθμίσεις σχετικά με τη χρήση της περιουσίας, μεταξύ του δημόσιου και
του ιδιωτικού συμφέροντος.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου του Πρωτοκόλλου αριθ.1.
ΙΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
50. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης:
«Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των
Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλομένου
Μέρους επιτρέπει την ατελή μόνον επανόρθωση των συνεπειών της
παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο επιδικάζει στον ζημιωθέντα διάδικο,
εφόσον συντρέχει λόγος, μία δίκαιη ικανοποίηση.»
51. Η προσφεύγουσα εταιρία αξιώνει για υλική ζημία 18.600.000 ευρώ ή
17.800.000 ευρώ για την υποτίμηση της αξίας της ιδιοκτησίας της και το ποσό των
12.792.620 ευρώ για τη στέρηση της χρήσεως του επίδικου οικοπέδου. Για ηθική
βλάβη, ζητεί το συνολικό ποσό των 70.000 ευρώ. Τέλος, ζητεί το ποσό των 27.000
ευρώ για έξοδα και δικαστική δαπάνη.
52. Η Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι αξιώσεις της προσφεύγουσας εταιρίας είναι
αβάσιμες και υπερβολικές. Υποστηρίζει ότι, εφόσον και στο μέτρο που το
Δικαστήριο διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, το
επιδικαστέο ποσό για ηθική βλάβη δεν μπορεί να υπερβεί τα 20.000 ευρώ. Επιπλέον,
σε ό,τι αφορά τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το
επιδικαστέο για την αιτία αυτή ποσό δεν μπορεί να υπερβεί τα 2.000 ευρώ.
53. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 δεν
είναι ώριμο. Συνεπώς επιφυλάσσεται να αποφανθεί επί αυτού και θα ορίσει την
περαιτέρω διαδικασία λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο να καταλήξουν η
Κυβέρνηση και η προσφεύγουσα εταιρία σε συμφωνία (άρθρο 75 § 1 του
κανονισμού).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ
1. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή.
2. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
3. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1
της Σύμβασης.
4. Αποφαίνεται ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 της Σύμβασης δεν
είναι ώριμο. Κατά συνέπεια,
α) επιφυλάσσεται ως προς αυτό εξ ολοκλήρου,
β) καλεί την Κυβέρνηση και την προσφεύγουσα εταιρία να του απευθύνουν
εγγράφως, εντός τριών μηνών, τις παρατηρήσεις τους πάνω στο ζήτημα αυτό
και ειδικότερα να του γνωστοποιήσουν οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία θα
μπορούσαν να καταλήξουν,
γ) επιφυλάσσεται για τη μεταγενέστερη διαδικασία και εντέλλεται στον
πρόεδρο του τμήματος την επιμέλεια να την καθορίσει εφόσον χρειαστεί.
Συντάχθηκε στη γαλλική γλώσσα και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως
στις 21 Φεβρουαρίου 2008 κατ’εφαρμογή του άρθρου 77 §§ 2 και 3 του κανονισμού.
(υπογραφή) (υπογραφή)
Søren NIELSEN Λουκής ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
Γραμματέας Πρόεδρος
Ακριβής μετάφραση του συνημμένου
εγγράφου από τα γαλλικά.
Αθηνά, 18 Μαρτίου 2008.
Ο μεταφραστής
Αλέξανδρος Πετρουτσόπουλος