Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Γνωστοποίηση απόφασης ΣτΕ Α΄ 7μ. 2194/2023.

 ΣτΕ Α΄ 7μ. 2194/2023 

 Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος  

 Εισηγήτρια: Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος 

 I. Κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρ. 113  ΚΔΔ νομιμοποιείται να παρέμβει προσθέτως σε εκκρεμή ουσιαστική δίκη για να υποστηρίξει ορισμένο διάδικο το πρόσωπο για το οποίο η θετική  υπέρ του διαδίκου αυτού έκβαση της δίκης συνεπάγεται άμεσα ευνοϊκές έννομες συνέπειες σε συγκεκριμένα δικαιώματα ή υποχρεώσεις του προσώπου που παρεμβαίνει. Συνεπώς, προκειμένου περί σωματείου, μόνο το υπαγορευόμενο από τους καταστατικούς σκοπούς του ενδιαφέρον για την υπόθεση ή τα συμφέροντα των μελών του δεν αρκεί, καταρχήν, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των τελευταίων. Ειδικώς όμως στο πλαίσιο της κατ’ άρθρ. 1 του ν. 3900/2010 πιλοτικής δίκης, στην οποία τίθενται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, παραδεκτώς ασκείται η κατ’ άρθρ. 113 του ΚΔΔ πρόσθετη παρέμβαση από σωματείο προς υποστήριξη αγωγής μελών του, με την οποία εγείρονται αξιώσεις συνδεόμενες με ασφαλιστικά δικαιώματά τους, εφόσον το παρεμβαίνον σωματείο έχει ως σκοπό την προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων. Συνεπώς, το σωματείο που έχει ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στην παρούσα πιλοτική δίκη χωρίς να ισχυρίζεται ούτε να αποδεικνύει ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας δίκη, στην οποία τίθεται ένα ή περισσότερα από τα ζητήματα της παρούσας δίκης κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 1 του ν. 3900/2010, παραδεκτώς παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ  των εναγόντων  μελών του κατ’ επίκληση του καταστατικού σκοπού του, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών του.

 

II. Από τα άρθρ. 1, 2 και 3 του Καταστατικού του αλληλοβοηθητικού σωματείου με την επωνυμία Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (ΤΥΠΑΤΕ), 1, 4, 5, 6, 9 και 11 του Κανονισμού με τον οποίο συνεστήθη ο Ειδικός Λογαριασμός Βοηθημάτων Μελών του ΤΥΠΑΤΕ, 1, 8, 10 και 17 του Κανονισμού με τον οποίο συνεστήθη ο Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών (ΕΛΕΜ) του ΤΥΠΑΤΕ, 25 και 27 του Καταστατικού του νπδδ με την επωνυμία Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας (ΤΣΠ-ΑΤΕ) και 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρ. 12 του ν. 1405/1983, 10 ν. 1902/1990 και 2 παρ. 4 του ν. 2084/1992, συνάγεται ότι ο ΕΛΕΜ λειτουργεί ως φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, με βάση το διανεμητικό σύστημα και καθ’ υποκατάσταση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) και εν συνεχεία του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), αντιμετωπιζόμενος από τον νομοθέτη ως ομόλογος προς τους δημόσιους ασφαλιστικούς φορείς. Περαιτέρω, από τα άρθρα  58 παρ. 1 του ν. 3371/2005 και 38 παρ. 2 του ν. 3522/2006 συνάγεται ότι οι ασφαλισμένοι του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ, οι οποίοι είχαν προσληφθεί σε πιστωτικό ίδρυμα μέχρι 31.12.2004, καθώς και οι  συνταξιούχοι του πιο πάνω Ταμείου κατέστησαν από την 1η.1.2007 ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι, αντιστοίχως, του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι δε υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τους επικουρικούς ασφαλιστικούς φορείς των υπαλλήλων τους μετατράπηκαν από υποχρεώσεις προς κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών αυτών φορέων σε υποχρεώσεις προς καταβολή εισφορών στους εν λόγω φορείς, είτε ως ποσοστό επί των αποδοχών είτε ως εφάπαξ ποσό καταβαλλόμενο σε δόσεις, το ύψος των οποίων καθορίστηκε κατόπιν ειδικής οικονομικής μελέτης. Σύμφωνα με τα άρθρα 61 του ν. 3371/2005 και 3 του π.δ. 209/2006, οι πρώην ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΤΥΠΑΤΕ - ΕΛΕΜ, μετά την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ, συνέχισαν να διέπονται από τις διατάξεις του Κανονισμού του ΕΛΕΜ, που ίσχυαν κατά τον χρόνο της υπαγωγής τους στο ΕΤΑΤ, και δικαιούνταν επικουρική σύνταξη με βάση τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό αυτό προϋποθέσεις, το δε ΕΤΑΤ, ως ιδιόμορφος δημόσιος φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ανέλαβε τη διεκπεραίωση των ασφαλιστικών υποθέσεων των προσώπων αυτών, εισπράττοντας τις εισφορές και καταβάλλοντας τις παροχές, που προβλέπονταν κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή των καταστατικών διατάξεων του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ. Ακολούθως, σύμφωνα με τα άρθρ. 47 παρ. 1 του ν. 4052/2012 και 84 παρ. 1 και 2 του ν. 4387/2016 και με δεδομένη τη μη κατάρτιση των προβλεπόμενων στις διατάξεις αυτές Κανονισμών Ασφάλισης και Παροχών του ΕΤΕΑ και του ΕΤΕΑΕΠ, αντιστοίχως, τα άρθρα 10, 15 και 17  του Κανονισμού ΕΛΕΜ, με τα οποία ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την καταβολή της επικούρησης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ που κατέστησαν ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΕΤΕΑ και στη συνέχεια του ΕΤΕΑΕΠ, συνέχισαν να διέπουν τα πρόσωπα αυτά.

 III. Από τη φραστική διατύπωση του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, το οποίο αναφέρεται μόνο στον χρόνο της (οικονομικής) επιβάρυνσης του ειδικού λογαριασμού και όχι στην «απώλεια» ή την «λήξη» του δικαιώματος των συνταξιούχων στην επικούρηση και το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ,  συνάγεται ότι με το άρθρο 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ δεν θεσπίζεται επικουρική σύνταξη περιορισμένης διάρκειας που ισούται με τη χρονική διάρκεια καταβολής εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου προς τον ΕΛΕΜ, αλλά ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της χρηματοδότησης της συνταξιοδοτικής παροχής που χορηγούνταν στα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΕΛΕΜ πρόσωπα, με κατανομή της συνταξιοδοτικής δαπάνης των προσώπων αυτών μεταξύ, αφενός, του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ΕΛΕΜ που συσσωρευόταν από τις εισφορές εργοδότη (ΑΤΕ) και εργαζομένων και τους λοιπούς πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Κανονισμού και, αφετέρου, της αυτοτελούς χρηματοδότησης της ΑΤΕ, η οποία καταβαλλόταν κατ’ ουσίαν ως πρόσθετη εν ευρεία εννοία εργοδοτική εισφορά, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση της καταβολής της συνταξιοδοτικής παροχής του ΕΛΕΜ καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιζόμενου κινδύνου, σύμφωνα άλλωστε και με το άρθρο 26 της υπ’ αριθμ. 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, κυρωθείσας με τον ν. 3251/1955. Εξάλλου, η κατάργηση του Οργανισμού της ΑΤΕ με το άρθρ. 29 παρ. 2 του μεταγενέστερου ν. 4141/2013 δεν ασκεί επιρροή στο κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, στο οποίο έχει ενσωματωθεί το περιεχόμενο του άρθρου 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ,  όπως  είχε κατά τον χρόνο της παραπομπής, και το οποίο, έχοντας αυτοτελή ύπαρξη, παραμένει αμετάβλητο. Συνεπώς, το εναγόμενο παρανόμως έπαυσε να τους καταβάλει επικουρική σύνταξη, κατ’  επίκληση του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, το οποίο έχοντας την προεκτεθείσα έννοια δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη.

 

 

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Γνωστοποίηση της απόφασης 2434/2023 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας: Πιλοτική δίκη - Ένδικο βοήθημα κατά της βεβαίωσης απαιτήσεων του Δημοσίου μετά την κατάπτωση εγγύησής του - Ιδιωτική διαφορά.

ΣτΕ Δ΄ 7μ 2434/2023

Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Ιωάννης Παπαγιάννης, Πάρεδρος

 

Πιλοτική δίκη - Ένδικο βοήθημα κατά της βεβαίωσης απαιτήσεων του Δημοσίου μετά την κατάπτωση εγγύησής του - Ιδιωτική διαφορά.

 

 

1) Με την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου (κατά τον ν. 2322/1995), η οποία έχει σκοπό την εξασφάλιση δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις, γεννάται παρεπόμενη ενοχή, η φύση της οποίας καθορίζεται βάσει της κύριας έννομης σχέσης του δανείου.

 

2) Εφ' όσον η σχέση του δανείου διέπεται καθ' ολοκληρίαν από το ιδιωτικό δίκαιο, την ίδια φύση έχει και κάθε απαίτηση απορρέουσα από την παρεπόμενη σχέση της εγγύησης, όπως οι εξ αναγωγής απαιτήσεις του Δημοσίου, το οποίο υπεισέρχεται μετά την κατάπτωση της εγγύησης στη θέση του δανειστή, κατά του πρωτοφειλέτη και των τυχόν συνεγγυητών του.

 

3) Η φύση των δικαστικών διαφορών που ανακύπτουν στο πλαίσιο κάθε έννομης σχέσης που χαρακτηρίζεται ως «εγγύηση» εξαρτάται αποκλειστικά από τη φύση της κύριας έννομης σχέσης, την οποία εξασφαλίζει η εγγύηση, και όχι από τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει η χορήγηση της εγγύησης. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εγγύηση χορηγήθηκε ως μορφή κρατικής ενίσχυσης προς επιχειρήσεις δεν ασκεί επιρροή σε σχέση με τη φύση της διαφοράς.

 

4) Επομένως η διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

 

5) Αρμόδια δικαστήρια για την υποβολή τυχόν προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τα έχοντα αρμοδιότητα για την εκδίκαση της διαφοράς στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους. Προδικαστικό ερώτημα, την υποβολή του οποίου ζήτησαν οι διάδικοι, από δικαστήριο στερούμενο δικαιοδοσίας θα ήταν προδήλως υποθετικής φύσεως σε σχέση με την έκβαση της δίκης.

 

6) Επιλύει το τεθέν ζήτημα δικαιοδοσίας υπέρ των πολιτικών δικαστηρίων και απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο βοήθημα.

 

Γνωστοποίηση της απόφασης του ΣτΕ Ολ 2325/2023: Ζητήματα ν. 4412/2016: (Α) Το ΕΕΕΣ λειτουργεί ως προκαταρκτική μόνο απόδειξη και όχι ως οριστική απόδειξη. (Β) Aποδεικτικά μέσα συμμόρφωσης με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας - Πιστοποιητικά σύμφωνα με κανονισμό 765/2008.

 ΣτΕ 2325/2023 Ολομ

Πρόεδρος: Ευ. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας

 

Επιλύονται ζητήματα του νόμου 4412/2016, κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010: (Α) Το ΕΕΕΣ λειτουργεί στο στάδιο υποβολής της προσφοράς ως προκαταρκτική μόνο απόδειξη και όχι ως οριστική απόδειξη. (Β) Οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να προσκομίζουν, ως αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της συμμόρφωσής τους με τα απαιτούμενα πρότυπα-συστήματα διασφάλισης ποιότητας, πιστοποιητικά εκδιδόμενα από φορείς διαπιστευμένους σύμφωνα με τον κανονισμό 765/2008. 

 (Α) Κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2014/24 και του ν. 4412/2016: Ο έλεγχος της συνδρομής ή μη λόγων αποκλεισμού και της πλήρωσης των προϋποθέσεων συμμετοχής των διαγωνιζομένων λαμβάνει χώρα σε τρία χρονικά στάδια της διαγωνιστικής διαδικασίας: (α) κατά τον χρόνο υποβολής των προσφορών, ως προς όλους τους διαγωνιζόμενους οικονομικούς φορείς με τον έλεγχο  του ΕΕΕΣ που έχουν υποβάλει, (β) κατά την ανακήρυξη του προσωρινού αναδόχου, μόνο ως προς τον προσφέροντα στον οποίο πρόκειται να γίνει η κατακύρωση [τον προσωρινό ανάδοχο] με τον έλεγχο των δικαιολογητικών που αποδεικνύουν την μη συνδρομή λόγων αποκλεισμού και την πλήρωση των κριτηρίων επιλογής, τόσο στο αρχικό στάδιο υποβολής της προσφοράς του όσο και κατά τον μεταγενέστερο χρόνο της ανακήρυξης αυτού σε προσωρινό ανάδοχο, και (γ) κατά την κατακύρωση και τη σύναψη της σύμβασης μόνο ως προς τον οριστικό ανάδοχο. Το ΕΕΕΣ και τα έγγραφα και πιστοποιητικά εν γένει, με βάση τα οποία πραγματοποιείται ο έλεγχος, έχουν ως περίοδο αναφοράς τα ανωτέρω χρονικά σημεία, προκειμένου οι αναθέτουσες αρχές να διαθέτουν επικαιροποιημένη πληροφόρηση. Συνακόλουθα, ως προς τους λόγους αποκλεισμού και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία, ο προσωρινός ανάδοχος, κατόπιν της πρόσκλησης που του απευθύνεται σύμφωνα με το άρθρο 103 του ν. 4412/2016, πρέπει να προσκομίσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 του ν. 4412/2016 αποδεικτικά μέσα, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις τόσο κατά το χρονικό σημείο υποβολής της προσφοράς όσο και κατά τον χρόνο ανάδειξης αυτού σε προσωρινό ανάδοχο. Το ΕΕΕΣ λειτουργεί στο στάδιο υποβολής της προσφοράς ως προκαταρκτική μόνο απόδειξη προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη. Ο διαγωνιζόμενος όμως που ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος έχει υποχρέωση να προσκομίσει, στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο, αποδεικτικά στοιχεία για την συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων, τα οποία ανάγονται αφενός στον χρόνο υποβολής της προσφοράς του και αφετέρου στον χρόνο ανακήρυξής του σε προσωρινό ανάδοχο.

 Κατά τις διατάξεις των άρθρων 284 και 309 του ν. 4412/2016: Στους αναθέτοντες φορείς παρέχεται η δυνατότητα να απαιτούν από τους διαγωνιζόμενους οικονομικούς φορείς την υποβολή πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ως αποδεικτικό μέσο για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων και των προσφερομένων εκ μέρους τους υπηρεσιών προς τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τα κριτήρια ανάθεσης της διακήρυξης ή τους όρους εκτέλεσης της υπό ανάθεση σύμβασης. Προς διασφάλιση του αναγκαίου βαθμού αξιοπιστίας και διαφάνειας της λειτουργίας τους, οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκδίδουν τα πιστοποιητικά αυτά απαιτείται να είναι διαπιστευμένοι [βλ. άρθρα 284 παρ. 1 και 309 παρ. 1 ν. 4412/2016 και τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας]· κατά τους ρητούς δε ορισμούς του άρθρου 284 του ν. 4412/2016, ο οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης πρέπει να είναι διαπιστευμένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 765/2008. Όταν ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης ζητά διαπίστευση, την ζητά, κατ’ αρχήν, από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης του κράτους-μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αξιολόγησης, υπό την επιφύλαξη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 7 του κανονισμού για τη “διασυνοριακή διαπίστευση”, και δεν επιτρέπεται ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λάβει διαπίστευση από εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος οργανισμό, προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητά του στο έδαφος της Ένωσης, ακόμη και όταν ο οργανισμός διαπίστευσης του τρίτου κράτους διαθέτει πιστοποίηση περί του ότι πληροί τα διεθνή πρότυπα για την άσκηση της δραστηριότητας διαπίστευσης και έχει προβεί σε σύναψη συμφωνιών περί αμοιβαίας αναγνώρισης στο πλαίσιο διεθνών φορέων οι οποίοι έχουν τον χαρακτήρα ένωσης προσώπων. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις για τη διαπίστευση ισχύουν, για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, και για τους οργανισμούς οι οποίοι εκδίδουν πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τη συμμόρφωση των διαγωνιζόμενων οικονομικών φορέων με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 309 του ν. 4412/2016 το οποίο απαιτεί πιστοποίηση από διαπιστευμένους οργανισμούς, καίτοι το άρθρο αυτό δεν παραπέμπει ρητώς στον κανονισμό 765/2008. Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να προσκομίζουν, ως αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της συμμόρφωσής τους με τα απαιτούμενα πρότυπα-συστήματα διασφάλισης ποιότητας, πιστοποιητικά εκδιδόμενα από φορείς διαπιστευμένους σύμφωνα με τον κανονισμό 765/2008. 

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Γνωστοποίηση δημοσίευσης αποφάσεων

 

Σας γνωστοποιούμε τη δημοσίευση των αποφάσεων 2231/2023 και 2232/2023 του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ύστερα από προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213), με τις 35/2023 και 36/2023 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (σχετ. η από 28-3-2023 πράξη του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας).

 

 

 

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης απόφασης

Σας γνωστοποιούμε τη δημοσίευση της απόφασης 2037/2023 του A’ Τμήματος του ΣτΕ, στο πλαίσιο «δίκης-πιλότου», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’213)



Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Γνωστοποίηση

 

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η   Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α             Αθήνα, 7 Δεκεμβρίου 2023

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

 

 

Γ Ν Ω Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η

 

 

          Σας ενημερώνουμε ότι η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (σε Συμβούλιο) θα συνεδριάσει τη 12η Δεκεμβρίου 2023, ημέρα Τρίτη και ώρα 14:00, με μοναδικό θέμα την προσφυγή της Αικατερίνης Σπανού, Πρωτοδίκη του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της υπ’ αριθμ. 26/2023 απόφασης του Α.Δ.Σ.Δ.Δ.

 

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ (Α.Δ.Σ.Δ.Δ. 29ης Νοεμβρίου 2023)

 

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η   Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α                                             Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 2023

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2023, αποφάσισε τα εξής:

Α. Διορίζεται σε θέση Αντεπιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων η Πρόεδρος Εφετών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ευαγγελία Καραμπά.

Β. Προάγεται ο Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων Δημήτριος Σπηλιώτης στον βαθμό του Προέδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων και τοποθετείται στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης.

 

Γ. Προάγονται οι παρακάτω Πρόεδροι Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων στον βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και τοποθετούνται:

1. Κωνσταντίνος Μοτζάκης στο Διοικητικό Εφετείο Χανίων και

2. Ανδρέας Σιγούρος στο Διοικητικό Εφετείο Τρίπολης

 

Δ. Μετατίθεται η Πρόεδρος Πρωτοδικών Κωνσταντία Αλατζογιάννη από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κομοτηνής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.

 

Ε. Προάγονται οι παρακάτω Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων στον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και τοποθετούνται:

1. Βασίλειος Χατζημηνιάδης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κομοτηνής

2. Ελένη Ηλιού στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και

3. Βασίλειος Μανιατόπουλος στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων.

 

ΣΤ. Προάγεται η Πάρεδρος Διοικητικών Δικαστηρίων Μαρία-Αναστασία Τσάγγα σε θέση Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και τοποθετείται στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

 

Ζ. Ορίζονται οι δικαστικοί λειτουργοί των Διοικητικών Δικαστηρίων που θα συμμετέχουν στον κατάλογο Διαιτητών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών για το χρονικό διάστημα 1/1/2024 έως 31/12/2025:

Οι Πρόεδροι Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων

1)      Δημήτριος Ράικος

2)      Ασινούλα Κλιβανιώτου

3)      Αθανάσιος Ασημακόπουλος

4)      Δήμητρα Κουφοζαφείρη

Οι Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων

1)      Αλεξάνδρα Μπαρλά

2)      Διονυσία Παληογιάννη

3)      Ελένη Ποδόλη

4)      Αικατερίνη Σεραφείμη

Οι Πρόεδροι Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων

1)      Ευτυχία Γαβριηλίδου

2)      Μαρία-Σοφία Ασκερίδου

3)      Ελένη Αυγούστη

4)      Χρυσούλα Ανδρεάδη

Οι Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων

1)      Αλεξάνδρα Χατζηθεοδώρου

2)      Μαρία-Ασπασία Σίμου

3)      Δήμητρα Μαλαγάρη

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ανάγκη απόσπασης ενός (1) μόνιμου δικαστικού υπαλλήλου του κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίων στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας

 

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

                        

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η   Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α                                 Αθήνα,   27  Νοεμβρίου  2023

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ                          Αριθ. Πρωτ.: 4437

ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Ταχ.   Δ/νση          :  Λ. Ριανκούρ  85                                             ΠΡΟΣ:

              Τ.Κ.115 24     Αθήνα                                             Τους Προϊσταμένους Διεύθυνσης

Τηλέφωνο             :  210-69.62.371                                    της Γραμματείας των Διοικητικών

E-mail      :  g-epitropia-d-d@otenet.gr                               Δικαστηρίων της Χώρας

                                                                                           (Για άμεση ενυπόγραφη ενημέρωση

                                                                                            των δικαστικών υπαλλήλων των

                                                                                 κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίων)

 

         ΘΕΜΑ: Ανάγκη απόσπασης ενός (1) μόνιμου δικαστικού υπαλλήλου του κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίων στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας

        ΣΧΕΤ.: α) Το υπ’ αριθ. πρωτ. ΓΠ 4161/18-10-2023 έγγραφο του Δικαστή που διευθύνει το Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας

                           β) Το υπ’ αριθ. πρωτ. 57289/16-11-2023 έγγραφο ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης

 

          1.  Με το σχετικό υπό στοιχ. β΄ πιο πάνω έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, ζητείται από το Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας να αποφανθεί για την απόσπαση ενός (1) μόνιμου δικαστικού υπαλλήλου του κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίων από τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια της Χώρας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας, για ένα (1) έτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4250/2014 και του άρθρου 156 του ν. 4798/2021 όπως ισχύει.

          2.  Επικειμένης της εξετάσεως του ερωτήματος αυτού από το Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρακαλούνται, μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου 2023, να εκδηλώσουν όσοι επιθυμούν το ενδιαφέρον τους για την εν λόγω απόσπαση, αποστέλλοντας σχετικό e-mail στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

 g-epitropia-d-d@otenet.gr

 

                                                                                    Με εντολή Γενικού Επιτρόπου

 

 

 

 

                                                                                                     Παύλος Ζαμπετίδης

                                                                                                          Αντεπίτροπος

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Με θλίψη σας ενημερώνουμε για την απώλεια του Προέδρου Εφετών Δ.Δ. ε.τ. Γεωργίου Γεωργιάδη, ο οποίος απεβίωσε στις 16/11/2023.

Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί την 17η Νοεμβρίου 2023, ημέρα Παρασκευή και ώρα 14:00 στο Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καλαμαριάς.

Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στους οικείους του.

 

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Ανακοίνωση - Ορισμός ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας ηλεκτρονικής κατάθεσης των στοιχείων νομιμοποίησης των διαδίκων

Αποφάσεις με τις οποίες ορίζεται ως ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ηλεκτρονικής κατάθεσης των στοιχείων νομιμοποίησης των διαδίκων σε όλες τις διαφορές (ακυρωτικές και ουσίας, οριστικής και προσωρινής προστασίας), η 6η Νοεμβρίου 2023, ημέρα Δευτέρα και ώρα 8.00.



Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης των αποφάσεων 1527-9/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας - Πρότυπη δίκη. Περικοπές αποδοχών των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας. Αντισυνταγματικότητα των διατάξεων της περ. 22 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.

 ΣτΕ Ολομ. 1527-9/2023

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Β. Ραφτοπούλου, Σύμβουλος

Πρότυπη δίκη. Αντίθεση των διατάξεων της περ. 22 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που θεσπίζουν περικοπές αποδοχών των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας προς τις διατάξεις των άρθρων16 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος.


Ο νομοθέτης δύναται σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης να θεσπίζει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των απασχολούμενων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (πρβλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 2192-2196/2014, 668/2012, Ολομ.). Επί πλέον δε όρια στην εξουσία του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού (ΣτΕ 479-81/2018, 4741/2014 Ολομ., απόφαση 88/2013, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ).
Με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ελευθερία της επιστημονικής σκέψης και έρευνας ως ατομικό δικαίωμα του επιστήμονα ερευνητή, με την καθιέρωση υποχρέωσης του Κράτους για ανάπτυξη, ενίσχυση και προαγωγή της ερευνητικής εργασίας από οποιονδήποτε φορέα και αν διεξάγεται (ΣτΕ1374/1997, 2137/1995, 1043/1989, 4126/1980) και λήψη των αναγκαίων μέτρων προς θωράκισή της έναντι των τρίτων. Εγγύηση δε για την εξασφάλιση της ελεύθερης ανάπτυξης της επιστήμης και της έρευνας αποτελεί η πρόβλεψη από τον νομοθέτη ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης προς διασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των επιστημόνων ερευνητών. Η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση που επεφύλαξε ο κοινός νομοθέτης στους ερευνητές, ανάλογη με εκείνη των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος και για τους ερευνητές, όπως και για τους πανεπιστημιακούς, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους, της αποστολής τους και των αυξημένων προσόντων τους, υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ακώλυτη άσκηση του ερευνητικού τους έργου, δηλαδή αποδοχών ειδικώς προβλεπομένων γι’ αυτούς, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς τη σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος, που να τους επιτρέπει να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους, λαμβανομένων βεβαίως υπ' όψιν των εκάστοτε οικονομικών δυνατοτήτων του Κράτους. Εξάλλου η προσέλκυση νέου υψηλού επιπέδου επιστημονικού δυναμικού ερευνητικής δραστηριότητας αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Κράτους.

Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια». Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1 καταργήθηκαν από 1.1.2013 όλα τα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ με την περίπτωση 22 τροποποιήθηκε το άρθρο 38 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις (πέραν των προβλεπόμενων στους ν. 3833/2010, 3845/2010, 3896/2011, 4002/2011) στις αποδοχές των ερευνητών.

Ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε έλεγχο ορίων εκ μέρους του δικαστή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4741, 3404, 3406, 3177, 2192-2196/2014, 668/2012, ΣτΕ 1031/2015, 1372-1373/2012, 2672/2009 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 19.4.2007, Eskelinen κατά Φιλανδίας, απόφαση της 20.3.2012, Panfile κατά Ρουμανίας, ΣτΕ Ολομέλεια 2192-6, 3177, 3404, 3406/2014 πρβλ. και ΣτΕ 3616, 3502, 3151/2008), εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του προσφεύγοντος (ΣτΕ Ολομέλεια 668 και 1283/2012). Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται θέσπισε την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Μολονότι καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε, συλλήβδην, ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εκλήφθηκε ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργών και υπαλλήλων (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 479-481/2018, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Κατά συνέπεια, επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στους βασικούς μισθούς των ερευνητών, επί τη βάσει του βασικού μισθού του Ερευνητή Δ΄, καθώς και στα ποσοστά αναπλήρωσης των βασικών μισθών των ερευνητών άλλων βαθμίδων, αλλά και στα επιδόματα των περιπτώσεων β, γ και ε του άρθρου 38 παρ. 3 του ν. 3205/2003, κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου. Τα δικαστήρια δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του νομοθέτη να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπ’ όψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ερευνητών, η οποία απορρέει από το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας, υπό τη δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρέωσης του νομοθέτη να μη μεταχειρίζεται με όμοιο τρόπο άνισες καταστάσεις. Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (περίπτωση 22, υποπαράγραφος Γ.1, παράγραφος Γ, άρθρου πρώτου ν. 4093/2012) στο μισθολόγιο των ερευνητών, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα αμέσως ανωτέρω στοιχεία. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των ερευνητών παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Κατά συνέπεια, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ερευνητών, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και τις προηγούμενες μειώσεις που επιβλήθηκαν διαδοχικά επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών, καθώς και άλλες μειώσεις του εισοδήματός τους με άλλα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσης υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι οι διατάξεις της περίπτωσης 22 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις των αποδοχών των ερευνητών καθώς και οι διατάξεις της 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και στην απορρέουσα από αυτό αρχή της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Αντίθετη μειοψηφία.

Χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας ο χρόνος δημοσίευσης των αποφάσεων. Αναδρομικότητα για τους ενάγοντες και τους ασκήσαντες ένδικα βοηθήματα ή μέσα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων.

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Γνωστοποίηση δημοσίευσης της απόφασης 1537/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας - Η πριμοδότηση διακριθέντων αθλητών για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και ορθολογικής οργάνωσης της εκπαίδευσης. Οι πανελλήνιοι αγώνες δεν είναι ήσσονος σημασίας.

ΣτΕ Ολ 1537/2023

Πρόεδρος: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Σταυρούλα Κτιστάκη, Σύμβουλος

ΣτΕ Ολ 1537/2023: Η πριμοδότηση διακριθέντων αθλητών για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και ορθολογικής οργάνωσης της εκπαίδευσης. Οι πανελλήνιοι αγώνες δεν είναι ήσσονος σημασίας.


Με την 1537/2023 απόφαση της Ολομέλειας επιλύθηκε προδικαστικό ερώτημα, υποβληθέν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στο πλαίσιο εκδίκασης αιτήσεως ακυρώσεως κατά της Φ.253/111357/Α5/27.8.2020 αποφάσεως της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων υπό τον τίτλο «Κύρωση πινάκων εισαγομένων στα Τμήματα/Εισαγωγικές Κατευθύνσεις και στις Σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021 των υποψηφίων οι οποίοι συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις των Γενικών Λυκείων 2020 με το Νέο σύστημα εισαγωγής του ν. 4186/2013 (ΦΕΚ 193 Α′), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει». Η ακύρωση της ως άνω αποφάσεως εζητείτο κατά το μέρος που εισήχθησαν στις Ιατρικές Σχολές της χώρας, κατά παράλειψη της αιτούσας, υποψήφιοι με την κατηγορία των διακριθέντων αθλητών, και συγκεκριμένα: α) υποψήφιοι που εισήχθησαν, λόγω πολύ υψηλών αθλητικών διακρίσεων, χωρίς συμμετοχή στις πανελλαδικές εξετάσεις, καθ’ υπέρβαση του αριθμού των εισακτέων και χωρίς ποσοτικό περιορισμό (εδάφιο α′ της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999) και β) υποψήφιοι που εισήχθησαν σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) του αριθμού των εισακτέων, κατόπιν συμμετοχής στις πανελλαδικές εξετάσεις και προσαυξήσεως της βαθμολογίας τους λόγω αθλητικών διακρίσεων (εδάφιο δ′ της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999).
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε ότι η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 75 του ν. 4589/2019 (και τη διατήρηση των τροποποιήσεων και με τις επακολουθήσασες διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4726/2020), δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ), καθώς και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχόμενης εκπαιδεύσεως (άρθρο 16 Σ), σε συνδυασμό και με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού. Τούτο διότι με την ανωτέρω ρύθμιση: α) για την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε σχολή της προτιμήσεώς του, απαιτείται πλέον αυτός να συγκεντρώνει, μετά την προσαύξηση από τις αθλητικές διακρίσεις, αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 100% των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στην ίδια σχολή κατά το ίδιο ακαδημαϊκό έτος, αντί του αντίστοιχου ποσοστού 90% που προβλεπόταν υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, ήτοι με τη ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπεται πλέον εισαγωγή αθλητή σε σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συνολικό αριθμό μορίων, μετά την -συνταγματική καταρχήν- προσαύξηση λόγω των αθλητικών διακρίσεων, μικρότερο από τον αριθμό των μορίων που έλαβε ο τελευταίος εισαχθείς στην ίδια σχολή και β) επαναφέρεται το ποσοστό των εισακτέων για την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή διακριθέντων αθλητών στα Α.Ε.Ι. σε 3%, το οποίο ίσχυε πριν την τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 με το άρθρο 17 του ν. 4429/2016 και το οποίο δεν παρίσταται αυθαίρετο.
Επίσης, κρίθηκε ότι η πριμοδότηση των διακρινόμενων σε πανελλήνιους αγώνες όλων των κατηγοριών αθλητών δεν αντίκειται στις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές αρχές. Τούτο διότι το προβλεπόμενο στον νόμο πλέγμα προϋποθέσεων για την αναγνώριση διακρίσεως στους πανελλήνιους αγώνες όλων των κατηγοριών παρέχει επαρκή εχέγγυα ως προς την ποιοτική στάθμη των αγώνων αυτών, δεδομένου ότι απαιτείται εκ του νόμου συμπλεκτικώς: α) η διάκριση να αφορά άθλημα ή αγώνισμα που καλλιεργείται από αναγνωρισμένη ομοσπονδία, β) η συμμετοχή ελάχιστου αριθμού (6) σωματείων για τα ομαδικά αθλήματα, γ) η συμμετοχή ελάχιστου αριθμού (8) αθλητών, προερχόμενων από τον ως άνω αριθμό των σωματείων, για τα ατομικά αθλήματα και δ) στα ομαδικά αθλήματα ο διακριθείς αθλητής πρέπει να έχει συμμετοχή τουλάχιστον στο 50% των αγώνων της διοργανώσεως, ενώ παραλλήλως, ο συνολικός αριθμός των συμμετασχόντων αθλητών της ομάδας του πρέπει να μην υπερβαίνει το 20% του αριθμού των αθλητών που δικαιούνται, βάσει των κανονισμών του αθλήματος, να συμμετάσχουν στη διοργάνωση.
Τέλος, το Δικαστήριο απέσχε της απαντήσεως στα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα. Και τούτο διότι στην παραπεμπτική απόφαση δεν εξηγείται τεκμηριωμένα, αλλ’ ούτε και παρίσταται πρόδηλο, ότι από τις μνημονευόμενες διατάξεις και τους προβαλλόμενους λόγους της αιτήσεως ακυρώσεως δημιουργείται, όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρο 1 του ν. 3900/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012), «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος» με «συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων».