Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της απόφασης 355/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πλαίσιο της «δίκης-πιλότου», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α’213)

 ΣτΕ Ολομ. 355/2023
Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Γ. Ανδριοπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας
 
Απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν με την ΔΠ Χανίων 450/2021: Η διαφορά που γεννάται από την αμφισβήτηση της απόρριψης από τη Φορολογική Διοίκηση της προβλεπόμενης από τη μεταβατική διάταξη της παραγρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019 αιτήσεως φυσικού προσώπου, περί απαλλαγής του από την προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου, συνιστά  διαφορά ουσίας, αρμόδιο για την εκδίκαση της οποίας είναι το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, ενώπιον του οποίου άγεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής.
 
 
Με την 450/2021 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010:  
Εάν η διαφορά που γεννάται από την προσβολή ρητής απορριπτικής απόφασης (ή τυχόν σιωπηρής απόρριψης) της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε. επί ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής, στρεφόμενης κατά της απόρριψης από τη Φορολογική Διοίκηση αίτησης φυσικού προσώπου περί απαλλαγής του από την φερόμενη προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου, υποβληθείσας δυνάμει των διατάξεων της παρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4174/2013, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 4646/2019, είναι ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητική διαφορά ουσίας και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν η εν λόγω διοικητική διαφορά ουσίας έχει φορολογικό αντικείμενο, οπότε το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο ορίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 περίπτ. β΄ του Κ.Δ.Δ. και απαιτείται η καταβολή αναλογικού παραβόλου κατ’ άρθρο 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., ή, αντίθετα, αν πρόκειται για αμιγώς χρηματική, μη φορολογική διαφορά, η οποία υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς ή Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 και 2 περ.γ΄ του Κ.Δ.Δ. και για την οποία απαιτείται η καταβολή παγίου παραβόλου, κατά το άρθρο 277 παρ. 2 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ. 
Με την 355/2023 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας το υποβληθέν ερώτημα απαντήθηκε ως εξής: 
Η ανωτέρω διαφορά συνιστά διαφορά ουσίας, για την εκδίκαση της οποίας  αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων άγεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, κατ’ αντιστοιχία  και  προς τα ισχύοντα στο πλαίσιο της πάγιας κατά την  παρ. 7 του άρθρου 50 του ν. 4174/2013 (Κ. Φ.Δ.) ρυθμίσεως. 
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι, ενόψει ότι το αντικείμενο της προσφυγής, που παρέχεται  στους διοικούντες νομικά πρόσωπα από την ανωτέρω μεταβατική διάταξη  της παρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019, περιορίζεται  στη διαπίστωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της -κατά το στάδιο εισπράξεως και όχι βεβαιώσεως του φόρου- ευθύνης αυτών βάσει της νεώτερης ευμενέστερης ρύθμισης του άρθρου 34 του ν.4646/2019, εφαρμοστέες, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως,  είναι οι διατάξεις που ισχύουν για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, ήτοι το άρθρο 218 του Κ.Δ.Δ. όσον αφορά στο αρμόδιο δικαστήριο (μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο) και το άρθρο 277 παρ. 2  περ. α΄  του ίδιου Κώδικα όσον αφορά στο παράβολο. Κατά τη γνώμη, όμως,  πέντε μελών του Δικαστηρίου, αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο προς εκδίκαση της  διαφοράς,  ενόψει του ποσού αυτής (άνω των 60.000 ευρώ), είναι το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, το οποίο, ελλείψει ειδικής νομοθετικής προβλέψεως περί του αρμοδίου καθ’ ύλην δικαστηρίου, έχει τη γενική καθ’ ύλην αρμοδιότητα εκδίκασης των διοικητικών διαφορών ουσίας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ., με εξαίρεση τις χρηματικές διαφορές των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ,  οι οποίες ανήκουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με την περ.  γ της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ..
Η υπόθεση παραπέμπεται στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, για την έκδοση οριστικής  αποφάσεως επί της ασκηθείσης  προσφυγής. 

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της απόφασης 158/2023 του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α’213).

 


Γνωστοποίηση δημοσίευσης της απόφασης 157/2023 του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α’213).

 ΣτΕ Β΄ 157/2023 7μ. 

Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Β. Μόσχου, Σύμβουλος Επικρατείας
 
Λόγοι παραδεκτώς προβαλλόμενοι το πρώτον με την προσφυγή επί φορολογικής διαφοράς ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. Διαδικασία ηλεκτρονικής κοινοποίησης καταλογιστικών πράξεων της φορολογικής διοίκησης.
 
 
1) Παραδεκτώς προβάλλονται το πρώτον με την προσφυγή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, χωρίς να έχουν προηγουμένως προβληθεί με την κατ’ άρθρο 63 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) ενδικοφανή προσφυγή λόγοι περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής κανόνων δικαίου, οι οποίοι προϋποθέτουν έρευνα της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, εφόσον, όμως, αυτά εμπίπτουν αποκλειστικά στη σφαίρα γνώσης της φορολογικής διοίκησης, και όχι του φορολογουμένου, χωρίς να απαιτείται εκ μέρους του δικάζοντος διοικητικού δικαστηρίου ή της φορολογικής διοίκησης εκτεταμένη έρευνα ή διασταυρωτικός έλεγχος της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής τους.
2) Με το άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ., σε συνδυασμό με την κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 6 αυτού εκδοθείσα ΠΟΛ.1125/2014, ρυθμίζεται κατά τρόπο εξαντλητικό η διαδικασία της ηλεκτρονικής κοινοποίησης, μεταξύ άλλων, καταλογιστικών πράξεων της φορολογικής διοίκησης, η οποία δεν συναρτάται με τυχόν υπόδειξη του φορολογούμενου αυτής ως προτιμώμενης, αποσκοπεί δε στην επίσπευση της διαδικασίας βεβαίωσης και είσπραξης των φορολογικών εσόδων. Ειδικότερα, η ηλεκτρονική κοινοποίηση συντελείται: ι) με την εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης ανάρτηση της καταλογιστικής πράξης κ.λπ, και των συγκοινοποιούμενων με αυτήν εγγράφων στον Λογαριασμό του φορολογούμενου στο σύστημα TAXISnet και ιι) την εν συνεχεία αποστολή ηλεκτρονικής ειδοποίησης στη δηλωθείσα από το φορολογούμενο διεύθυνση του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου. Με τη διαδικασία αυτή διασφαλίζεται η ταυτοποίηση και επιβεβαίωση της ταυτότητας (αυθεντικοποίηση) του φορολογουμένου, αλλά και η εξακρίβωση του ακριβούς χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή, παραλαβή και πρόσβαση του φορολογούμενου στο περιεχόμενο της πράξης, η οποία συνεπάγεται την έναρξη εννόμων συνεπειών (λ.χ. διακοπή της παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου) ή προθεσμιών (λ.χ. αυτές που αφορούν την άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων). 

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

 

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η   Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α                              Αθήνα,  12 Δεκεμβρίου  2022

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ                      Αριθ. Πρωτ.: 4512

ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Ταχ.   Δ/νση          :  Λ. Ριανκούρ  85 Αθήνα

Τ.Θ. 160 98             Τ.Κ.115 03                                                       ΠΡΟΣ:

FAX                        :  210-69.80.076                                    Τους Προέδρους των Τριμελών

Τηλέφωνο             :  210-69.62.368                                     Συμβουλίων Διεύθυνσης και  τους

E-mail      :  g-epitropia-d-d@otenet.gr                                Διευθύνοντες προέδρους των

                                                                                             Διοικητικών Δικαστηρίων της Χώρας

                                                                                                                                                                     

Θέμα: Πίνακας εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της πρότυπης δίκης.

Παρακαλούμε να ενημερώσετε τους δικαστές του Δικαστηρίου σας ότι σήμερα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Γενικής Επιτροπείας πίνακας με τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με βάση τη διαδικασία του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (πρότυπη δίκη).

Στον πίνακα αυτόν, ο οποίος θα ενημερώνεται συνεχώς, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ευσύνοπτη περιγραφή των ζητημάτων που ανακύπτουν, η ημερομηνία συζήτησης των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος ή της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και οι οικείες διατάξεις. Ο πίνακας συντάχθηκε με την επιμέλεια του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας Παύλου Ζαμπετίδη και στηρίχθηκε σε εργασία της Επιτροπής Πληροφοριακών Συστημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Πρωτοδικών Δ.Δ. Όλγας Νασοπούλου, Ελένης – Κωνσταντίνας Δημητροπούλου και Ιωάννη Αγγέλου.

             

Ο Γενικός  Επίτροπος

Δημήτριος Κωστάκης

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της από 19/10/2022 πράξεως της Προέδρου του ΣτΕ, ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του ΔΠρ. Χανίων.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 47-49
ΑΘΗΝΑ 105-64
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
---------------
 
Αριθ. καταθέσεως: Ε 1868/2022                                                                              Βοηθός Εισηγητής: Γεωργία Σκιαδά 
 
 
H Πρόεδρος
του Συμβουλίου της Επικρατείας
 
Ενόψει: α) της κατάθεσης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων της από 24/3/2021 αγωγής αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης κατά τα άρθρα 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ. Ν.Α.Κ.) και 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) [π.δ. 456/1984, Α΄ 164] και β) της εκδοθείσης επί της αγωγής αυτής 207/2022 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία διατυπώνεται κατά εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 3900/2010, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Κατά τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 48 παρ. 3 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ν. 3659/2008, Α΄ 77), 75 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν. 3900/2010 [Α΄ 213]) και 128 παρ. 1 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4446/2016  [Α΄240]) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 [Α΄ 97]) και του άρθρου 143 περίπτ. α΄ του ν. 4270/2014 [Α΄143], σε περίπτωση άσκησης αγωγής κατά τα άρθρα 71 επ. του Κ.Δ.Δ. στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο και παράλειψης του ενάγοντος να την επιδώσει με επιμέλειά του στο εναγόμενο Δημόσιο, επέρχεται (ή όχι) διακοπή της παραγραφής της ένδικης αξίωσης με την επίδοση αντιγράφου της αγωγής στο εναγόμενο με φροντίδα της γραμματείας του διοικητικού δικαστηρίου στη νόμιμη προθεσμία του άρθρου 128 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. πριν από τη συζήτηση (εάν κατά το χρόνο της επίδοσης αυτής δεν έχει ήδη συμπληρωθεί η παραγραφή); Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική, μήπως η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του δικαστηρίου, εφόσον το εναγόμενο παραστεί στη συζήτηση και δεν προβάλει (ή προβάλει αλλά δεν αποδείξει): α) ότι υπέστη ειδική βλάβη από την παράλειψη του ενάγοντος να του επιδώσει την αγωγή και β) ότι ήταν πλημμελής η επίδοση της αγωγής προς αυτό, η οποία διενεργήθηκε με φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου», εισάγει την πιο πάνω αγωγή, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ (όπως ισχύει), 20 και 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), λόγω της σπουδαιότητάς της.
Ορίζει δικάσιμο την 3η Φεβρουαρίου 2023, ημέρα Παρασκευή και ώρα 9.30 π.μ. και εισηγήτρια τη Σύμβουλο Μαρίνα - Αλεξάνδρα Τσακάλη.
Παραγγέλλει να ανακοινωθεί η δικογραφία στην εισηγήτρια και να κοινοποιηθεί αντίγραφο της πράξης αυτής: 1) στον ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, με την παράκληση να διαβιβάσει τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη δικάσιμο στην εισηγήτρια, απευθείας όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα και συνοπτική έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας και 2) στον ενάγοντα Κ. Γ..
Παραγγέλλει τη δημοσίευση της πράξης αυτής στις ημερήσιες εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΣΤΙΑ» και την ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η παρούσα πράξη συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα.
 
Αθήνα,   21/11/2022
 
 Η Πρόεδρος               Η Γραμματέας
    
               
 
 Ευαγγελία Νίκα         Ελένη Γκίκα
 
    Κοινοποίηση:
1) Γενικό  Επίτροπο της  Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων
(προκειμένου να μεριμνήσει για τη γνωστοποίηση της πράξης στα Διοικητικά  Δικαστήρια της Χώρας)
2) Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της υπ’ αριθ. 22/10-11-2022 πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010.

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
 
ΠΡΑΞΗ  22/2022
της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010
 
Η Επιτροπή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο Ιωάννη Γράβαρη και τον Αντιπρόεδρο του καθ’ ύλην αρμόδιου Τμήματος Μιχαήλ Πικραμένο,
αφού έλαβε υπ’ όψιν:
α) το άρθρο 1 του ν. 3900/2010,
β) την από 05.09.2022 (ΠΑ16/06.09.2022) αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΑΠΕ & ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «ΔΑΠΕΕΠ Α.Ε.», με την οποία ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά προσφυγή της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΡΙΝΤΖΙΑΣ & ΣΙΑ Ε.Ε.» (με αριθμό κατάθεσης ΠΡ2553/23.12.2016) κατά της αιτούσας και του Ελληνικού Δημοσίου, με αίτημα τη μερική ακύρωση, άλλως τη μεταρρύθμιση, δύο ενημερωτικών σημειωμάτων που εκδόθηκαν από την αιτούσα σχετικά με την παραγωγή ισάριθμων φωτοβολταϊκών σταθμών της προσφεύγουσας για τον μήνα Νοέμβριο 2016, κατά το μέρος που τα σημειώματα αυτά περιέχουν χρεώσεις «Μεταβατικού Τέλους Ασφάλειας Εφοδιασμού» ύψους 153,28 ευρώ και 161,89 ευρώ, αντίστοιχα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 17 του ν. 4203/2013 και της κατ’ εξουσιοδότησή της εκδοθείσας ΑΠΕΗΛ/Γ/Φ1/οικ.184898/11.12.2015 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τίτλο «Υπηρεσία Διακοπτόμενου Φορτίου, τύπος και περιεχόμενο Συμβάσεων Διακοπτόμενου Φορτίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 4203/2013». Με την προσφυγή προβάλλεται ότι το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την επιβολή του επίμαχου μέτρου αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1, 43 παρ. 2 και 4, 78 παρ. 1 και 4, 79 παρ. 2 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι με την ανωτέρω προσφυγή τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το οποίο, αφενός, αφορά το σύνολο των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και, αφετέρου, έχει ευρύτερες δημοσιονομικές συνέπειες, διότι ενδεχόμενη κρίση περί αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω ρυθμίσεων θα οδηγήσει σε αναπροσαρμογή της τιμολογούμενης ενέργειας του συνόλου του ανωτέρω παραγωγικού δυναμικού για όλο το χρονικό διάστημα εφαρμογής του μέτρου του Μεταβατικού Τέλους Ασφάλειας Εφοδιασμού, εκκρεμούν δε ήδη προς εκδίκαση ενώπιον του  Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά 700 περίπου σχετικές προσφυγές.
γ) το γεγονός ότι για την αίτηση αυτή έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αρ. 53071898795303060004 και 53073161195303060042 κωδικοί ηλεκτρονικού παραβόλου).
αποφασίζει
 
Την αποδοχή του ανωτέρω αιτήματος, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010.
 δ ι α τ ά σ σ ε ι
 
1. Να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η με αριθμό κατάθεσης ΠΡ2553/23.12.2016 προσφυγή, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά,
2. Να αποδοθεί στην αιτούσα το κατατεθέν για την υποβολή της παρούσας αίτησης παράβολο, και
3. Να δημοσιευθεί η πράξη αυτή στις ημερήσιες εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΣΤΙΑ»  και να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
 
Η παρούσα πράξη συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτημα.
 
Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2022
 
Ευαγγελία Νίκα              Ιωάννης Γράβαρης              Μιχαήλ Πικραμένος
 
Κοινοποίηση:
1) Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (προκειμένου να μεριμνήσει για την γνωστοποίηση της πράξεως στα Διοικητικά Δικαστήρια της Χώρας).
2) Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Γνωστοποίηση δημοσίευσης απόφασης 1911/2022 της Ολομελείας του ΣτΕ, η οποία δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου», κατά τη διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, Α’ 213 (σχετ. η υπ’ αριθ. 7/27-03-2018 πράξη της οικείας Επιτροπής του ΣτΕ) - Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε νέο μισθολόγιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας επέρχονται από τη δημοσίευση της απόφασης.

 ΣτΕ Ολομ. 1911/2022

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος Επικρατείας
 
Οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν.4472/2017, με τις οποίες θεσπίστηκε το νέο μισθολόγιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. (βασικός μισθός και επιδόματα) αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης.
 
Ι. Με την απόφαση 1911/2022 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, επί αγωγής μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017 αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης με το ν. 4472/2017 επεδίωξε τον αριθμητικό περιορισμό των ειδικών μισθολογίων, όχι καταργώντας κάποια από αυτά, αλλά συνενώνοντας τα υφιστάμενα ειδικά μισθολόγια που, κατά την κρίση του, είχαν «ομοειδές αντικείμενο». Η συνένωση δε αυτή των μισθολογικών ρυθμίσεων που αφορούν τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., με εκείνες που αφορούν άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων που δεν πληρούν τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτοδιοίκητο Α.Ε.Ι.), οι οποίες δικαιολογούν την εφαρμογή της απορρέουσας από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., συνεπάγεται παραβίαση της αρχής αυτής.
Εξάλλου, ο νομοθέτης προκειμένου να επιτύχει τον εξορθολογισμό των χορηγούμενων με τα μισθολόγια αυτά αποδοχών, χρησιμοποίησε αρχές και κανόνες, όχι προσιδιάζοντες ειδικώς στις ιδιαιτερότητες κάθε μισθολογίου, αλλά κοινούς για όλα τα ειδικά μισθολόγια, συνισταμένους κυρίως στην διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, συνδεόμενου με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και με την ενεργό άσκησή τους, καθώς και στην κατάργηση του χρονοεπιδόματος και στη δημιουργία μισθολογικής κλίμακας ανά βαθμίδα, με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Ως βάση δε για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που οι τελευταίοι ελάμβαναν κατά την 31.12.2016, βάσει των σχετικών διατάξεων του ν. 4093/2012. Κρίσιμο και βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., στο πλαίσιο του νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, ενόψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021. Δηλαδή, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και με διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής), ο νομοθέτης αφενός μεν τα ρύθμισε στηριζόμενος σε κοινές αρχές και κοινούς κανόνες, αφετέρου δε τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να παραμείνει δημοσιονομικά ουδέτερο, στο πλαίσιο της ανάγκης για επίτευξη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα. Και ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι, πλην τα δικαστήρια ασκώντας τον έλεγχο αυτό, δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας, από την άποψη της υποχρέωσης του νομοθέτη να μεταχειρίζεται  κατά διαφορετικό τρόπο καταστάσεις που δεν είναι όμοιες, και η αρχή της αναλογικότητας, από την άποψη της τήρησης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας δικαιωμάτων που απορρέουν από το Σύνταγμα. Για την τεκμηρίωση της τήρησης των παραπάνω αρχών θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. σε συνδυασμό με την εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών, αλλά και του γενικού κόστους διαβίωσης, με αναφορά στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, η οποία διαχρονικά διέπει τις αποδοχές τους και αποτελεί θεσμική εγγύηση για την άσκηση του λειτουργήματός τους, ως αναγνώριση της σημασίας της αποστολής τους, που αποβλέπει στην εξασφάλιση ενός επιπέδου διαβίωσης ανάλογου με το λειτούργημα τους, και με εξέταση των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής αυτής, όπως έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά. Θα έπρεπε, δηλαδή, να ληφθούν υπόψη η σημασία και οι συνθήκες άσκησης του λειτουργήματος των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., και η ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος, οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου μισθολογίου στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αλλά και στη λειτουργία των ιδίων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενόψει της ανάγκης προσέλκυσης ατόμων που διαθέτουν αυξημένα προσόντα, το επίπεδο διαβίωσης, όπως αυτό διαμορφώνεται με το νέο μισθολόγιο, το οποίο, ναι μεν δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές κάθε κατηγορίας δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και του πληθυσμού της χώρας εν γένει, για τους πανεπιστημιακούς λειτουργούς, όμως, πρέπει να είναι και ανάλογο με το κύρος του συγκεκριμένου λειτουργήματος το οποίο ασκούν, καθώς και οι σκοποί της επιδιωκόμενης μεταρρύθμισης και η προσφορότητα και αναγκαιότητα των επίμαχων ρυθμίσεων για την επίτευξή τους, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος, προβαίνει μεν σε πλήρη αντικατάσταση του υφισταμένου συστήματος με τη θέσπιση ενός νέου μισθολογίου, επαναφέροντας, όμως, τις αποδοχές των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. σε επίπεδο ανάλογο των αποδοχών που είχαν μειωθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν.4093/2012, εφόσον ως βάση υπολογισμού αυτών, αλλά και της προσωπικής διαφοράς λαμβάνονται οι αποδοχές που ελάμβαναν στις 31.12.2016. Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4472/2017, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής προκύπτει ότι κατά τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψιν και εκτιμήθηκαν ειδικώς, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της δημιουργίας δηλαδή ενός δημοσιονομικά ουδετέρου μισθολογίου, οι επιπτώσεις από τον, κατά τα ανωτέρω, επαναπροσδιορισμό των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι στη λειτουργία των Α.Ε.Ι., ούτε αν οι επιπτώσεις στη λειτουργία των Α.Ε.Ι. είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το επιδιωκόμενο όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να αναζητηθούν άλλα μέτρα, πέραν της δημιουργίας ενός δημοσιονομικώς ουδετέρου ειδικού μισθολογίου, έχοντα ως στόχο την επίτευξη του επιδιωκομένου πρωτογενούς πλεονάσματος, με μικρότερη επιβάρυνση για τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι παραμένουν, και μετά τον ως άνω επαναπροσδιορισμό τους, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4472/2017, ο δι’ αυτού επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι, λαμβανόμενος αθροιστικώς με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας,  καθώς και με τις προηγηθείσες μειώσεις του εισοδήματος των εναγόντων μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. με παράπλευρα νομοθετήματα της προηγηθείσας περιόδου της κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Μειοψήφησαν τρία μέλη του Δικαστηρίου και ένας Πάρεδρος, που υποστήριξαν ότι το νέο ειδικό μισθολόγιο, εντασσόμενο σε γενικότερο πλέγμα ρυθμίσεων, το οποίο συντελεί στην υιοθέτηση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και με το οποίο, πέραν του προβλεπόμενου μισθού, χορηγούνται επιδόματα συνδεόμενα με τα ειδικά καθήκοντα των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., διαφοροποιεί τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. από τους λοιπούς δημοσίους λειτουργούς, ανεξαρτήτως αν διαμορφώνεται πράγματι σε ικανοποιητικά επίπεδα εν όψει της φύσεως και της σημασίας του λειτουργήματός τους, μη εξικνούμενο, πάντως, μέχρι του σημείου να διακυβεύεται το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής τους, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των γενικότερων οικονομικών συνθηκών, που επικρατούσαν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θεσπίστηκε το εν λόγω μισθολόγιο, η περαιτέρω δε εκτίμηση ως προς την ουσιαστική ορθότητα των εν προκειμένω νομοθετικών επιλογών εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου, κατά την κρίση δε μέτρων που άπτονται ευρύτερης οικονομικής ή μισθολογικής πολιτικής, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει αν υφίστανται άλλα προσφορότερα μέτρα για την ικανοποίηση των σχετικών αναγκών. 
ΙΙ. Περαιτέρω, με την ως άνω απόφαση κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης, κατά το άρθρο 50 παρ. 3 β του π.δ/τος 18/1989. Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο υποστήριξε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος.
 

Γνωστοποίηση δημοσίευσης απόφασης 1912/2022 της Ολομελείας του ΣτΕ ύστερα από προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), με την 5395/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς - Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε νέο μισθολόγιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι.

 ΣτΕ Ολομ. 1912/2022

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος Επικρατείας
 
Οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν.4472/2017, με τις οποίες θεσπίστηκε το νέο μισθολόγιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. (βασικός μισθός και επιδόματα) αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης.
 
Με την 5395/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010: Εάν οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του Μέρους ΣΤ’ του ν. 4472/2017 αντίκεινται στο άρθρο 16 και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., καθώς και προς τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος).
Με την απόφαση 1912/2022 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας το υποβληθέν ερώτημα απαντήθηκε ως εξής:
«Οι […] διατάξεις των άρθρων 128 έως και 131 και 155 του ν. 4472/2017, με τις οποίες θεσμοθετήθηκε νέο ειδικό μισθολόγιο για τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας».
Η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ενώπιόν του αγωγής.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Γνωστοποίηση δημοσίευσης απόφασης 1408/2022 της Ολομελείας του ΣτΕ στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου» - Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε νέο ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας επέρχονται από τη δημοσίευση της αποφάσεως.

 ΣτΕ Ολ 1408/2022

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Μαρίνου, Σύμβουλος Επικρατείας
 
Οι διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες, στο πλαίσιο θεσμοθετήσεως εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθορίστηκε  ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών τους, αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητος και της ισότητος στα δημόσια βάρη. Oι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως.
 
Με την απόφαση 1408/2022 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσα, στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, επί  προσφυγής ιατρών του Ε.Σ.Υ. κατά μισθοδοτικών τους καταστάσεων, έγινε αυτή δεκτή καθό μέρος εστρέφετο κατά των μισθοδοτικών καταστάσεων μηνός Ιουλίου 2018 και απερρίφθη καθό μέρος εστρέφετο κατά της σιωπηρής απορρίψεως από το καθού Νοσοκομείο, στο οποίο υπηρετούν οι προσφεύγοντες, αιτήματός τους περί ανακλήσεως προγενεστέρων μισθοδοτικών τους καταστάσεων και επανεκδόσεως αυτών, με επανυπολογισμό των αποδοχών τους, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν προ του ν. 4093/2012, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής παραλείψεως.
Ι. Με την ως άνω απόφαση κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες, στο πλαίσιο θεσμοθετήσεως νέου ειδικού μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών τους, αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητος και της ισότητος στα δημόσια βάρη. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης με το ν. 4472/2017 επεδίωξε τον αριθμητικό περιορισμό των ειδικών μισθολογίων, όχι καταργώντας κάποια από αυτά, αλλά συνενώνοντας τα υφιστάμενα ειδικά μισθολόγια που, κατά την κρίση του, είχαν «ομοειδές αντικείμενο» και περιλαμβάνοντας στο ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και άλλες κατηγορίες ιατρών  καθώς και τους Ιατροδικαστές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Προκειμένου δε να επιτύχει τον εξορθολογισμό των χορηγουμένων με τα μισθολόγια αυτά αποδοχών, χρησιμοποίησε αρχές και κανόνες, όχι προσιδιάζοντες ειδικώς στις ιδιαιτερότητες κάθε μισθολογίου αλλά κοινούς για όλα τα ειδικά μισθολόγια, συνισταμένους κυρίως στην διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, συνδεομένου με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και με την ενεργό άσκησή τους, καθώς και στην κατάργηση του χρονοεπιδόματος και στη δημιουργία μισθολογικής κλίμακας ανά βαθμίδα, με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Ως βάση δε για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ. χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που οι τελευταίοι ελάμβαναν κατά την 31.12.2016, βάσει των σχετικών διατάξεων του ν. 4093/2012. Κρίσιμο και βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο του νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, εν όψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021.  Δηλαδή, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και με διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής), ο νομοθέτης αφενός μεν τα ρύθμισε στηριζόμενος σε κοινές αρχές και κοινούς κανόνες, αφετέρου δε τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να παραμείνει δημοσιονομικά ουδέτερο, στο πλαίσιο της ανάγκης για επίτευξη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα. Και ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., πλην τα δικαστήρια δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται κατά διαφορετικό τρόπο τις καταστάσεις που δεν είναι όμοιες μεταξύ τους. Η τεκμηρίωση αυτή θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβιώσεως, στην ανάγκη διαφυλάξεως του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψιν τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχολήσεως, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαιδεύσεως των ιατρών εν σχέσει προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, αυτοί εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχομένων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών συνεχιζόμενη, κατά τα κοινώς γνωστά, διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό,  η οποία, σε συνδυασμό με τον θεσπισθέντα ήδη από το έτος 2010 περιορισμό προσλήψεων και διορισμών στο δημόσιο τομέα, συνέτεινε στην υποστελέχωση των νοσοκομείων, αναδειχθείσα, άλλωστε,  μεταγενεστέρως, με τον πλέον έντονο τρόπο, ιδίως στην περίοδο της πανδημίας του COVID 19. Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4472/2017, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής προκύπτει ότι κατά τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψιν και εκτιμήθηκαν ειδικώς, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απροσφόρου κριτηρίου, της δημιουργίας δηλαδή ενός δημοσιονομικά ουδετέρου μισθολογίου, οι επιπτώσεις από τον, κατά τα ανωτέρω, επαναπροσδιορισμό των αποδοχών των ιατρών στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι επιπτώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ. είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το επιδιωκόμενο όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να αναζητηθούν άλλα μέτρα, πέραν της δημιουργίας ενός δημοσιονομικώς ουδετέρου ειδικού μισθολογίου, έχοντα ως στόχο την επίτευξη του επιδιωκομένου πρωτογενούς πλεονάσματος, με μικρότερη επιβάρυνση για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν, και μετά τον ως άνω επαναπροσδιορισμό τους, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβιώσεώς τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4472/2017, ο δι’ αυτού επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., λαμβανόμενος αθροιστικώς με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας,  καθώς και με τις προηγηθείσες μειώσεις του εισοδήματος των προσφευγόντων ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της προηγηθείσας περιόδου της κρίσεως, έχει ως αποτέλεσμα, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Μειοψήφησαν επτά μέλη του Δικαστηρίου, τα οποία υποστήριξαν ότι το νέο ειδικό μισθολόγιο, εντασσόμενο σε γενικότερο πλέγμα ρυθμίσεων, το οποίο συντελεί στην υιοθέτηση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και με το οποίο, πέραν του προβλεπόμενου μισθού, χορηγούνται επιδόματα συνδεόμενα με τα ειδικά καθήκοντα των ιατρών, διαφοροποιεί τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. από τους λοιπούς δημοσίους λειτουργούς, ανεξαρτήτως αν διαμορφώνεται πράγματι σε ικανοποιητικά επίπεδα εν όψει της φύσεως και της σημασίας του λειτουργήματος των ιατρών, μη εξικνούμενο, πάντως, μέχρι του σημείου να διακυβεύεται το αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεώς τους, η περαιτέρω δε εκτίμηση ως προς την ουσιαστική ορθότητα των εν προκειμένω νομοθετικών επιλογών εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου, κατά την κρίση δε μέτρων που άπτονται ευρύτερης οικονομικής ή μισθολογικής πολιτικής, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει αν υφίστανται άλλα προσφορότερα μέτρα για την ικανοποίηση των σχετικών αναγκών. 
ΙΙ. Περαιτέρω, με την ως άνω απόφαση κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως, κατά το άρθρο 50 παρ. 3 β του π.δ/τος 18/1989. Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο υποστήριξε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της αποφάσεως, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος.
ΙΙΙ. Τέλος, με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ομοφώνως ότι, καθό μέρος με την κριθείσα προσφυγή εζητείτο η ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεως του καθού Νοσοκομείου να ανακαλέσει μισθοδοτικές καταστάσεις των προσφευγόντων προγενεστέρων του Ιουλίου 2018 και να επανεκδώσει νέες με επανυπολογισμό των αποδοχών τους, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν προ του ν. 4093/2012, με βάση την νομολογιακώς διαμορφωθείσα θεωρία των ομοίων πράξεων, ενόψει της αποφάσεως 431/2018 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με την οποία είχαν ακυρωθεί μισθοδοτικές καταστάσεις άλλων ιατρών ως ερειδόμενες επί των κριθεισών ως αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 4093/2012, η προσφυγή είναι απορριπτέα ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής παραλείψεως, αφού η προσβληθείσα σιωπηρή απόρριψη δεν συνιστά παράλειψη οφειλομένης ενεργείας εκ μέρους του καθού Νοσοκομείου, δεδομένου ότι ως προς αυτές τις μισθοδοτικές καταστάσεις δεν συντρέχει είτε η προϋπόθεση της ταυτότητος διατάξεων επί των οποίων ερείδονται (σε σχέση με τις ακυρωθείσες δυνάμει της ΣτΕ 431/2018  μισθοδοτικές καταστάσεις) είτε η προϋπόθεση της υπάρξεως κρίσεως περί αντισυνταγματικότητος των διατάξεων αυτών (ενόψει του ότι οι συνέπειες της διαγνωσθείσας με την ΣτΕ 431/2018 αντισυνταγματικότητος, ορίστηκε με την απόφαση αυτή ότι επέρχονται από την δημοσίευσή της στις 26.2.2018).

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Γνωστοποίηση δημοσίευσης απόφασης 1681/2022 της Ολομελείας του ΣτΕ στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου» - Σύμφωνη με το Σύνταγμα η επί τετραήμερο (15-18.11.2020) απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας με τη συμμετοχή 4 και άνω ατόμων και η επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της απαγόρευσης.

 ΣτΕ Ολ. 1681/2022

Πρόεδρος: Ε. Σάρπ, 
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος Επικρατείας
 
Σύμφωνη με το Σύνταγμα η επί τετραήμερο (15-18.11.2020) απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας με τη συμμετοχή 4 και άνω ατόμων και η επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της απαγόρευσης
 
1. Mε την 1681/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε σε «πιλοτική» δίκη, απορρίφθηκε προσφυγή με την οποία 46 φυσικά πρόσωπα ζητούσαν την ακύρωση ισάριθμων (46) πράξεων επιβολής προστίμου ύψους 300 ευρώ, που εκδόθηκαν την 17.11.2020 σε βάρος εκάστου εξ αυτών κατ’ εφαρμογή της 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (Β΄ 5046/14.11.2020). Με την απόφαση αυτή, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (COVID-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως. Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε επίσης και η ακύρωση ισάριθμων ρητών ή σιωπηρώς συναγομένων απορρίψεων των αντιρρήσεων που ασκήθηκαν εκ μέρους των προσφευγόντων κατά των πράξεων επιβολής προστίμου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αφού απέρριψε την προσφυγή ως προς τους προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν είχαν καταβάλει το προσήκον παράβολο, έκρινε τα εξής:
 
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 7, 21 παρ. 3, 22 παρ. 4 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για τα θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας τους, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξάλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από τo Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του. Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφάνισης νέου μολυσματικού ιού, που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας και, κατ’ επέκταση, την μείωση της πίεσης που ασκείται επί των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετώπισής της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρέωσης του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μετάδοσης, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κίνησης και η ιδιωτική του ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή εφ’ όσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπόψη τα κρατούντα σχετικώς έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα, β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, γ) παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως σε ειδικές περιπτώσεις για τις οποίες αυτά αντενδείκνυνται και δ) τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσης για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα τρέχοντα, κάθε φορά, επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση, εφ’ όσον, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Εξάλλου, κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά την λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει, ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Στο πλαίσιο αυτό, σε καταστάσεις πρωτόγνωρες για την παγκόσμια κοινότητα, όπως είναι οι περιπτώσεις πανδημίας εξ αιτίας της εμφάνισης νέου, ιδιαιτέρως μολυσματικού ιού, διακρινόμενου για την ταχεία μεταδοτικότητά του και την δυνατότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, με κίνδυνο μέχρι και της ζωής τους, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης του ιού, σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, βάσει των συλλεγέντων μέχρι και την λήψη του μέτρου έγκυρων επιστημονικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από την διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για την διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, η μέριμνα για την διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους.
 
3. Το κατοχυρούμενο με το άρθρο 11 του Συντάγματος δικαίωμα του συνέρχεσθαι οριοθετείται, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του, από τις διατάξεις των υπολοίπων άρθρων του Συντάγματος, ισοκύρων με το άρθρο 11. Ερμηνευόμενη δε σε συνδυασμό με τις διατάξεις των  άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 7, 21 παρ. 3, 22 παρ. 4 και 25 του Συντάγματος, αλλά και σε αρμονία με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 11 της ΕΣΔΑ, η διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι – στο πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα υποχρεώσεως του Κράτους, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση όλων των ατομικών δικαιωμάτων – όπως μπορούν να επιβληθούν σοβαροί περιορισμοί σε άλλα εξ ίσου θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα (ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, ελευθερίας κινήσεως, ιδιωτικής ζωής), ο νόμος μπορεί επίσης να προβλέψει την επιβολή, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμών για ορισμένο εκάστοτε χρόνο στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι εξικνουμένων έως και την απαγόρευση ορισμένων, κατά χρόνο προσδιοριζόμενων, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, αν εξαιτίας τους τίθεται, σύμφωνα με τα υπάρχοντα κατά τον χρόνο αυτόν επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά δεδομένα, σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως στην περίπτωση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμη και κίνδυνο για τη ζωή τους, και μη εισέτι εξευρέσεως επιστημονικώς τεκμηριωμένης λύσης αποτελεσματικής αντιμετώπισής του. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της ιστορικής εμπειρίας, η οποία οδήγησε στον συντακτικό νομοθέτη στη θέσπιση της διατάξεως του άρ. 11 παρ. 2 εδ. β΄ με την αποτυπωθείσα στο κείμενο του Συντάγματος διατύπωση, πάντως το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο 11 δεν προβλέπει στην παρ. 2 εδ. β΄ αυτού ρητώς την περίπτωση ανάγκης προστασίας της υγείας ως λόγου που μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, εν αντιθέσει με το άρθρο 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, δεν ασκεί καμία επιρροή, δεν έχει δηλαδή την έννοια ότι ο συντακτικός νομοθέτης, ενώ επιτρέπει σοβαρές επεμβάσεις στην άσκηση άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (όπως είναι η ελευθερία κινήσεως, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι) όταν τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, ειδικώς ως προς το ατομικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι δεν επιτρέπει την, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, επιβολή περιορισμών στην άσκησή του στην περίπτωση τέτοιου κινδύνου, ακόμη και όταν υπάρχει, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή. Άλλωστε, στην έννοια του «σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια», σε περίπτωση συνδρομής του οποίου επιτρέπεται η απαγόρευση υπαίθριων συναθροίσεων κατά το εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται και ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, ενώ στην έννοια της «σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής», σε περίπτωση συνδρομής της οποίας επιτρέπεται ομοίως η απαγόρευση υπαίθριων συναθροίσεων σε ορισμένη περιοχή κατά την ίδια διάταξη, περιλαμβάνεται και ο σοβαρός κίνδυνος για τη λειτουργία των υποδομών ζωτικής σημασίας, όπως, μεταξύ άλλων, και του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ο δικαστικός έλεγχος δε της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας στην περίπτωση απαγορεύσεως υπαίθριων συναθροίσεων όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια υγεία, όπως και κατά την θέσπιση για τον ίδιο λόγο σοβαρής επεμβάσεως σε άλλα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, περιορίζεται στην κρίση εάν η απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων, σε όλη τη χώρα, όταν ο κίνδυνος αφορά όλη την επικράτεια, ή σε τμήμα αυτής, είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο μέτρο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, μέσω και της εξασφαλίσεως της απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας με την μέριμνα για τη μείωση της πιέσεως που θα ασκείτο σε αυτό σε περίπτωση αυξήσεως του αριθμού των ατόμων που θα έχρηζαν περιθάλψεως. Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, σε περίπτωση θεσπίσεως περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, οι οποίοι, υπό τα δεδομένα αυτά, έχουν τον χαρακτήρα υγειονομικού μέτρου, ο νομοθέτης μπορεί, προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση του μέτρου και, επομένως, την αποτελεσματικότητα αυτού, να προβλέψει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων επί παραβάσεως των περιορισμών αυτών. Για το λόγο δε αυτό η επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση θεσπίσεως περιορισμών στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, με την παρ. 2 του οποίου, άλλωστε, προβλέπεται ότι επιτρέπεται η θέσπιση περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι για την προστασία της υγείας.
- Κατά την γνώμη, όμως, μίας Συμβούλου, η συνδρομή του κατά τα ανωτέρω κινδύνου για την δημόσια υγεία αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος που συνιστά αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνταγματική προϋπόθεση για τον ιδιαίτερα σοβαρό περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος του συνέρχεσθαι από μέτρο, όπως η επίδικη γενική απαγόρευση υπαίθριων συναθροίσεων. Για να είναι θεμιτή μια τέτοια απαγόρευση απαιτείται περαιτέρω να προκύπτει ότι έχει σταθμιστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας με τα λοιπά συνταγματικά επίσης αγαθά, καθώς και ότι, κατά την στάθμιση αυτή, το μέτρο προκρίθηκε ως πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Και η μεν ουσιαστική ορθότητα της επιλογής του κοινού νομοθέτη ή της Διοίκησης είναι καθ’ εαυτήν δικαστικά ανέλεγκτη. Το εάν, όμως, έλαβαν χώρα οι ανωτέρω σταθμίσεις αποτελεί κατ’ εξοχήν αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου, ως καθήκον ελέγχου τηρήσεως του Συντάγματος και, ειδικότερα, της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Για την διενέργεια, εξ άλλου, και την αποτελεσματικότητα του δικαστικού αυτού ελέγχου απαιτείται να αποδεικνύεται ότι τα ανωτέρω συνταγματικά κριτήρια και σταθμίσεις έλαβαν πράγματι χώρα από τον ίδιο τον νομοθέτη ή την Διοίκηση, χωρίς να αρκεί, αλλά ούτε και να είναι επιτρεπτή, η υποκατάσταση των σχετικών ελλείψεων από πρωτογενείς εκτιμήσεις του δικαστή.
- Επίσης, ως προς την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος μειοψήφησε ένας Πάρεδρος, ο οποίος διατύπωσε την εκτιθέμενη κατωτέρω στην παρ. 9 μειοψηφούσα γνώμη.
 
4. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν πράξη νομοθετικού περιεχομένου (Π.Ν.Π.) κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες με νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, ο νόμος δε δεν υπόκειται ως προς τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, είτε εφεξής είτε αναδρομικώς, στον περιορισμό «των έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Αν δε η Π.Ν.Π. δεν υποβληθεί εμπροθέσμως στη Βουλή προς κύρωση ή δεν κυρωθεί από τη Βουλή, η πράξη αυτή παύει να ισχύει «στο εξής», άρα ισχύει, πάντως, για το διάστημα από τη δημοσίευσή της μέχρι την εκπνοή των συνταγματικών προθεσμιών για την κύρωσή της ή, κατά περίπτωση, μέχρι την απόφαση της Βουλής να μην την κυρώσει είτε γιατί δεν συμφωνεί με την εκτίμηση της Κυβερνήσεως και του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι συνέτρεχαν έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούσαν την απόκλιση από την κοινή νομοθετική διαδικασία είτε γιατί δεν συμφωνεί από ουσιαστική άποψη με το περιεχόμενο της ρυθμίσεως που έγινε με την Π.Ν.Π.. Η κρίση, πάντως, ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατά την έννοια του άρθρου 44 παρ. 1 Συντ., γιατί συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στην σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που κατά το Σύνταγμα ασκούν στην πιο πάνω περίπτωση τη νομοθετική εξουσία.
 
5. Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε την 20.3.2020 Π.Ν.Π., με την οποία προβλέφθηκε σειρά κατεπειγόντων μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού. Η εν λόγω Π.Ν.Π. κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α΄ 83) και, συνεπώς, οι ρυθμίσεις της κατέστησαν αναδρομικώς ρυθμίσεις του νόμου. Μεταξύ άλλων, με το άρθρο εξηκοστό όγδοο της ως άνω από 20.3.2020 Π.Ν.Π. ορίσθηκε στην μεν παρ. 2 ότι είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομία, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων, καθώς και ότι με την ίδια απόφαση μπορούν να προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα σε περίπτωση παραβιάσεως της διατάξεως αυτής. Στη δε παρ. 3 του ίδιου άρθρου της Π.Ν.Π. ορίσθηκε ότι είναι δυνατόν να επιβάλλονται, με Κ.Υ.Α., μετά από γνώμη της ίδιας ως άνω Επιτροπής, ως μέτρα πρόληψης και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, περιορισμοί ή απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω ή εν μέρει στην Επικράτεια, εξαιρουμένων των μετακινήσεων των πολιτών για την εξυπηρέτηση ζωτικών, προσωπικών ή επαγγελματικών αναγκών τους που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο. Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του ανωτέρω άρθρου εξηκοστού όγδοου παρ. 3 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., καθώς και της από 4.11.2020 εισήγησης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού Covid-19 εκδόθηκε η ΚΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ.:71342/6.11.2020, με την οποία προβλέφθηκαν, μεταξύ άλλων, η αναστολή στις «Συναθροίσεις/Δημόσιες ή κοινωνικές εκδηλώσεις, ανεξαρτήτως χώρου ιδιωτικού ή δημόσιου, εσωτερικού ή εξωτερικού, με την επιφύλαξη των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρθρου 11 του Συντάγματος και του ν. 4703/2020 (Α´ 131)».
 
6. Με την θεσπισθείσα με την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού όγδοου της προαναφερθείσας από 20.3.2020 Π.Ν.Π. ρύθμιση, η οποία, από την κύρωση της Π.Ν.Π. με νόμο, κατέστη αναδρομικώς ρύθμιση νόμου, εξειδικεύεται η κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής να επιβάλει για ορισμένο εκάστοτε χρόνο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι εξικνούμενο έως και την απαγόρευση ορισμένων, κατά χρόνο προσδιοριζόμενων, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων ειδικώς για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο της διασποράς του κορωνοϊού Covid-19, είτε γενικώς σε όλη την επικράτεια, εάν ο επαπειλούμενος κίνδυνος αφορά όλη τη χώρα, είτε σε συγκεκριμένη περιοχή ή περιοχές, δίδεται δε περαιτέρω εξουσιοδότηση για την πρόβλεψη της επιβολής διοικητικών προστίμων σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως αυτής. Η εν λόγω διάταξη εντάσσεται στο πλαίσιο των μέτρων που ελήφθησαν κατεπειγόντως, λόγω της πιεστικής ανάγκης να αντιμετωπισθεί ο απειλών την δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή σοβαρός κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού Covid-19, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Ενόψει των ανωτέρω, η ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε για να αντιμετωπίσει τον απειλούντα τη δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή σοβαρό κίνδυνο από τον συγκεκριμένο κορωνοϊό, που αποτελούσε κατάσταση πρωτόγνωρη για την παγκόσμια κοινότητα, δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 4703/2020 «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» (που εκδόθηκε προκειμένου να διαμορφωθεί «ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και ειδικότερα τη διενέργεια δημόσιων συναθροίσεων» υπό το φως των άρθρων 11 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ), και του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 73/2020, οι οποίες δεν έχουν ως σκοπό να ρυθμίσουν ζητήματα που ανακύπτουν από την ανάγκη της κατεπείγουσας αντιμετώπισης του ανωτέρω συγκεκριμένου κινδύνου, μέχρι την εξεύρεση λύσης για την ανάσχεση της πανδημίας, ούτε, άλλωστε, περιέχουν καμία σχετική ρύθμιση.
- Κατά την γνώμη, όμως, δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου, η διάταξη του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. θεσπίζει περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ο οποίος δύναται να εξικνείται μέχρι και της ολοσχερούς απαγορεύσεως της ασκήσεως του δικαιώματος, η δε κατόπιν ολίγων μηνών ρύθμιση της ασκήσεως του δικαιώματος του συνέρχεσθαι διά της θέσεως σε ισχύ του ν. 4703/2020 επέφερε την κατάργηση της εν λόγω διατάξεως.
 
7. Κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 11 του Συντάγματος και της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού όγδοου της από 20.3.2020 ΠΝΠ, καθώς και της από 4.11.2020 γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, εκδόθηκε η επίμαχη εν προκειμένω υπ’ αριθ. 1029/8/18/13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» (Β' 5046/14.11.2020), με την οποία, αφού ελήφθη υπόψη η «τρέχουσα επιδημιολογική επιβάρυνση της χώρας» και «[οι] επιτακτικο[ί] λόγο[ι] αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας, που συνίστανται στον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19», αποφασίσθηκε, για το χρονικό διάστημα 15.11.2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και 18.11.2020 ώρα 9.00 μ.μ., η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας (άρθρο 11 του Συντάγματος και ν. 4703/2020) στις οποίες συμμετέχουν 4 ή περισσότερα άτομα, και β) η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω απαγόρευσης, μεταξύ των οποίων η επιβολή διοικητικού προστίμου 300 ευρώ.
 
8. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε ότι με την από 6.11.2020 ΚΥΑ προβλέφθηκε η αναστολή μόνον των λοιπών, δηλαδή πλην των διεπομένων από το άρθρο 11 Συντ. και τον ν. 4703/2020, συναθροίσεων, δεδομένου ότι η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στην οποία αυτή στηρίζεται, δεν παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς να επιβάλλουν μέτρο σχετικό με περιορισμό των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρθρου 11 του Συντάγματος. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, ότι εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι προσφεύγοντες ότι με την από 6.11.2020 ΚΥΑ ρυθμίζεται για το διάστημα από 7.11.2020 έως και 30.11.2020 σε όλη την Επικράτεια (και) το ζήτημα των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρ. 11 Συντ. (δηλαδή ότι με βάση την εν λόγω ΚΥΑ αυτές επιτρέπονται χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό, ως εξαιρούμενες από την αναστολή των λοιπών συναθροίσεων) και ότι η ΚΥΑ αυτή κατήργησε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π.. Επίσης, κρίθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δεν καταργήθηκε, ούτε σιωπηρώς ούτε ρητώς, με τις διατάξεις του ν. 4703/2020 ή του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 73/2020, οι οποίες δεν ρυθμίζουν το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η από 20.3.2020 Π.Ν.Π. κυρώθηκε - εμπροθέσμως και σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 Συντ. - με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, οι ρυθμίσεις της έχουν καταστεί ρυθμίσεις του νόμου αναδρομικώς και εφεξής ενόσω ισχύει ο νόμος αυτός και δεν ελέγχεται αν εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους εκδόθηκε η Π.Ν.Π., αν δηλαδή εξακολουθούν να συντρέχουν οι «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης», οι οποίες οδήγησαν στην έκδοσή της και η κρίση ως προς τη συνδρομή των οποίων εν πάση περιπτώσει δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. 
- Κατά την γνώμη, όμως, δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου, η πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στερείται ερείσματος και θα έπρεπε να θεωρηθεί ανίσχυρη, εφόσον η διάταξη αυτή, θεσπίζουσα περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ο οποίος δύναται να εξικνείται μέχρι και της ολοσχερούς απαγορεύσεως της ασκήσεως του δικαιώματος, καταργήθηκε διά της θέσεως σε ισχύ του ν. 4703/2020.
 
9. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η ανάγκη πρόληψης σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία συνιστά λόγο, που δικαιολογεί κατ’ αρχήν, κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με τις άλλες (προαναφερθείσες) διατάξεις του Συντάγματος και σε αρμονία και με τα άρθρα 2 και 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, οι οποίοι δύνανται να εξικνούνται έως την πλήρη απαγόρευση ορισμένων, προσδιοριζομένων κατά χρόνο, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων. Συνεπώς, απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των προσφευγόντων.
- Κατά την γνώμη, όμως, ενός Παρέδρου, η ολοσχερής εκτεινομένη σε όλη την επικράτεια, απαγόρευση των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων συνιστά αναίρεση του πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η οποία χωρεί επιτρεπτώς μόνον υπό τους όρους της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, εφόσον δεν συντρέχει, όπως εν προκειμένω, περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 του Συντάγματος. Ωστόσο, η προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η οποία προβλέπεται στο άρθρο εξηκοστό όγδοο παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. χωρεί για λόγο μη στεγαζόμενο στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος και μη δυνάμενο καθ’ ερμηνείαν να υπαχθεί ούτε στην έννοια του “σοβαρού κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια” ούτε στην “απλή σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής” (συγκεκριμένα προσδιοριζόμενης) περιοχής. Κατόπιν τούτου, πρέπει να μην τύχει εφαρμογής και η από 13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ.
 
10.  Επιπλέον, ο λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε ότι η καθολική απαγόρευση όλων των συναθροίσεων που προστατεύονται από το άρθρο 11 του Συντάγματος για τέσσερις ημέρες σε όλη την Επικράτεια είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, διότι δεν ενεργοποιείται εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής να απαγορεύσει τις συναθροίσεις σε ολόκληρη την Επικράτεια, απορρίφθηκε, προεχόντως διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι με την επίμαχη απόφαση 1029/8/18/13.11.2020 του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας απαγορεύθηκαν γενικώς και αορίστως οι πάσης φύσεως συναθροίσεις σε όλη τη χώρα, ενώ με την πράξη αυτή τέθηκαν περιορισμοί ως προς τις συγκεκριμένες συναθροίσεις που ήταν γνωστό ότι είχαν προγραμματισθεί να λάβουν χώρα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, ο οποίος, όπως είναι κοινώς γνωστό, κατά το συνήθως συμβαίνον διαρκεί επί τριήμερο. Με την θέσπιση δε των περιορισμών αυτών ως προς συγκεκριμένες, χρονικώς προσδιοριζόμενες, συναθροίσεις προδήλως δεν αποφασίσθηκε η επιτρεπόμενη μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 του Συντάγματος αναστολή της ισχύος, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 11 του Συντάγματος. Εξάλλου, εφόσον επιβλήθηκε η απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη τη χώρα για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είναι δε κοινώς γνωστό ότι συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου γίνονται σε όλες τις περιοχές της χώρας, δεν χρειαζόταν, ούτε κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος ούτε κατά την έννοια του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. να προσδιορισθούν ειδικότερα στην απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας οι περιοχές αυτές ούτε πολύ περισσότερο οι συγκεκριμένοι δημόσιοι χώροι, στους οποίους αφορούσε η θεσπιζόμενη απαγόρευση, χωρίς η παράλειψη αυτή να συνεπάγεται αναστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι μη επιτρεπόμενη κατά το Σύνταγμα.
 
11.  Απορρίφθηκαν επίσης οι προβληθέντες λόγοι περί παραβίασης του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στην οποία ερείδεται η εν προκειμένω κρίσιμη από 13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εξειδικεύθηκε διά νόμου (Π.Ν.Π. κυρωθείσης με νόμο) η παρεχόμενη από την ίδια τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος στην αστυνομική αρχή, όργανο της οποίας είναι και ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμοδιότητα όπως προβεί, υπό τις οριζόμενες στον νόμο προϋποθέσεις (μεταξύ άλλων, μετά από γνώμη εξειδικευμένης Επιτροπής ως εκ του επιστημονικού χαρακτήρα των συνεκτιμωμένων παραμέτρων), στην έκδοση αποφάσεως για την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση είτε σε ολόκληρη την Επικράτεια («γενικά») είτε σε ορισμένη μόνο περιοχή. Όπως δε έγινε δεκτό, η πρόληψη σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, όπως είναι η πανδημία, συνιστά λόγο που δικαιολογεί, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διάταξης, την επιβολή και γενικής ακόμη απαγορεύσεως σε όλη τη χώρα δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, ορισμένων κατά χρόνο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, η κυρωθείσα με νόμο διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. έχει εκδοθεί εντός των ορίων της διατάξεως του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, είναι δε σαφής και ορισμένη, εναρμονιζόμενη προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, παρέχουσα στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας την αρμοδιότητα, για όσο χρόνο διαρκεί, με βάση τα υπάρχοντα εκάστοτε επιστημονικά δεδομένα, ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία από τον συγκεκριμένο κορωνοϊό COVID-19, να λαμβάνει, μετά από γνώμη εξειδικευμένης Επιτροπής, ως εκ του επιστημονικού χαρακτήρα των συνεκτιμωμένων παραμέτρων, μέτρα περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι όχι για αόριστο χρονικό διάστημα, αλλά για ορισμένες, χρονικώς προσδιοριζόμενες, συναθροίσεις, γνωστές στην αστυνομική αρχή π.χ. είτε κατόπιν σχετικής γνωστοποιήσεως είτε διότι επαναλαμβάνονται κατ’ έτος, όπως είναι και οι συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973. Ενόψει τούτων, απορρίφθηκαν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους προσφεύγοντες και ειδικώς ο λόγος ότι παραβιάσθηκε εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ως εκ του ότι με την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δεν εξουσιοδοτήθηκε κανονιστικώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για την έκδοση σχετικού π. δ/τος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν απαιτείται έκδοση κανονιστικού διατάγματος σε κάθε περίπτωση που με διάταξη νόμου παρέχεται η εξουσιοδότηση θεσπίσεως συγκεκριμένων περιορισμών ατομικών δικαιωμάτων.
 
12.  Εξάλλου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο λόγος ότι πάσχει η εν λόγω απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας λόγω παραβάσεως ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, το μεν λόγω μη τηρήσεως της απαραίτητης διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, το δε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Εθνική Επιτροπή Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, κατά την από 4.11.2020 148η συνεδρίασή της, ενέκρινε ομοφώνως την από 4.11.2020 εισήγηση της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες, η οποία εισηγήθηκε την εφαρμογή ολικού απαγορευτικού (lockdown) σε όλη την Επικράτεια, κατά το πρότυπο των ληφθέντων εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας στις Περιφερειακές Ενότητες Θεσσαλονίκης και Σερρών, προς αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, προκειμένου να ανασχεθεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας και να βελτιωθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα, η δε εφαρμογή του ολικού απαγορευτικού (lockdown) να διαρκέσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου και να επανεξετάζονται συνεχώς τόσο οι επιδημιολογικοί δείκτες όσο και τα στατιστικά στοιχεία πληρότητας κλινών στους υγειονομικούς σχηματισμούς.  Η εν λόγω Επιτροπή, αφού στάθμισε τα επιδημιολογικά δεδομένα και τους δείκτες αντοχής του συστήματος υγείας, αναφερόμενη σε «ολικό απαγορευτικό (lockdown)», γνωμοδότησε κατ’ ουσίαν υπέρ της επιβολής σε όλη την Επικράτεια αυστηρού μέτρου κοινωνικής αποστασιοποίησης, μεταξύ άλλων, και σε εξωτερικούς χώρους, δηλαδή την αποφυγή συγκεντρώσεως μεγάλου αριθμού ατόμων και στους χώρους αυτούς. Η διατυπωθείσα κατά τη συνεδρίαση αυτή (148η της 4.11.2020) γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19 αποτελεί συννόμως για την επίμαχη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνική Αστυνομία την απαιτούμενη από την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. γνώμη. Δεν χρειαζόταν δε η ως άνω Επιτροπή να δικαιολογήσει ειδικώς γιατί θα έπρεπε να απαγορευθούν, εκτός από τις κοινές συναθροίσεις, και οι συναθροίσεις του άρθρου 11 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, η παράλειψή της να αναφερθεί ρητώς στις εν λόγω συναθροίσεις δεν έχει την έννοια ότι ως προς αυτές διαφοροποιείται η γνώμη της. Και τούτο, διότι η υπαγομένη στην έννοια της συνάθροισης του άρθρου 11 του Συντάγματος δημόσια υπαίθρια συνάθροιση διακρίνεται, βεβαίως, από νομικής απόψεως από την απλή μετακίνηση ή συγκέντρωση πολλών μαζί ατόμων σε εξωτερικό χώρο, πλην η διαφορά αυτή δεν ασκεί επιρροή από υγειονομικής απόψεως ως προς τον κίνδυνο μεταδόσεως ενός ιδιαιτέρως μολυσματικού ιού, όπως ο κορωνοϊός COVID-19. Με τα δεδομένα αυτά τηρήθηκε εν προκειμένω ο προβλεπόμενος από την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. τύπος της προηγούμενης γνωμοδοτήσεως από την ως άνω Επιτροπή για την έκδοση της αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι η ίδια γνωμοδότηση ελήφθη υπόψη και για την έκδοση της από 6.11.2020 ΚΥΑ, με την οποία θεσπίσθηκαν μέτρα κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. και, μεταξύ άλλων, ανεστάλησαν οι λοιπές συναθροίσεις με επιφύλαξη των συναθροίσεων του άρθρου 11 Συντ., ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, με την εν λόγω ΚΥΑ δεν μπορούσαν να ρυθμισθούν ζητήματα σχετικά με τις τελευταίες αυτές συναθροίσεις.
 
13.  Περαιτέρω, κρίθηκε ότι, εν προκειμένω, η επιβολή του επίμαχου μέτρου της απαγορεύσεως επί τετραήμερο συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι συνέτρεχαν εξαιρετικώς επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που αφορούσαν την προστασία της δημόσιας υγείας από τον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Ειδικότερα, (α) το εν λόγω μέτρο ελήφθη κατόπιν της από 4.11.2020 ομόφωνης γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, με την οποία προκρίθηκε η εφαρμογή ολικού απαγορευτικού (lockdown) σε όλη τη χώρα προς ανάσχεση του δευτέρου κύματος της πανδημίας και βελτίωση των επιδημιολογικών δεδομένων μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2020, αφού εκτιμήθηκαν τόσο τα επιδημιολογικά δεδομένα όσο και οι δείκτες αντοχής του συστήματος υγείας και τα ποσοστά κάλυψης κλινών ΜΕΘ και απλών κλινών COVID-19· (β) όπως προκύπτει από τις ημερήσιες εκθέσεις επιδημιολογικής επιτήρησης λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό (COVID-19), οι οποίες δημοσιεύονται καθημερινά στον οικείο ιστότοπο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, είχε σημειωθεί σημαντική επιδείνωση με μεγάλη αύξηση στους μέσους όρους των ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων, καθώς και στον αριθμό των διασωληνωμένων ασθενών, με συνέπεια και η ένταση πίεσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας έβαινε από 4.11.2020 και έως την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικού Αστυνομίας συνεχώς αυξανόμενη· (γ) στο πλαίσιο της τρέχουσας επιδημιολογικής επιβάρυνσης της χώρας είχαν ήδη ληφθεί έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού στο σύνολο της Επικράτειας από την 7.11.2020 έως και την 30.11.2020 με την από 6.11.2020 ΚΥΑ, όπως, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός των λοιπών (πλην δηλαδή εκείνων του άρθρου 11 Συντ.) συναθροίσεων πάσης φύσεως, ανεξαρτήτως εάν θα μπορούσαν να γίνουν σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, και της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων η σωματική άσκηση σε εξωτερικό χώρο «ατομικά ή έως τρία άτομα, υπό την προϋπόθεση τήρησης στην τελευταία αυτή περίπτωση της ελάχιστης απόστασης του ενάμισι (1,5) μέτρου», καθώς και η απαγόρευση της μετακινήσεως με οποιοδήποτε μέσο εκτός Περιφερειακής Ενότητας ή Περιφέρειας με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις κ.ά., τα μέτρα δε αυτά προσαρμόζονταν συνεχώς αναλόγως με τα επιδημιολογικά δεδομένα, ενώ ανεστάλη η διά ζώσης εκπαιδευτική λειτουργία των σχολικών μονάδων κάθε βαθμού με περιοριστικώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις και επιβλήθηκε μερική αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων∙ άλλωστε, 19 ημέρες πριν από τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας είχαν ματαιωθεί σε όλη τη χώρα οι πάσης φύσεως παρελάσεις που πραγματοποιούνται κατ’ έτος για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940∙ (δ) πλέον αποτελεσματικός τρόπος από τα ληφθέντα έως τότε μέτρα, μεταξύ των οποίων η αποφυγή συνωστισμού, για τον έλεγχο της εξάπλωσης της νόσου, δεν ήταν ακόμη στη διάθεση των επιστημόνων και των αρμοδίων κρατικών οργάνων. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένων υπόψη αφενός γνωστών, κατά κοινή πείρα, στην αστυνομική αρχή στοιχείων, αναγομένων στο συνήθως συμβαίνον στις συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 κατά τα προηγούμενα έτη, όταν δεν υπήρχε εξαιρετική υγειονομική ανάγκη, δηλαδή του μεγάλου αριθμού των ατόμων που, κατά τα κοινώς γνωστά, συγκεντρώνονται κατά τον εορτασμό αυτόν, της συνήθους πυκνότητας των εν λόγω συγκεντρώσεων, αλλά και των συνήθων εκδηλώσεων των συμμετεχόντων μέσω συνθημάτων, τραγουδιών, κ.λπ., και αφετέρου του τρόπου που μεταδίδεται ο συγκεκριμένος ιός (από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων που αποβάλλονται μέσω της ομιλίας και ιδιαίτερα μέσω βήχα ή πταρμού ή με άμεση ή έμμεση επαφή με εκκρίσεις του αναπνευστικού συστήματος), δεν δύναται να θεωρηθεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (Νοέμβριος 2020) η επιβολή του μέτρου της απαγορεύσεως επί τετραήμερο συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 ήταν προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας με τη μείωση του κινδύνου διαδόσεως του κορωνοϊού COVID-19, ενόψει, μάλιστα, της θετικής υποχρεώσεως του Κράτους για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας, σε συνδυασμό με τη μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, αλλά και την απορρέουσα από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από τη διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται υπό προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του. Εξάλλου, ούτε η επιβολή της ανωτέρω απαορεύσεως σε όλη τη χώρα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών (δηλαδή για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, που καλύπτει το τριήμερο, κατά το οποίο, κατά το συνήθως συμβαίνον, διαρκούν οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, καθώς και την επόμενη ημέρα, ώστε να αποτραπεί, προφανώς, το ενδεχόμενο μεταθέσεως του χρόνου πραγματοποιήσεως των συναθροίσεων), αποτελεί προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει του ότι είχε δημοσιοποιηθεί η πρόθεση και σχετική πρόσκληση ατόμων/συλλογικοτήτων/οργανώσεων/φορέων να πραγματοποιήσουν σε διάφορες περιοχές της χώρας συγκεντρώσεις/πορείες για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973. Με τα ανωτέρω δε χαρακτηριστικά η επίμαχη απαγόρευση, δηλαδή επιβληθείσα για περιορισμένο χρονικό διάστημα ως υγειονομικό μέτρο προς προστασία της δημόσιας υγείας (και όχι «για την εξυπηρέτηση άλλων στοχεύσεων», όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες) στο πλαίσιο γενικότερων περιορισμών στην ελευθερία κινήσεως των πολιτών και αναστολής διαφόρων δραστηριοτήτων, καθώς και μερικής αναστολής λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών, δεν έθιξε τον πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και δεν ανέστειλε την εφαρμογή του άρθρου 11 του Συντάγματος. Επίσης, απορρίφθηκαν και οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων με τους οποίους προβλήθηκε ότι, πριν από την επιβολή της απαγορεύσεως των επιμάχων συναθροίσεων, δεν εξετάσθηκε η λήψη ηπιότερων μέτρων, διότι, όπως προκύπτει από το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα λαμβανόμενα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 αναγκαία μέτρα, τα μέτρα της χρήσης μάσκας και αντισηπτικού, καθώς και της τήρησης αποστάσεων ή του ορισμού ανώτατου αριθμού συμμετεχόντων σε διάφορες δραστηριότητες συνιστούν παράλληλα προβλεπόμενα μέτρα γενικής εφαρμογής, τα οποία ο νομοθέτης έχει κρίνει ότι, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, μπορεί να μην είναι από μόνα τους επαρκή για τον περιορισμό της διάδοσης του ιού, οπότε πρέπει να συνδυάζονται με δέσμη μέτρων αποκλεισμού ή περιορισμού των δραστηριοτήτων σε διάφορους χώρους όχι μόνον κλειστούς, αλλά και ανοικτούς, τα μέτρα δε αυτά αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τα υφιστάμενα εκάστοτε επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Ενόψει τούτου και εφόσον κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα η αρμόδια Επιτροπή είχε εισηγηθεί, μετά από εκτίμηση των επιδημιολογικών δεδομένων και των δεικτών αντοχής του συστήματος υγείας, την εφαρμογή ολικού απαγορευτικού σε όλη την επικράτεια και με την από 6.11.2020 ΚΥΑ είχε επιβληθεί σειρά έκτακτων μέτρων προστασίας έναντι του κορωνοϊού, ίδιων για όλες τις περιοχές της χώρας, είχαν δε ανασταλεί οι λοιπές συναθροίσεις, τα μέτρα που επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν παρίστανται εξ ίσου πρόσφορα για την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η ορθή και καθολική εφαρμογή των μέτρων αυτών δεν μπορεί να ληφθεί ως δεδομένη ούτε να εξασφαλισθεί με την επιβολή τους από αστυνομικά όργανα. Εξάλλου, εφόσον η αρμόδια Επιτροπή είχε εισηγηθεί την εφαρμογή ολικού απαγορευτικού σε όλη την επικράτεια, με την ανωτέρω δε από 6.11.2020 ΚΥΑ είχαν επιβληθεί τα ίδια έκτακτα περιοριστικά μέτρα σε όλες τις περιοχές της χώρας, δεν ήταν υποχρεωμένος ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας να εξετάσει, προκειμένου να επιβάλει την επίμαχη απαγόρευση, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής ή και κάθε πόλεως. Τέλος, απορρίφθηκε και ο λόγος ότι δεν συμβιβάζεται η απαγόρευση των συναθροίσεων με το γεγονός ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα επιτρεπόταν η λειτουργία των λαϊκών αγορών, στις οποίες, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, οι καταναλωτές συνωστίζονται περισσότερο απ’ ότι οι διαδηλωτές σε μια ελεγχόμενη συνάθροιση. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ότι ανάγεται στην ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη ο καθορισμός των εξαιρέσεων από τον θεσπιζόμενο με το άρ. 3 παρ. 1 της από 6.11.2020 ΚΥΑ περιορισμό κυκλοφορίας, εν πάση περιπτώσει η εξακολούθηση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών κατά το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ημερών, κατά το οποίο διήρκεσε η επίμαχη απαγόρευση, δεν καθιστά το μέτρο της απαγορεύσεως των συναθροίσεων δυσανάλογο ούτε παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού η λειτουργία των λαϊκών αγορών εξυπηρετεί μια ζωτική ανάγκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού που είναι η προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για την οποία επιτρεπόταν η μετακίνηση με βάση την ως άνω ΚΥΑ. Άλλωστε, ως προς τις λαϊκές αγορές είχαν θεσπισθεί σχετικοί περιορισμοί χώρου και αποστάσεων, η διασφάλιση της τηρήσεως των οποίων δεν εμφανίζει, κατά κοινή πείρα, ως εκ της φύσεως της δραστηριότητας και των επιβληθέντων μέτρων, την δυσκολία που θα εμφάνιζε η διασφάλιση της τηρήσεως περιορισμών ως προς τον καταλαμβανόμενο χώρο και την απόσταση των συμμετεχόντων σε περίπτωση δημόσιας υπαίθριας συναθροίσεως.  Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι περί αντιθέσεως της κρίσιμης ρυθμίσεως στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και οι συναφείς ισχυρισμοί.
- Επί του ζητήματος αυτού μειοψήφησε μία Σύμβουλος, κατά τη γνώμη της οποίας, ενόψει του συμβολικού χαρακτήρα της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, καθώς και της κεφαλαιώδους σημασίας της άσκησης του κατά το άρθρο 11 του Συντάγματος δικαιώματος του συνέρχεσθαι για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η επιβληθείσα απαγόρευση συναθροίσεων υπερβαίνει, ενόψει, κυρίως του εξαιρετικά μικρού αριθμού των δυναμένων να συναθροιστούν νομίμως πολιτών, αλλά και της τοπικής έκτασης εφαρμογής και της χρονικής της διάρκειας, τα επιβαλλόμενα από την αρχή της αναλογικότητας όρια στην θέσπιση περιορισμών επί της άσκησης του εν λόγω συνταγματικού δικαιώματος, καθόσον μάλιστα δεν προκύπτει ότι εξετάσθηκε η δυνατότητα επιβολής ηπιοτέρων περιορισμών στην άσκηση αυτού προς αποφυγή του συνωστισμού και προστασία της δημόσιας υγείας.
- Επίσης, επί του ίδιου ζητήματος μειοψήφησε και δεύτερη Σύμβουλος, κατά τη γνώμη της οποίας οι ένδικες συναθροίσεις συνιστούσαν, πραγματικά και συμβολικά, ουσιώδες μέρος των εκδηλώσεων μνήμης για την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της 17.11.1973, ως εναύσματος ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος και της επαναφοράς της Δημοκρατίας στην χώρα. Οι εκδηλώσεις αυτές, με την σταθερή κατ’ έτος επανάληψή τους, τη διατήρηση στην συλλογική μνήμη ιστορικών γεγονότων μεγάλης σημασίας για την εμπέδωση της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμελίου του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 1 του Συντάγματος) και έχοντας, άλλωστε, γι’ αυτό θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία ως αντικείμενο εκπαιδευτικής αργίας, προσδίδουν στις σχετικές συναθροίσεις, πέραν της γενικής προστασίας τους κατά το άρθρο 11 Συντ., ιδιαίτερο συνταγματικό ενδιαφέρον. Για την λήψη, όμως, της επίδικης απαγορευτικής απόφασης, πέραν της όλως γενικής και ασύνδετης με το συγκεκριμένο θέμα, επίκλησης των γενικών κινδύνων από την πανδημία, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ελήφθη πράγματι υπόψη και συνεκτιμήθηκε για την επιλογή του ακραία περιοριστικού μέτρου της κατ’ ουσίαν απαγόρευσης των συγκεκριμένων συναθροίσεων ούτε η φύση τους ως χαρακτηριστική έκφανση του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ούτε βέβαια η πρόσθετη συνταγματική τους σημασία. Η επίκληση μόνον της πανδημίας και των γενικών μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπισή της τη δεδομένη στιγμή δεν αρκεί. Γιατί, ελλείψει σχετικής ειδικής εκτιμήσεως, πρωτογενούς δε από τα αρμόδια διοικητικά όργανα, είναι αδύνατον να κριθεί το πρώτον από το Δικαστήριο εάν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και, ειδικότερα, αν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί το αυτό τουλάχιστον επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και ασφάλειας με ηπιότερα μέσα, και, συνακόλουθα, με λιγότερο περιορισμό των λοιπών, κατά τα ανωτέρω, συνταγματικών δικαιωμάτων. Όπως, π.χ. με μικρή αντιπροσωπευτική συμμετοχή και αυστηρή τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Υπό τα δεδομένα αυτά συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, είναι βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβιάσεως εν προκειμένω της αρχής της αναλογικότητας και οι προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες ερείδονται στην απόφαση περί απαγορεύσεως των εν λόγω συναθροίσεων, θα έπρεπε να ακυρωθούν.
 
14.  Ακολούθως, κρίθηκε ότι η πρόβλεψη επιβολής κυρώσεως, όπως είναι το διοικητικό πρόστιμο, σε περίπτωση παραβιάσεως μέτρων περιοριστικών του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, που έχουν ληφθεί για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, στο πλαίσιο, μάλιστα, μέτρων περιορισμού του δικαιώματος ελεύθερης κινήσεως των πολιτών, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 11 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, με την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δίδεται ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση στον Αρχηγό της ΕΛΑΣ για την κανονιστική πρόβλεψη διοικητικών (μόνο) προστίμων σε περίπτωση παραβιάσεως επιβαλλομένου από αυτόν περιοριστικού μέτρου στην πραγματοποίηση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, σε εναρμόνιση με την πρόβλεψη της επιβολής τέτοιας φύσεως προστίμων με την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου της Π.Ν.Π. σε περίπτωση παραβιάσεως επιβαλλομένων, για τον ίδιο σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, άλλων έκτακτων μέτρων. Άλλωστε, η πρόβλεψη της επιβολής προστίμου σε περίπτωση παραβιάσεως τυχόν επιβαλλομένων περιοριστικών μέτρων στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι προς προστασία της δημόσιας υγείας αποβλέπει στην, κατά το δυνατόν, διασφάλιση ότι τα μέτρα αυτά θα τηρηθούν, ώστε η σχετική ρύθμιση να μη μείνει κενό γράμμα. Η πρόβλεψη δε της δυνατότητας διάλυσης τυχόν, παρά τη σχετική απαγόρευση, πραγματοποιηθείσης συναθροίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξ ίσου αποτελεσματικό εναλλακτικό μέσο για τη διασφάλιση του επιδιωκόμενου με την απαγόρευση σκοπού, της προστασίας δηλαδή της δημόσιας υγείας με τον περιορισμό της κινητικότητας και τη μείωση του συγχρωτισμού και συνωστισμού, διότι με την πραγματοποίηση της συναθροίσεως έχει ήδη επέλθει ο κίνδυνος διακινδύνευσης της υγείας των πολιτών, προς αποτροπή του οποίου επιβλήθηκε η απαγόρευση και ο οποίος, μάλιστα, μπορεί να επιταθεί με την προσπάθεια των αρμοδίων οργάνων να διαλύσουν τη συνάθροιση. Εν προκειμένω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με την απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας προβλέφθηκε η επιβολή διοικητικού προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παραβιάσεως της αποφασισθείσης με αυτήν απαγορεύσεως των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων. Η επιβολή του εν λόγω προστίμου, ως έννομη συνέπεια της μη συμμορφώσεως προς την θεσπισθείσα απαγόρευση, ενόψει και του ύψους του προστίμου, δεν είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Άλλωστε, το επίμαχο πρόστιμο είναι του αυτού ύψους με εκείνο που προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 3 της από 6.11.2020 ΚΥΑ, σε περίπτωση παραβιάσεως του περιορισμού κυκλοφορίας, αλλά ευρίσκεται και εντός των ορίων που έχουν τεθεί με το άρθρο τεσσαρακοστό τέταρτο παρ. 4 της κυρωθείσης με το άρθρο 2 του ν. 4690/2020 (και εντασσόμενης στο αυτό νομοθετικό πλαίσιο με την εξουσιοδοτική διάταξη της από 20.3.2020 Π.Ν.Π.) από 1.5.2020 Π.Ν.Π. και δεν απέχει πολύ από το κατώτατο προβλεπόμενο με τη διάταξη αυτή όριο των 150 ευρώ. Πέραν δε τούτων, εφόσον με την απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ απαγορεύθηκε η πραγματοποίηση των συγκεκριμένων συναθροίσεων για το χρονικό διάστημα από 15-18 Νοεμβρίου 2020, η συμμετοχή στις οποίες, αν επιτρεπόταν, θα αποτελούσε εξαίρεση από τον ισχύοντα, με βάση την ως άνω από 6.11.2020 ΚΥΑ, γενικό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, η μετακίνηση για τη συμμετοχή στις συγκεκριμένες αυτές συναθροίσεις και η συμμετοχή σε αυτές συνιστά πλέον παραβίαση του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας, η οποία επισύρει το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 παρ. 3 της εν λόγω από 6.11.2020 ΚΥΑ διοικητικό πρόστιμο των 300 ευρώ. Κατόπιν τούτων, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι προβληθέντες λόγοι περί παραβιάσεως του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος (ως προς την έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης για την επιβολή κυρώσεων και το περιεχόμενό τους) και περί αντιθέσεως στο άρθρο 11 του Συντάγματος, το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας.
 
15. Ενόψει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι, ως προς τα μείζονος σημασίας ζητήματα για τα οποία εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η κρινόμενη προσφυγή, προσήκει η απάντηση ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της κυρωθείσης με τον ν. 4683/2020 από 20.3.2020 Π.Ν.Π. εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον ν. 4703/2020 και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν π.δ. 74/2020, δεν αντίκειται δε στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ούτε σε άλλη συνταγματική διάταξη και ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ούτε σε διάταξη νόμου η υπ’ αριθ. 1029/8/18/13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να παραπέμψει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, αλλά ότι πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει περαιτέρω. Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες παραπονούνται για την νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, προβάλλοντας το μεν ότι δεν παραβίασαν την από 13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ, καθώς την 17.11.2020 κυκλοφορούσαν νομίμως με σχετικές βεβαιώσεις μετακινήσεως κατά το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, το δε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις (πράξεις επιβολής προστίμου και απορρίψεις των κατ’ αυτών προσφυγών) είναι προδήλως αναιτιολόγητες, άλλως πλημμελώς αιτιολογημένες. Ο λόγος, όμως, αυτός της προσφυγής, με τον οποίο αμφισβητείται πράγματι η συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων για την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Και τούτο διότι ναι μεν οι εν λόγω προσφεύγοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 3 παρ. 3 και 5 της από 20.3.2020 ΚΥΑ σχετικές βεβαιώσεις μετακινήσεως κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 17.11.2020, στις οποίες ως λόγοι αναφέρονται επιτρεπτές περιπτώσεις μετακινήσεως, πλην, όμως, στο δικόγραφο της προσφυγής τους συνομολογούν ότι συμμετείχαν σε απαγορευθείσα με την απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας συγκέντρωση για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, υποστηρίζοντας στα αστυνομικά όργανα που τους επέβαλαν τα σχετικά πρόστιμα ότι ασκούσαν το νόμιμο δικαίωμά τους στην συνάθροιση.  Με τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες έφεραν μαζί τους και επέδειξαν στα διενεργήσαντα τον σχετικό έλεγχο αρμόδια όργανα βεβαίωση – η οποία, κατά τις οικείες διατάξεις, επέχει θέση υπεύθυνης δηλώσεως – ότι μετακινούντο για κάποιον από τους λόγους για τους οποίους επιτρεπόταν, κατ’ εξαίρεση, η μετακίνηση κατά τον χρόνο εκείνο [π.χ. για λόγους εργασίας, για ατομική σωματική άσκηση], δεν ασκεί καμία επιρροή και δεν καθιστά μη νόμιμες τις πράξεις επιβολής εις βάρος τους του ένδικου προστίμου, εφόσον εν πάση περιπτώσει, όπως συνάγεται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνα που προσκόμισαν οι ίδιοι οι προσφεύγοντες) ότι διαπιστώθηκε από τα αρμόδια όργανα, αλλά συνομολογούν και ρητώς και οι ίδιοι, δεν μετακινούντο πράγματι για τον λόγο που αναφερόταν στις εν λόγω βεβαιώσεις, δηλαδή για κάποιον από τους λόγους, με τη συνδρομή των οποίων επιτρεπόταν κατά το άρθρο 3 παρ. 2 της από 6.11.2020 ΚΥΑ η κυκλοφορία, κατ’ εξαίρεση της επιβληθείσης με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου της αυτής ΚΥΑ σχετικής απαγορεύσεως, αλλά συμμετείχαν σε συνάθροιση (περισσοτέρων των τεσσάρων ατόμων), στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που είχε απαγορευθεί με απόφαση, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είχε εκδοθεί νομίμως. Με τα δεδομένα αυτά δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα επιβολής του προστίμου το αν αναγράφεται στις σχετικές πράξεις η επίμαχη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ή αν αναφέρεται σε αυτές ότι διαπιστώθηκε παράβαση «περιορισμού κυκλοφορίας» ή αν δίδεται ειδικότερη απάντηση σε προβληθέντες με τις αντιρρήσεις των προσφευγόντων ισχυρισμούς ή αν πράξεις που εκδόθηκαν επί αντιρρήσεων έχουν τυπικές πλημμέλειες, διότι, εφόσον η συνάθροιση, στην οποία αυτοί αποδέχονται ότι συμμετείχαν, είχε απαγορευθεί, οι βεβαιώσεις δε που επέδειξαν στα διενεργήσαντα τον έλεγχο όργανα ανέφεραν λόγους μετακινήσεως που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, δεν συνέτρεχε περίπτωση επιτρεπόμενης κυκλοφορίας κατ’ εξαίρεση της επιβληθείσης με την από 6.11.2020 ΚΥΑ σχετικής απαγορεύσεως.