Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

9/2015 Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.



Αριθμός 9/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
__________________

           Σήμερα, στις 31 Μαρτίου 2015, ημέρα Τρίτη και ώρα 16.00 συνήλθε στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομελείας αποτελούμενο από τα μέλη του: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρο, Προεδρεύοντα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αθ. Ράντο, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ε. Σαρπ, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Α. - Γ. Βώρο, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζο, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου και Κ. Νικολάου. Τα λοιπά μέλη, αν και προσκλήθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν, γιατί είχαν κώλυμα. Παρέστη επίσης η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θέμα της συζητήσεως σύμφωνα με την πρόσκληση του Προέδρου, ήταν η έγκριση της 2/2014 αποφάσεως της Ολομελείας του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
           Το Συμβούλιο άκουσε την Εισηγήτρια της υποθέσεως, Σύμβουλο Επικρατείας Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή.
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
           1. Επειδή, κατά το στοιχ. Α΄ παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), όπως ισχύει, «… κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία … καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες», ενώ, κατά την παρ. 4 του αυτού στοιχείου και άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4055/2012, (Α΄ 51) «4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο Πρόεδρος του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού, του οικείου δικαστηρίου και δικαιοδοτικού κλάδου». Τέλος, κατά την παρ. 7, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), «7. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Με το 134/15-1-2015 έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων υπεβλήθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, η 2/2014 απόφαση της Ολομελείας των Δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία επιχειρείται η τροποποίηση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εν λόγω Δικαστηρίου. Επί της προτεινομένης τροποποιήσεως η Γενική Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων υπέβαλε το από 19-3-2015 υπόμνημα. Ήδη κατόπιν της από 17-3-2015 προσκλήσεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας εισάγεται προς έγκριση η απόφαση αυτή.
           2. Επειδή, όπως έχει γίνει δεκτό (αποφάσεις 10, 12/2012, 5, 6/2013 3, 6, 15, 16α/2014 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας εν συμβουλίω), καθ’ ερμηνεία των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εν συμβουλίω, ελέγχοντας υποβαλλόμενο προς έγκριση Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, έχει την αρμοδιότητα, χωρίς να υποκαθίσταται, κατ’ αρχήν, στην κρίση των δικαστών της Ολομελείας του οικείου δικαστηρίου, να ελέγχει εάν και σε ποιό βαθμό συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Κανονισμού, και ιδίως αυτές που συνάπτονται με το σκοπό της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου από πλευράς ταχείας διεκπεραιώσεως των εισαγόμενων σ’ αυτό υποθέσεων, εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό. Όπως επίσης έγινε δεκτό με τις αποφάσεις αυτές, αφ’ ενός μεν δεν είναι επιτρεπτή η έγκριση νέων Κανονισμών δικαστηρίων, που περιέχουν ρυθμίσεις, οι οποίες οδηγούν, αμέσως ή εμμέσως, σε επιβράδυνση του ρυθμού εκδικάσεως των υποθέσεων, αφ’ ετέρου δε προς εξυπηρέτηση του σκοπού της επιταχύνσεως η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έχει γνωμοδοτική απλώς αρμοδιότητα, αλλά αρμοδιότητα να υποδεικνύει την προσθήκη ρυθμίσεων που εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό. Περαιτέρω, όπως επίσης έχει ήδη κριθεί (βλ. Πρακτικό 16α/2014 Ολομελείας Συμβουλίου της Επικρατείας εν Συμβουλίω), ενόψει των ανωτέρω, οι ρυθμίσεις ή τροποποιήσεις που υποδεικνύονται με τις αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν μπορούν να αγνοούνται ή να μεταβάλλονται από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, ακόμη και με την παράθεση σχετικής προς τούτο αιτιολογίας που θα άνοιγε περαιτέρω διάλογο με το ανώτατο δικαστήριο, τούτο δε ουδόλως αντιβαίνει προς το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο δεν κατοχυρώνει την ανεξαρτησία του κάθε δικαστηρίου. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Ρυθμίσεις που αφορούν την ποσότητα και την ταχύτητα στην παροχή δικαστικής εργασίας, παράλληλα με την επιδίωξη του επίκαιρου της απονομής της δικαιοσύνης, είναι αυτονόητο ότι οφείλουν σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να διασφαλίζουν το ποιοτικό εκείνο επίπεδο που συνιστά την ουσία της δικαιοδοτικής κρίσης, αφ’ ετέρου δε να μην παραγνωρίζουν τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των δικαστικών λειτουργών. Κατά την έννοια, επομένως, των πιο πάνω διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει των παραδοχών αυτών, όταν θεσπίζονται ή τροποποιούνται διατάξεις κανονισμού διοικητικού δικαστηρίου που άπτονται των εν λόγω ζητημάτων, η αρμόδια, κατ’ αρχήν, ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου οφείλει να συνεκτιμά όλους τους σχετικούς παράγοντες και να προκρίνει αιτιολογημένα τη ρύθμιση εκείνη που, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ικανοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προεκτεθέντα κριτήρια. Εν όψει δε των αυτών κριτηρίων ελέγχεται ακολούθως η ρύθμιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά τον έλεγχό του αυτό, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τις αιτιολογίες του οικείου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και την κατά το Σύνταγμα λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών που το συγκροτούν.
           3. Επειδή, η Γενική Επίτροπος της Επικρατείας είχε αποστείλει προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ιωαννίνων το 3581/22-10-2014 έγγραφό της, με το οποίο ζητείτο η σύγκλιση της Ολομελείας των Δικαστών του εν λόγω Δικαστηρίου, προκειμένου να προβεί σε αναμόρφωση του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δικαστηρίου, με την εισαγωγή σ’ αυτόν των προτεινομένων με το ανωτέρω έγγραφο ρυθμίσεων οι οποίες στοιχούσαν προς ήδη ληφθείσες σχετικές αποφάσεις της Διοικητικής Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση που εισάγεται προς έγκριση αποφασίστηκε να μην συμπληρωθεί ο Κανονισμός του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, όπως αυτός ισχύει, κατόπιν των 2/1989 και 5/2000 αποφάσεων της Ολομελείας των Δικαστών του εν λόγω Πρωτοδικείου, καθόσον, όπως διαλαμβάνεται στην απόφαση αυτή, «ο προσδιορισμός του αριθμού των δικασίμων και των προς εκδίκαση υποθέσεων κάθε δικασίμου κατά την κρίση του εκάστοτε Προϊσταμένου Προέδρου (ελλείψει σχετικών διατάξεων του Κανονισμού) δεν δημιουργεί βραδύτητα στη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων, όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στατιστικά στοιχεία». Επισημαίνεται ότι ο ισχύων Κανονισμός του ανωτέρω Διοικητικού Πρωτοδικείου στερείται οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετιζομένης με τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων καθεμιάς δικασίμου και, κατ’ επέκταση, και ως προς τον αριθμό της ανά δικαστή ετήσιας χρεώσεως των υποθέσεων, παρά τη ρητή προς τούτο πρόβλεψη του μνημονευθέντος στη σκέψη 1 άρθρου 17 στοιχ. Α΄ παρ. 5 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., ενώ, εξάλλου, στο 622/19.3.2015 υπόμνημα της Γενικής Επιτρόπου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρεται ότι στις 31.12.2013 υπήρχαν στο Δικαστήριο αυτό 5.635 εκκρεμείς υποθέσεις και ότι η μέση ετήσια καθυστέρηση εκδικάσεως των υποθέσεων ανερχόταν σε πέντε και πλέον έτη. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η απόφαση της Ολομελείας του ως άνω Πρωτοδικείου πρέπει να αναπεμφθεί στο Δικαστήριο αυτό προκειμένου να επιληφθεί και αποφανθεί και επί των παρατηρήσεων και προτάσεων οι οποίες διατυπώνονται στο ως άνω 3581/22-10-2014 έγγραφο της Γενικής Επιτρόπου, επί σκοπώ εντάξεως αυτών στον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του. Οι ρυθμίσεις αυτές σχετίζονται με τον προσδιορισμό των υποθέσεων ανά δικάσιμο και τη συνακόλουθη χρέωση των δικαστών, η οποία θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε η ανά δικαστή ετήσια χρέωση, η οποία και πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, να μην είναι κατώτερη από 210 υποθέσεις, στις οποίες δεν θα συνυπολογίζονται οι αιτήσεις διορθώσεως ή ερμηνείας. Αντιθέτως, θα συνυπολογίζονται οι αποφάσεις επί αιτήσεων συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (ν. 3068/2002) και οι αιτήσεις για δίκαιη ικανοποίηση. Οι υποθέσεις εν συμβουλίω, κατά τη διαδικασία των άρθρων 126Α του Κ.Δ.Δ. και 34Α του π.δ. 18/1989, θα πρέπει να συνυπολογίζονται στον πιο πάνω αριθμό μόνον κατά το ήμισυ, σύμφωνα και με τη ρύθμιση που προτείνεται με το 3581/22-10-2014 έγγραφο της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, όπως κατά το ήμισυ θα πρέπει να συνυπολογίζονται και οι αιτήσεις προσωρινής προστασίας, κατά μερική αποδοχή της ρύθμισης που προτείνεται με το ως άνω έγγραφο. Περαιτέρω, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις σχετίζονται και με: α) τον καθ’ υπέρβαση προσδιορισμό υποθέσεων σε επείγουσες περιπτώσεις, β) τον καθ’ υπέρβαση προσδιορισμό ομοίων υποθέσεων ή υποθέσεων που θέτουν ζήτημα το οποίο έχει επιλυθεί αμετακλήτως, γ) τη χρέωση των παρέδρων, δ) την αναβολή υποθέσεων λόγω αποχής δικηγόρων ή για αντίστοιχες αιτίες και τη δυνατότητα ορισμού εμβολίμων δικασίμων και γ) τον υπολογισμό των υποθέσεων σε επιγενόμενη χρέωση σε περίπτωση μη συμμετοχής δικαστή σε μία δικάσιμο για οποιοδήποτε λόγο, καθώς και σε περίπτωση μακράς αναρρωτικής αδείας.
Δ ι ά  τ α ύ τ α
           Αναπέμπει την απόφαση της Ολομελείας του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων στο αυτό όργανο προς συμπλήρωση σύμφωνα με το σκεπτικό.
           Για την πιστοποίηση των ανωτέρω συντάσσεται το παρόν πρακτικό.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                             Η Γραμματέας


      Φ. Αρναούτογλου                                       Μ. Παπασαράντη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου